Το κομματικό σύστημα στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται από την πολιτική και εκλογική κυριαρχία του D. Trump, οποίος κατάφερε να επανα-νομιμοποιηθεί ως υποψήφιος Πρόεδρος από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αλλά και να επανεκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ. Αποτελεί μόλις τη δεύτερη περίπτωση μετά τον Grover Cleveland (1885-1889, 1893-1897) όπου ένας Πρόεδρος επανεκλέγεται ενώ έχει υποστεί εκλογική ήττα. Η συγκεκριμένη εξέλιξη καταδεικνύει πως η πολιτική και εκλογική δυναμική του D. Trump δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Αντίθετα, εκφράζει πολιτικά την κοινωνική συμμαχία που οικοδομήθηκε γύρω από το Tea Party [ευαγγελιστές χριστιανοί, βετεράνοι του πολέμου, μετανάστες τρίτης γενιάς και άνεργη λευκή εργατική τάξη] με βασικούς άξονες τον νέο-φιλελευθερισμό και τον προστατευτισμό στην οικονομία, την αντίθετση στα ατομικά δικαιώματα (αμβλώσεις) αλλά και στη μετανάστευση.
Το Κόμμα του Τράμπ
Η δεύτερη θητεία του D. Trump εμφανίζει μεγαλύτερη δυναμική σε σχέση με την πρώτη, και σε αυτή την εξέλιξη συμβάλλει ο παράγοντας πολιτικό κόμμα. Πιο συγκεκριμένα, ο D. Trump κατάφερε να μετατρέψει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα σε ένα κόμμα του D. Trump, ενώ και το ίδιο το κόμμα επαν-εφηύρε τον εαυτό του σε σχέση με τον D. Trump. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος για τις Προεδρικές εκλογές το 2024 που είναι προσαρμοσμένο στην ιδεολογία και τις προτεραιότητες του D. Trump, ενώ το 2020 δεν κατέθεσε κάποιο πρόγραμμα, κάτι πρωτοφανές στην κομματική ιστορία των ΗΠΑ. Επίσης, σε σχέση με τις Προεδρικές του 2016 ο D. Trump δεν επικράτησε μόνο στους εκλέκτορες αλλά και στη λαϊκή ψήφο μια εξέλιξη που του προσδίδει μεγαλύτερη νομιμοποίηση.
Η επιλογή του J.D Vance για τη θέση του αντιπροέδρου σηματοδοτεί τη διείσδυση του D. Trump στο «κατεστημένο» του Ρεπουμπλικανικού κόμματος καθώς ο J.D. Vance ήταν πολιτικός του αντίπαλος το 2016. Σηματοδοτεί επίσης την έμφαση του D. Trump στη λευκή άνεργη εργατική τάξη στη «ζώνη της σκουριάς» (Rust Belt) [Indiana, Illinois, Michigan, Missouri, Ohio, Pennsylvania, Wisconsin, West Virginia] μια περιοχή που παραδοσιακά υποστήριζε πολιτικά και εκλογικά το Δημοκρατικό κόμμα (Blue Wall), με μια ατομικιστική στρατηγική υπέρβασης της κρίσης και όχι μέσω πολιτικών κοινωνικού κράτους. Πολιτικά, ο D. Tump εμφανίζεται ως πολιτική συνέχεια της «νέας Δεξιάς» του R. Reagan. Το σύνθημα «Make America Great Again» (MAGA) ήταν το κεντρικό σύνθημα του Reagan στις Προεδρικές εκλογές το 1980.

Νέος Σερίφης στην Πόλη
Έτσι, η δυναμική που του παρέχει ο έλεγχος του κόμματος, η μεγάλη εκλογική νίκη και ο έλεγχος του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους δίνει τη δυνατότητα στον D. Trump να παρέμβει πολιτικά στην ΕΕ. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του J.D. Vance ότι «υπάρχει νέος σερίφης στην πόλη». Ο D. Trump προσπαθεί να ενισχύσει τις πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς στην ΕΕ που αμφισβητούν την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου, αλλά και είναι αντίθετες στα ατομικά δικαιώματα και στη μετανάστευση. Αυτή η στρατηγική ωστόσο δεν είναι άγνωστη στις ΗΠΑ. Την περίοδο 1947-1989 στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ προήγαγαν την αντίθεση μεταξύ «Δημοκρατικής Δύσης» και «Αυταρχικού Κομμουνισμού» με την προώθηση του δικομματισμού με δύο κυρίαρχα κόμματα στη Δυτική Ευρώπη (Χριστιανοδημοκρατία / Σοσιαλδημοκρατία). Από το 1990 και μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, συνέκλιναν τα κατεστημένα και των δύο κομμάτων στις ΗΠΑ. Έτσι οι ΗΠΑ προήγαγαν για την Ευρώπη ένα συγκλίνον κομματικό σύστημα με τις δυο κυρίαρχες κομματικές οικογένειες (χριστανοδημοκρατία / σοσιαλδημοκρατία) να υιοθετούν τη νέο-φιλελεύθερη συναίνεση (Washignton Consensus) και να συγκλίνουν ιδεολογικά και οργανωτικά με βάση το Δημοκρατικό Κόμμα που υπό την Προεδρία του B. Clinton πρωτοστάτησε σε αυτή την εξέλιξη. Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, με βάση τη νέα έκθεση Εθνικής Στρατηγικής και Ασφάλειας (Νοέμβριος 2025), έμφαση δίνεται στην προστασία της «αμερικανικής κουλτούρας», της «πνευματικής υγείας» και των «παραδοσιακών οικογενειών», αξίες που βασίζονται στην επιρροή των Ευαγγελιστών χριστιανών και οδηγούν στην αντι-φιλελεύθερη λογική στο κράτος και στα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ, αλλά και διαφοροποίηση σε σχέση με τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από το MAGA στο Δόγμα Μονρόε
Στην εξωτερική πολιτική, κεντρικό θέμα της πολιτικής του D. Trump είναι η σύνδεση των πολεμικών συρράξεων με τις πληθωριστικές πιέσεις στις ΗΠΑ. Με βάση το προεκλογικό πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος η αποκατάσταση της Ειρήνης αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για τη σταθερότητα των τιμών, καθώς οι πολεμικές συρράξεις θεωρήθηκαν ως βασικός λόγος για την αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ που οδηγούν στη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων. Έτσι, σε αντίθεση με τα κατεστημένα των δύο κομμάτων, ο D. Trump υποσχόταν ότι η αλλαγή των διεθνών ισορροπιών και η αποκατάσταση της Ειρήνης θα οδηγήσουν στην αύξηση του εισοδήματος της Αμερικάνικης εργατικής τάξης.
Γι’ αυτό εστίασε στον άμεσο τερματισμό του Πολέμου Ουκρανίας – Ρωσίας. Ωστόσο, η αντίληψη του D. Trump για την εξωτερική πολιτική δεν πραγματοποιείται με βάση την έννοια της ισχύος (αναγνώριση αμοιβαίων συμφερόντων) και της παραδοσιακής διπλωματίας, αλλά με βάση την κυριαρχία. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά έναν χρόνο στην Προεδρία δεν έχει καταφέρει να τερματίσει τον Πόλεμο Ρωσίας/Ουκρανίας. Ταυτόχρονα, ο πιο σημαντικός εταίρος στη διεθνή σκηνή για την ακροδεξιά στις ΗΠΑ είναι το Ισραήλ. Έτσι, ο D. Trump ουσιαστικά ενίσχυσε το Ισραήλ στη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους στη Γάζα, ενώ μετά από πολύμηνη σύγκρουση κατάφερε να συνάψει εκεχειρία και όχι Ειρήνη, ενώ οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να εμπλακούν πολεμικά στη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν.
Με βάση την έκθεση Εθνικής Στρατηγικής και Ασφάλειας στην εξωτερική πολιτική υιοθετούν ένα παρόμοιο Δόγμα Μονρόε (1823) Προτεραιότητα δίνεται στο «εθνικό συμφέρον» ώστε να επιβεβαιωθεί η κυριαρχία των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο σε μια εποχή που από το θρίαμβο και τη μονοκρατορία των ΗΠΑ (1989) χαρακτηρίζεται από ερωτηματικά για τη θέση των ΗΠΑ, λόγω της ανόδου και της δυναμικής της Κίνας (οικονομικά και γεωπολιτικά), αλλά και άλλων περιφερειακών δυνάμεων (Ρωσία, Ινδία, Bricks) που διεκδικούν περιφερειακή ηγεμονία. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ θεωρούν ως προνομιακό χώρο παρέμβασής τους καταρχάς τη Λατινική Αμερική και κατά δεύτερον την παγκόσμια σκηνή. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση στη Βενεζουέλα που κατέχει το 18,2% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου για την αλλαγή του καθεστώτος. Στόχος των ΗΠΑ υπό τον D. Trump είναι κυρίως να περιοριστεί η άνοδος της Κίνας και αυτό οδηγεί σε ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις σε διεθνές επίπεδο.

Η Οικονομία του Τράμπ
Στην οικονομική πολιτική ο D. Trump εκφράζει πολιτικά μια μερίδα του κεφαλαίου στις ΗΠΑ που χρειάζεται την υποστήριξη του έθνους – κράτους μέσω δασμών για την αποκατάσταση της κερδοφορίας του. Πρόκειται για μια ενδο-καπιταλιστική αντίθεση που προωθεί μια «μερκαντιλιστική» αντίληψη στην οικονομία, σε σχέση με την κυρίαρχη αντίληψη στην παγκόσμια οικονομία με βάση τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και για τα κράτη και για τους πολίτες με βάση τη θεωρία του D. Ricardo (1817) περί συγκριτικού πλεονεκτήματος που συμπλήρωσε τη θεωρία του A. Smith.
Στο πλαίσιο αυτό ο D. Trump προσπαθεί (λόγω του ανώτατου δικαστηρίου) να επιβάλλει υψηλούς δασμούς ως αύξηση των εσόδων για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τη μείωση των εισαγωγών, την έμφαση στις εξαγωγές, αλλά και την παροχή κινήτρων για να επιστρέψουν αμερικανικά κεφάλαια από το εξωτερικό. Η πολιτική κίνηση του D. Trump να «επιβάλλει» στις χώρες του ΝΑΤΟ και στην ΕΕ τη δέσμευση να αυξήσουν το ποσοστό των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έχει ως στόχο (εκτός από γεωπολιτική ισχύ) την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας μέσω πωλήσεων στρατιωτικού υλικού. Την ίδια στιγμή προτεραιότητα θεωρείται η δημιουργία αντιπυραυλικής ασπίδας (Golden Dome) για την οποία θα απαιτηθούν τεράστια κεφάλαια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και μια μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της αμερικανικής οικονομίας και κοινωνίας.
