Άμαχοι νεκροί, ομηρίες, καταστροφές, λεηλασίες και αεροπορικές επιδρομές. Αυτό είναι το βαρύ τίμημα των χωριών που βρέθηκαν στο θέατρο των επιχειρήσεων του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Οι περιοχές της Ηπείρου, κυρίως εκείνες της ελληνοαλβανικής μεθορίου, το Πωγώνι, η Κόνιτσα και χωριά της Θεσπρωτίας που δοκιμάστηκαν σκληρά από την πρώτη ώρα του πολέμου.
Η Έκθεση της Επιτροπής Εξακριβώσεως Ζημιών, η οποία συγκροτήθηκε με απόφαση του τότε υπουργικού Συμβουλίου, αποκαλύπτει το μέγεθος.
«Η δυστυχισμένη Ήπειρος πλήρωσε ακριβά… Είναι ανατριχιαστική η φωνή των ξηρών αριθμών» αναφέρει σε σημείωμα του το μέλος της Επιτροπής Νικόλαος Γεωργιάδης, Διευθυντής Τραπέζης.
Ο υπουργός Παιδείας Δημήτριος Μπαλάνος της Κυβέρνησης Πέτρου Βούλγαρη, με επιστολή του προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού τις 31/5/45 ,ανακοινώνει, ότι με απόφαση του υπουργικού Συμβουλίου, συστάθηκε Επιτροπή, η οποία θα μεταβεί στην Ήπειρο, προκειμένου να διαπιστώσει και να καταγράψει τις ζημιές του πολέμου, της ιταλικής και γερμανικής Κατοχής.
Μετά την ανακοίνωση, ακολούθησε διαταγή του Προέδρου της Κυβερνήσεως Πέτρου Βούλγαρη προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Πληροφοριών, για την συνδρομή αξιωματικών στου Στρατού στην Επιτροπή, καθώς και την κάλυψη των εξόδων.
Η Επιτροπή εργάστηκε στην πληγωμένη Ήπειρο, «δια την εξακρίβωσιν των γενομένων ζημιών και ωμοτήτων υπό των κατακτητών», από την 3η έως την 29η Ιουλίου του 1945 και κατέγραψε λεπτομερώς τις συνθήκες.
Στην πρώτη γραμμή του μετώπου τα χωριά της Κόνιτσας
Το Αηδονοχώρι βρίσκεται δίπλα στο αλβανικά σύνορα. Με την κήρυξη του πολέμου δέχθηκε τα πρώτα πλήγματα. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν αμέσως για να σωθούν και κατέφυγαν σε διάφορα χωριά του Ζαγορίου. Οι Ιταλοί εισβολείς, μαζί με άτακτους Αλβανούς, λεηλάτησαν το χωριό και όταν επέστρεψαν οι κάτοικοι ένα μήνα μετά, δεν βρήκαν τίποτε από τα υπάρχοντα τους. Τη χαριστική βολή στο Αηδονοχώρι έδωσαν στις 8 Ιουλίου του 1943 γερμανικά αποσπάσματα, που το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 22 άνδρες γυναίκες και παιδιά που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν.
Στο χωριό Μάζι, τα ιταλικά στρατεύματα κατά την εισβολή, έκαναν λεηλασίες σε όλα τα σπίτια, άρπαξαν όλο το ζωϊκό κεφάλαιο, 2.000 αιγοπρόβατα και μοσχάρια. Σαράντα κάτοικοι, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν απήχθησαν ως όμηροι και επέστρεψαν μετά από 2χρόνια.
Βομβαρδισμούς, καταστάσεις τρόμου, λεηλασιών και ομηρίας, βίωσαν και οι κάτοικοι των χωριών Ελεύθερο, Πηγή (Πεκλαρί), Μελισσόπετρα, Καβάσιλα, Γαναδιό, Αγία Βαρβάρα .
Στο Πύργο (Στράτσιανη), την 28η Οκτωβρίου Ιταλοί οδηγούμενοι από Αλβανούς εισέβαλαν στον οικισμό, τον οποίον λεηλατούσαν για τρεις ημέρες. Την 11η Νοεμβρίου όταν πλέον οι Ιταλοί είχαν αρχίσει να υποχωρούν και να εγκαταλείπουν τη Στράτσιανη, το χωριό βομβαρδίστηκε κατά λάθος από εχθρικά αεροπλάνα. Τη ζωή τους έχασαν από τον βομβαρδισμό 8 κάτοικοι , καταστράφηκαν 9 σπίτια, το νεόκτιστο Σχολείο, ο κοινοτικός ξενώνας, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστησαν 28 σπίτια και 2 καταστήματα.
Την 1η Νοεμβρίου 1940, περίπου 3.000 Ιταλοί μαζί με Αλβανούς και 1.500 μεταγωγικά ζώα, κατασκηνώνουν στο χωριό Πουρνιά και άρχισαν τη λεηλασία σε σπίτια και καταστήματα, ενώ απαίτησαν από τους κατοίκους ψωμί και μικρά ζώα για τη διατροφή τους.
Την 8η Νοεμβρίου οι Ιταλοί κατά την υποχώρηση, συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους του χωριού Εξοχή και τους μετέφεραν στο σχολείο της κοινότητας και άρχισαν τη λεηλασία στα σπίτια. Στο σχολείο τούς κράτησαν για 10ημέρες, καθώς πλησίαζε ο Ελληνικός Στρατός τους άφησαν, όμως απήγαγαν στην Ιταλία 42 κατοίκους. Από τους απαχθέντες ομήρους πέθαναν η Βασιλική Σταύρου και ο απόστολος Τσάμης.
H κωμόπολη της Kόνιτσας, στην οποία ζούσαν 630 οικογένειες από τις πρώτες ημέρες του Ελληνοιταλικού Πολέμου δέχτηκε βαριά πλήγματα. Ιταλοί στρατιώτες μαζί με άτακτους Αλβανούς, προχώρησαν σε διαρρήξεις και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων, ενώ επίταξαν το Εθνικό Οικοτροφείο, την Αναγνωστοπούλειο Γεωργική Σχολή και κάποιες οικίες.
Ο κόσμος έφυγε πάνω στα βουνά, για να γλιτώσει. Κατά τη 15η προς 16η Νοεμβρίου φεύγοντας οι Ιταλοί πυρπόλησαν πολλά από τα καταστήματα αγοράς, αφού άρπαξαν προηγουμένως τα εμπορεύματα και τα μετέφεραν με αυτοκίνητα στο Λεσκοβίκι και άλλες αλβανικές πόλεις όπου πουλήθηκαν. Πολύ κάτοικοι συνελήφθησαν ως όμηροι και οδηγήθηκαν στην Αλβανία, από την οποία δραπέτευσαν πολλούς μήνες αργότερα μέσα από τα βουνά.
Μετά τη λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ήρθε η περίοδος της ιταλικής Κατοχής.
«…Στην Έκθεση μεταξύ άλλων αναφέρεται : Κατά την περίοδον ταύτην χαρακτηριστικόν γνώρισμα είναι οι αφάνταστοι πιέσεις, κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, φυλακίσεις και κλοπαί υπό των Ιταλών των διαφόρων κατοίκων….»
Η Έκθεση της Επιτροπής, με αναλυτικά στοιχεία για την κάθε περιοχή, βρίσκεται στο ομώνυμο βιβλίο της Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών.