Στις 14 Αυγούστου του 1974, οι Τούρκοι προχώρησαν στη δεύτερη φάση της εισβολής στην Κύπρο με την κωδική ονομασία “Αττίλας ΙΙ”. Η μαρτυρία του Ιωσήφ Μιχαήλ στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7.
Το καλοκαίρι του 1974 η Κύπρος έζησε τον πιο φρικτό εφιάλτη, με την τουρκική εισβολή των Τούρκων, οι οποίοι κατέλαβαν το μισό νησί και συνεχίζουν να κατέχουν παράνομα τις περιοχές αυτές μέχρι σήμερα, 50 χρόνια μετά.
Λίγες μέρες μετά από την έναρξη της εισβολής στις 20 Ιουλίου, οι Τούρκοι προχώρησαν στις 14 Αυγούστου στη δεύτερη φάση της “επιχείρησής” τους (όπως την αποκαλούν), με την κωδική ονομασία “Αττίλας ΙΙ”, κατά την οποία μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβαν το 36,2% του νησιού και εκτόπισαν 120 χιλιάδες Ελληνοκύπριους, ενώ άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι.
Το μαύρο εκείνο καλοκαίρι, ο Ιωσήφ Μιχαήλ ήταν μόλις 12 ετών. Ο ίδιος έζησε και τις δύο φάσεις της εισβολής, ωστόσο, όπως περιγράφει στο βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, εκείνη της 14ης Αυγούστου ήταν που τον στιγμάτισε ως παιδί και που τον “στοιχειώνει” ως σήμερα.
Ο Ιωσήφ Μιχαήλ κατάγεται από την Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας στην επαρχία Λευκωσίας και καταθέτει την μαρτυρία του, περιγράφοντας όσα βίωσε εκείνη την περίοδο, τις μνήμες που κουβαλά, το ψυχολογικό τραύμα που υπέστη ως παιδί, ενώ μοιράζεται τις απόψεις του για τη λύση του Κυπριακού σήμερα.
Η μαρτυρία του Ιωσήφ Μιχαήλ στο NEWS 24/7
«Ονομάζομαι Ιωσήφ Μιχαήλ, κατάγομαι από ένα χωριό το οποίο είναι κατεχόμενο, την Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας. Βρίσκεται 24 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, 28 χιλιόμετρα από την Κερύνεια και περίπου 15 χλμ από τη Μόρφου. Είναι κατεχόμενο χωριό από το 1974 μέχρι σήμερα.
Εγώ ήμουν περίπου 12 χρονών, ήμουν τελειόφοιτος του δημοτικού, ολοκληρώσαμε το δημοτικό, ήμασταν χαρούμενοι, πήραμε το απολυτήριό μας. Ήμουν ο πρόεδρος του σχολείου, έκανα την τελευταία ομιλία, έδωσα εξετάσεις σε ένα πολύ καλό ιδιωτικό σχολείο, είχα περάσει, είχα όνειρα να φοιτήσω σε εκείνο το σχολείο και ξαφνικά το καλοκαίρι του 1974, στις 20 Ιουλίου, δεχτήκαμε εισβολή από την Τουρκία.
Εμείς, σαν παιδιά, την πρώτη εισβολή δεν την βιώσαμε άσχημα, γιατί ήταν μακριά, στην Κερύνεια. Απλά βλέπαμε τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν σε ένα χωριό πιο κάτω από το δικό μας, το βράδυ βλέπαμε τα βλήματα να φλέγονται και κάναμε ότι είμαστε σε πόλεμο, όπως παίζαμε όταν ήμασταν μικροί. Δεν νιώσαμε στο πετσί μας την πρώτη εισβολή.
Εκείνο που βίωσα, όμως, από την πρώτη εισβολή, ήταν οι τραυματισμένοι στρατιώτες. Στο χωριό μου υπήρχε ένα μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, το οποίο λειτούργησε πρόχειρα σαν νοσοκομείο. Οι στρατιώτες που είχαν τραυματιστεί στον πόλεμο, περιθάλπονταν σ’ αυτόν τον χώρο. Εκεί άρχισα να νιώθω ότι υπάρχει πόλεμος, ότι υπάρχουν σκοτωμοί, μετά που είδα τους τραυματίες – και άσχημα τραυματισμένους – μέσα στα land rover, μέσα στα αυτοκίνητα. Δεν υπήρχαν τα μέσα να τους μεταφέρουν τότε. Αυτό ήταν εκείνο που βιώσαμε στην πρώτη εισβολή.
Βλέπαμε και τους πρόσφυγες, οι οποίοι περνούσαν από το χωριό μας για να φύγουν από τα πυρά. Μαζί με τα ζώα τους, οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι σε αυτά τα χωριά. Κάποιοι μετέφεραν τα ζώα τους. Βλέπαμε στρατιώτες που οπισθοχωρούσαν. 20 Ιουλίου ήταν πολλή ζέστη. Θυμάμαι που είχαν αυτές τις βούρνες, όπως τις λέμε (γούρνες), που πότιζαν τα ζώα και βουτούσαν οι στρατιώτες μέσα για να δροσιστούν και να πιούν νερό. Αυτά θυμάμαι από την πρώτη εισβολή, την οπισθοχώρηση των στρατιωτών.
Η δεύτερη εισβολή στις 14 Αυγούστου 1974
Η δεύτερη εισβολή ήταν εκείνη η οποία με στιγμάτισε εμένα, ως παιδί, στις 14 Αυγούστου. Όταν οπισθοχώρησε ο στρατός, υπήρχε η πρώτη γραμμή πυροβολικού, λίγο έξω από το χωριό. Η θέση του χωριού, στρατιωτικά, ήταν εξαιρετικής σημασίας για την άμυνα. Εκεί υπήρχαν τα πυροβόλα όπλα, τα λεγόμενα κανόνια, τα οποία επάνδρωσαν τον χώρο γύρω από το χωριό. Υπήρχαν και αντιεροπορικά, τα οποία χρησιμοποιούν στην αεράμυνα, εναντίον των αεροπλάνων.
Έτσι, λοιπόν, υπήρχαν αρκετοί στρατιώτες στο χωριό, με την οπισθοχώρηση. Εμένα οι γονείς μου είχαν καφενείο, το σπίτι μας ήταν πάνω, κάτω το καφενείο, και γνωρίσαμε πάρα πολλούς στρατιώτες. Επειδή ο πατέρας μου εμπορευόταν με τα χωριά, πάνω στην Πιτσιλιά και στη Μαραθάσα, γνώρισε έναν στρατιώτη. Τον ρώτησε από πού είναι και όταν του απάντησε, ο πατέρας μου του είπε ότι σε αυτά τα χωριά πηγαίνουμε συχνά. Ο στρατιώτης του είπε «αν πάτε, να ζητήσεις το τάδε όνομα, τη μητέρα και τον πατέρα μου, και να τους πείτε ότι είμαι ζωντανός». Γιατί δεν γνώριζαν αν είναι ζωντανός ή όχι, δεν είχε τηλέφωνα. Θα σας πω πώς κατέληξε αυτό.
Υπήρχε αρκετός στρατός στο χωριό. Θυμάμαι, μάλιστα, χαρακτηριστικά, ότι κάποιος μου έδωσε το κράνος του, ίσως είχε περισσότερα κράνη, του το ζήτησα για να το χρησιμοποιώ στο κυνήγι. Ο πατέρας μου ήταν κυνηγός. Ρώτησα και κάποιον στρατιώτη «εσείς δεν έχετε τύψεις που σκοτώνετε ανθρώπους;». Αυτό το ερώτημα είχα εγώ να κάνω σε έναν στρατιώτη. Κι αυτός έτσι απλά και απλοϊκά, μου λέει: «Παρά να κλαίει η μάνα μου, καλύτερα να κλαίει η δική του». Εκεί συνειδητοποίησα ότι, πράγματι, θα κλαίει η μάνα του αν σκοτωθεί ο ίδιος και πρέπει να αμυνθεί.
“Εξερράγη μία βόμβα, με χτύπησε και σωριάστηκα στο έδαφος”
Έτσι, λοιπόν, οι Τούρκοι είχαν ερευνήσει τον χώρο και όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, τα αεροπλάνα, γύρω στις 5 το πρωί, είχαν χτυπήσει το χωριό μας. Ακούσαμε τα αεροπλάνα, σηκωθήκαμε πάνω. Εγώ πήγα να ανοίξω την πόρτα του μπαλκονιού από το υπνοδωμάτιο των γονιών μου και εκείνη την ώρα εξερράγη μία βόμβα και με χτύπησε – ίσως τα αέρια δεν ξέρω – με χτύπησε η πόρτα και πήγα έτσι 5-6 μέτρα… σωριάστηκα στο έδαφος, κάτω.
Ο πατέρας μου είχε φύγει από το χωριό, πρωί-πρωί, πήγε για δουλειά. Μέναμε με τη μητέρα μου, ήμασταν 6 αδέρφια όλοι. Μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί. Γινόταν ένας χαμός με τα αεροπλάνα. Βόμβες, μυδραλιοβολισμοί, τρέξαμε να πάμε να κρυφτούμε στην εκκλησία, τη μεγάλη.
Είχαμε δύο εκκλησίες, η μία ήταν εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Είχαμε την μεγάλη και την μικρή εκκλησία. Η μικρή ήταν πετρόκτιστη, η μεγάλη ήταν νεόκτιστη. Αλλά, ευτυχώς, μας είπαν να μην πάμε στην μεγάλη εκκλησία, να κρυφτούμε στην μικρή εκκλησία που ήταν και πετρόκτιστη, και ίσως να ήμασταν καλύτερα προφυλαγμένοι από τα μυδράλια.
Θυμάμαι που προέτρεπαν τις νεαρές γυναίκες να ντυθούν με ρούχα μαύρα, έτσι ώστε να μην βιαστούν από τους Τούρκους. Γιατί ακούγαμε διάφορα για βιασμούς. Πίστευαν ότι με το να ντυθούν μαύρα, θα νομίζουν ότι είναι γριές και δεν θα τις ενοχλούσαν.
Ευτυχώς, δεν πήγαμε στην μεγάλη εκκλησία, γιατί αργότερα, όταν σταμάτησαν τα χτυπήματα, είδαμε ότι την είχαν μυδραλιοβολήσει. Θυμάμαι τους πολυέλαιους της εκκλησίας που ήταν κάτω, χάμω, και η οροφή ήταν γεμάτη μυδράλια. Ευτυχώς που δεν πήγαμε εκεί. Δεν θυμάμαι ποιος μας είπε να μην πάμε, αλλά είχε μεγαλύτερους, οι οποίοι φρόντιζαν για εμάς.
Μαζευτήκαμε στο χωριό, εκεί γύρω από την εκκλησία, να δούμε τι θα κάνουμε, πού θα πάμε. Ο πατέρας μου έλειπε. Είχε κάποιους συγχωριανούς μου που είχαν φορτηγά, τα γέμισαν με γυναικόπαιδα και φύγαμε προς το άγνωστο. Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε. Ο οδηγός ήξερε, ήταν μεγάλος, και φτάσαμε σε ένα χωριό, την Κυπερούντα.
“Έχασα τη μνήμη μου. Είχα πάθει σοκ”
Εκεί, στην Κυπερούντα, αργότερα έφτασε και ο πατέρας μου με τη μητέρα μου, δεν ξέρω πώς μας εντόπισαν.
Ήταν το χωριό, το οποίο ο αδερφός μου είχε γνωρίσει τον στρατιώτη που του είχε πει «αν πας σε αυτό το χωριό να ζητήσεις τα τάδε άτομα και να τους πεις ότι είμαι ζωντανός». Έτσι και κάναμε. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν βγει από το σπίτι τους, μας είχαν φιλοξενήσει για τρεις μήνες εν όσο ήμασταν στο χωριό μέχρι να κατέβουμε στη Λεμεσό. Μείναμε εκεί με όλα τα υπάρχοντα που είχαν μέσα, με τα φαγητά, μας φρόντισαν, μας καλωσόρισαν.
Τις πρώτες τρεις μέρες μέναμε στο σχολείο. Κοιμόμασταν κάτω στο έδαφος. Ο ήχος των βομβών και των αεροπλάνων ακόμα ήταν μέσα στα αφτιά μας. Θυμάμαι που έκλεινε η πόρτα απότομα και τρομάζαμε και πεταγόμασταν πάνω και νομίζαμε πως ήταν βόμβες. Εγώ θυμάμαι ήμουν άριστος μαθητής στο δημοτικό και όταν ξεριζωθήκαμε, έχασα τη μνήμη μου. Δηλαδή, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Μπορεί να με έστελνε η μητέρα μου να ψωνίσω κάτι για το σπίτι, μπορεί να μου έλεγε να πάρω ψωμί και εγώ στο μαγαζί να έφερνα γάλα. Είχα πάθει σοκ. Δεν ξέρω τι είχα πάθει, για αρκετό καιρό.
Βέβαια, δεν υπήρχε κανείς να μας βοηθήσει τότε. Ούτε ψυχολογική στήριξη είχαμε, ούτε κανέναν. Ήμασταν… τα χάλια μας τα μαύρα. Άργησα πολύ να το ξεπεράσω αυτό το θέμα. Και λέω ότι εμείς βιώσαμε τον πόλεμο σε τόσο μικρό και σύντομο χρονικό διάστημα και είχαμε τόσα ψυχολογικά τραύματα. Και σκέφτομαι τώρα που γίνονται οι πόλεμοι, παντού, αυτά τα παιδιά πόσο τραυματίζονται ψυχολογικά.
Γενικά, αυτά ήταν τα βιώματά μου στο χωριό, κατά τη διάρκεια του πολέμου, κυρίως, στη δεύτερη εισβολή που με στιγμάτισε τόσο πολύ, αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα που βίωσα.
Στο χωριό έμειναν 6-7 ηλικιωμένοι. Βιάστηκαν οι γριές από τους Τούρκους. Οι δύο από αυτές ήταν γιαγιάδες μου κι ο ένας ήταν ο θείος μου, ο οποίος αγνοείτο μέχρι πρόσφατα. Τον είχαν συλλάβει, ήταν 40 χρονών, στην προσπάθειά του να βοηθήσει την γιαγιά μου όταν υπέστη επίθεση για βιασμό, τον είχαν πυροβολήσει στα δύο πόδια, δεξιά αριστερά. Τον πήραν, τον σκότωσαν και βρήκαμε τα οστά του χωρίς κεφάλι.
Αυτές ήταν οι απώλειες του χωριού μας. Παρά το ότι ο βομβαρδισμός που είχαμε υποστεί τόσο μεγάλος, δεν είχαμε άλλες απώλειες σε ζωές, εκτός από αυτήν του θείου μου, που έμεινε εγκλωβισμένος και τον είχαν σκοτώσει και αποκεφαλίσει.
Τα πακέτα και τα δώρα απ’ την Ελλάδα
Στη Λεμεσό όταν ήρθαμε, είχε προηγηθεί η άφιξη της θείας μου, της αδελφής του πατέρα μου. Η Λεμεσός κατοικείτο και από Τουρκοκύπριους. Οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να πηγαίνουν στα Κατεχόμενα, ανταλλαγή πληθυσμών. Βρήκε ένα σπίτι και το κράτησε για εμάς, τουρκοκυπριακό, και εγκατασταθήκαμε εκεί.
Σιγά σιγά βγήκαμε στα σχολεία. Θυμάμαι ότι υπήρχε βοήθεια από το εξωτερικό σε τρόφιμα, ρουχισμό από την Ελλάδα. Θυμάμαι και στο σχολείο, στην α’ γυμνασίου, ένα παιδάκι μου έστειλε από την Ελλάδα ένα πακέτο και λυπάμαι που δεν κράτησα την διεύθυνσή του. Μου έστειλε ένα πακέτο με παπούτσια και με διάφορα όμορφα πράγματα, που ένιωσα πάρα πολύ ωραία. Και πολύς ρουχισμός ήρθε από την Ελλάδα, τότε. Μέσα από την φτώχεια της και η Ελλάδα, βοήθησε. Είχαμε αρκετή βοήθεια σε υλικά αγαθά. Μετά σιγά σιγά, αρχίσαμε να φτιάχνουμε τη ζωή μας.
“Πέρασαν 50 χρόνια και δεν θα ξαναπάμε πίσω – Η πληγή συνεχίζεται”
Πέρασαν 50 χρόνια, είμαστε εδώ και δεν θα ξαναπάμε πίσω. Το χωριό μου δεν κατοικείται, είναι στρατοκρατούμενη περιοχή, είναι υψίστης σημασίας για τον στρατό της Τουρκίας. Μόνο μια φορά τον χρόνο μας επιτρέπουν να γίνει λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Και εκεί είσαι σαν φονιάς. Δηλαδή υπάρχει στρατός, αστυνομία, σε προσέχουν σαν να είσαι φονιάς. Ενώ πας στο σπίτι σου και νιώθεις ότι είσαι ξένος.
Δυστυχώς, η πληγή συνεχίζεται. Ουδέποτε θα κλείσει η πληγή, ειδικά εμείς που ήμασταν παιδιά. Πάντα θα θυμόμαστε τους τόπους μας. Από ‘κει και πέρα αποφασίζουν οι μεγάλοι και φαίνεται πως οι μεγάλοι αποφάσισαν άλλα από αυτά που εμείς θέλουμε.
Η λύση επήλθε το 1974. Αυτή είναι η λύση που βλέπω εγώ. Η Κύπρος έχει διχοτομηθεί. Σιγά σιγά περιμένουν τις γενιές που έζησαν σε αυτούς τους τόπους να φύγουν, ούτως ώστε και να μην υπάρχει ο πόθος της επιστροφής. Στην ουσία ο πόθος της επιστροφής που μας κρατά. Αγωνιζόμαστε από παιδιά. Βγαίναμε στους δρόμους, διαδηλώσεις, θυμάμαι εγώ κάθε μέρα ήμασταν στους δρόμους. «Δεν ξεχνώ», «Τα σύνορά μας στην Κερύνεια», όλα αυτά. Δυστυχώς φαίνεται ότι μας εκμεταλλεύονταν και οι πολιτικοί για τα δικά τους συμφέροντα. Μας έβαζαν εμάς να φωνάζουμε και εκείνοι έφτιαχναν περιουσίες.
Η λύση ποια θα είναι; Όποια λύση και να υπάρχει τώρα, θα είναι πολύ δύσκολη. Η λύση είναι να υπάρχει μια δημοκρατία. Να υπάρχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Να εκλέγεται ο πρόεδρος με πλειοψηφία. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή λύση σε ένα κράτος της Ευρώπης. Από ‘κει και πέρα, το να έχει πρόεδρο Ελληνοκύπριο και πρόεδρο Τουρκοκύπριο και όλα αυτά, δεν πιστεύω ότι θα ευδοκιμήσουν ή θα λειτουργήσουν ποτέ.
Ο πατέρας μου μέχρι πρόσφατα που έφυγε από τη ζωή, ήταν ο πόθος του να πάει πίσω και πίστευε ότι θα πάει. Αξιολογώντας όμως εγώ την κατάσταση, βλέπω ότι δεν υπάρχει πίσω πλέον, αυτή την περίοδο. Δηλαδή, τα πράγματα ήρθαν έτσι όπως τα προγραμμάτισαν και τα ήθελαν. Όλοι οι πρόεδροι είχαν προτάσεις, καλύτερες από αυτές που έχουμε σήμερα, αλλά φαίνεται πως στο πίσω μέρος του μυαλού τους, η λύση ήταν αυτή που έχουμε τώρα. Χωριστά.
Η περίεργη ιστορία με αναφορές στο 1964
Πριν το 1964, το χωριό ήταν μεικτό. Ο πληθυσμός του χωριού μου ήταν 450 άτομα. Υπήρχαν καμιά 20αριά οικογένειες Τουρκοκυπρίων. Εκεί, κάποιοι – δεν ξέρω αν είχε και από το χωριό μου – κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες είχαν βιάσει νεαρές Τουρκάλες και είχαν σκοτώσει τον δάσκαλο του χωριού, τον Τουρκοκύπριο.
Και τα είχαν όλα γραμμένα οι Τούρκοι όταν ήρθαν. Θυμάμαι που ρωτούσα την γιαγιά μου τι της είπαν, μου είπε ότι «μόλις μπήκαν στο σπίτι μου οι Τούρκοι, ήρθαν με ονόματα. Αν ήξερα πού είναι ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε». Και ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν κάνει όλα εκείνα που βίωσαν οι Τουρκοκύπριοι. Δηλαδή ήταν προγραμματισμένο εκ μέρους τους, να σκοτώσουν και να βιάσουν, όπως είχαν υποστεί και οι ίδιοι. Χωριανοί μου δεν ήταν μέσα στο «παιχνίδι» αυτό, όπως είπε, ήταν εξωτερικοί παράγοντες, οι οποίοι είχαν κάνει αυτά τα βάσανα στους Τούρκους.
Να σας πω και μια σύμπτωση. Τον Τούρκο τον δάσκαλο τον είχαν θάψει έξω από το χωριό. Το 1974, ένα από τα αεροπλάνα χτυπήθηκε έξω από το χωριό μου. Ο αλεξιπτωτιστής έπεσε έξω από το χωριό και το αεροπλάνο πήγε προς τη Μόρφου. Εκεί, πήγαν Ελληνοκύπριοι να συλλάβουν τον αλεξιπτωτιστή και του είπαν να πετάξει το αυτόματο όπλο που κρατούσε. Ο Ελληνοκύπριος που πήγε να τον συλλάβει…. Ο Τούρκος πιλότος τράβηξε πιστόλι και τον πυροβόλησε. Αυτόν που πυροβόλησε, ήταν ο ίδιος ο οποίος σκότωσε τον Τούρκο στην ίδια περιοχή. Στην ίδια περιοχή. Καμιά φορά που λέμε «η θεία δικαιοσύνη», δεν ξέρω.
Μετά από 10 χρόνια, 1964-1974, να πέσει το αεροπλάνο, ο αλεξιπτωτιστής, ο πιλότος, να πάει ο ίδιος Ελληνοκύπριος να τον συλλάβει. Και τους είπε «μην τον σκοτώσετε, τον θέλω ζωντανό». Αυτά που σας λέω, ήταν αυτόπτης μάρτυρας χωριανός μου στρατιώτης. Κι εκεί που πήγε να τον συλλάβει ζωντανό, ο Τούρκος τράβηξε το πιστόλι και τον σκότωσε.
Χτύπησε την καμπάνα για πρώτη και τελευταία φορά
Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε 17 Ιουλίου 2018 στο χωριό μου, στην Αγία Μαρίνα, στην μικρή εκκλησία όπου για πρώτη φορά παίξαμε την καμπάνα. Αυτός εδώ είναι ο πατέρας μου, ο οποίος είχε πόθο να παίξει την καμπάνα του χωριού και ήταν η πρώτη φορά που έπαιξε και η τελευταία, γιατί μετά δεν μας άφησαν οι Τούρκοι. Δυστυχώς την επόμενη μέρα, 18 Ιουλίου, ο πατέρας μου πήγαινε στον μπακάλη και τον χτύπησε αυτοκίνητο και πέθανε ακαριαία. Αυτή είναι η τελευταία φωτογραφία την οποία κρατάμε».