Παράλληλα, ο D. Trump πιέζει τη Fed να υιοθετήσει χαμηλά επιτόκια ώστε να δοθεί επενδυτική ώθηση στην οικονομία. Η αμερικανική οικονομία χαρακτηρίζεται από υψηλό δημόσιο χρέος και υψηλά εμπορικά ελλείμματα, που θεωρεί πως θα βελτιωθούν μέσω της υποτίμησης του δολαρίου και της αύξησης των εξαγωγών. Ωστόσο οι δασμοί θα οδηγήσουν σε διεθνή στασιμότητα και ύφεση στη διεθνή οικονομία και τελικά είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, καθώς και οι άλλες χώρες θα επιβάλλουν δασμούς στα αγαθά που εισάγονται από τις ΗΠΑ, ενώ την ίδια στιγμή δεν έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος με ομόλογα μελλοντικής ωρίμανσης ουσιαστικά ανεξόφλητα όπως στην περίπτωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, η πολιτική του D. Trump εναντίον της μετανάστευσης ως πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, είναι πιθανό να συμβάλλει στη επιβράδυνση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς οι μετανάστες καλύπτουν εργασιακές ανάγκες σε σημαντικούς κλάδους της αμερικανικής οικονομίας (αγροτικές εργασίες, οικοδομή, φροντίδα ηλικιωμένων). Μάλιστα, σε συνδυασμό με τις μειώσεις των φόρων για τα μεγάλα εισοδήματα, την επέκταση των φοροαπαλλαγών και τη μείωση στις δαπάνες της κοινωνικής ασφάλισης και της εκπαίδευσης είναι πιθανό να οδηγήσουν τις ΗΠΑ την «παγίδα του Μεσαίου Εισοδήματος» δηλαδή της οικονομικής στασιμότητας, σε συνδυασμό με την «επιμονή» υψηλών πληθωριστικών πιέσεων.
Τα λάθη του 2025 και η αβεβαιότητα του 2026
Οι συγκεκριμένες επιλογές θα συνεχιστούν και εν πολλοίς θα καθορίσουν την αμερικάνικη στρατηγική και για το 2026. Ωστόσο, αν και είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής και εκλογικής κυριαρχίας του D. Trump, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να αποτελέσουν μια συναινετική πρόταση εξουσίας καθώς χαρακτηρίζονται από σημαντικές αντιφάσεις οι οποίες επιβεβαιώθηκαν με τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες του Δημοκρατικού κόμματος δημιουργώντας προσδοκίες για τις ενδιάμεσες εκλογές το 2026. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Zohran Mamdani που εκλέχτηκε Δήμαρχος της Νέας Υόρκης με ένα πρόγραμμα με έμφαση στις πολιτικές κοινωνικού κράτους (έλεγχος ενοικίων, πρόσβαση σε φθηνή στέγη, αύξηση κατώτατου μισθού, ελεύθερη πρόσβαση στα ΜΜΜ, περιορισμός αστυνόμευσης) μέσω αύξησης της φορολογίας στα πιο πλούσια εισοδήματα και στα κέρδη των εταιρειών. Ο Mamdani κέρδισε τον επίσημο υποψήφιο των Δημοκρατικών Andrew Cuomo ο οποίος είχε και την υποστήριξη του D. Trump, σε συνέχεια της τάσης για από-ευθυγράμμιση των πολιτών από τα κατεστημένα των δυο κομμάτων. Η έμφαση στη μαζική πολιτική [Democratic Socialists of America (DSA)] σε συνδυασμό με ένα πρωτοφανές (για τις ΗΠΑ) κίνημα υποστήριξης των Παλαιστινίων, η δυσκολία των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία τους σε ένα ρευστό γεωπολιτικό πεδίο, η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και του πληθωρισμού μπορεί να καταστήσει τον D. Trump μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης. Η βασική πολιτική για τον D. Trump φαίνεται να είναι η έμφαση στην πολεμική βιομηχανία (επενδυτικά και γεωπολιτικά). Σε συνδυασμό με τις αντι-φιλελεύθερες επιλογές στην οικονομία, στην πολιτική και στην κοινωνία πιθανά να οδηγήσει σε αύξηση των ανταγωνισμών σε διεθνές επίπεδο και στην ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολεμικές συρράξεις, αλλά και στην σταδιακή απονομιμοποίησή του στην κοινωνία των ΗΠΑ.
*Ο Χρύσανθος Δημ. Τάσσης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, απόφοιτος του προγράμματος Study of the US Institute for Scholars on American Politics and Political Thought, University of Massachusetts, Donahue Institute και Επισκέπτης Καθηγητής στο Department of Political Science, University of Shippensburg στην Pennsylvania των ΗΠΑ











