Η ελληνική οικονομία κατά το 2025 ανέδειξε ως κύρια χαρακτηριστικά τα ίδια με αυτά των τελευταίων ετών. Δημοσιονομική πειθαρχία προσαρμοσμένη στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, περιεχομένου και στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την περιθωριοποίηση, μεταξύ άλλων, της αναπτυξιακής και κοινωνικής προοπτικής. Ως στόχο είχε κατά το 2025 την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% με τελικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2%. Η επίσημη πρόβλεψη (Κρατικός Προϋπολογισμός του 2026) θεωρεί ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2026 θα είναι 2,4% και μετά την λήξη (τέλος 2026) των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ακολουθεί πτωτική τάση (1,7% το 2027, 1,6% το 2028, 1,3% το 2029), σε βαθμό που ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ (1,25%) κατά τα επόμενα χρόνια να επαναλαμβάνει το επίπεδο αύξησης της περιόδου πριν την κρίση χρέους. Βέβαια η βασική αιτία αυτής της πτωτικής τάσης μεταβολής του ΑΕΠ κατά τα επόμενα χρόνια θα είναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πολυετή Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029, η μείωση του ρυθμού μεταβολής των επενδύσεων. Έτσι από τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 5,7% το 2025, το 2026 εκτιμάται ότι θα είναι 10,2%, το 2027 4,1%, το 2028 0,9% και το 2029 0,9%, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επενδυτικό (16% του ΑΕΠ, κατά κύριο λόγο, για εξαγορές επιχειρήσεων, για κατασκευές και κατοικίες ) και το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας μας σε σχέση με τον μέσο όρο(21% του ΑΕΠ) της Ε.Ε.-27(Κ. Καλλίτση, KReport,14/12/2025). Παράλληλα η αύξηση του πληθωρισμού κατά 2,8% το 2025 συνέβαλε στην υπερ-απόδοση των έμμεσων φόρων κατανάλωσης (42,5 δις ευρώ) αλλά η μεγαλύτερη αυτή αύξηση από αυτή του ΑΕΠ συνέβαλε στην συνέχιση της μείωσης της αγοραστικής δύναμης, κυρίως, των συνταξιούχων αφού η αύξηση των συντάξεων από 1/1/2026 θα είναι μικρότερη (2,4%), καλύπτοντας έτσι μόνο το 70% της αντίστοιχης σωρευτικής μεταβολής του ΑΕΠ και διευρύνοντας περαιτέρω τις εισοδηματικές και τις κοινωνικές ανισότητες (Διάγραμμα 1).

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, 2025
Παράλληλα η κατανάλωση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα αποτελεί το 70% του ΑΕΠ και οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα αποτελούν το 68% των εσόδων του κράτους από φόρους. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι το 1960 αποτελούσαν το 80% των φορολογικών εσόδων και από το 1990 μέχρι το 2023 αποτελούσαν το 68%, ενώ στην Ε.Ε.-27 αποτελούν το 45%. Αυτό σημαίνει ότι ιστορικά στην Ελλάδα καθόλη τη μεταπολεμική περίοδο, δηλαδή επί 75 έτη, δεσπόζει, μεταξύ άλλων, η υψηλή έμμεση φορολογία και η εισοδηματική ανισότητα στο εσωτερικό της διάρθρωσης και της κατανομής της φορολογικής επιβάρυνσης σε βάρος των μεσαίων και των χαμηλών εισοδημάτων. Το δεδομένο αυτό, μεταξύ άλλων, στην χώρα μας έχει αλλοιώσει τον χαρακτήρα και τον ρόλο του φορολογικού συστήματος (δευτερογενής κατανομή των πόρων), με την έννοια ότι συμβάλλει στην ανισοκατανομή παρά στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η παρατήρηση αυτή αποδεικνύει την αύξηση των ανισοτήτων, όπως αποτυπώνεται και από την αυξητική πορεία του δείκτη Gini τα τελευταία έξι έτη, όταν αντίστοιχα στην Ευρώπη ο δείκτης Gini παρουσιάσει πτωτική πορεία κατά το αντίστοιχο χρονικά διάστημα (Διάγραμμα 2).

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Το μέσο επίπεδο των μισθών πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ για το 2024, διαμορφώθηκε στο επίπεδο των 1.342 ευρώ(μεικτά) παρουσιάζοντας αύξηση κατά 7,2%, υπερβαίνοντας την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ που ήταν 5,6%. Για το 2025, ο ΟΟΣΑ στην Έκθεση που δημοσιεύτηκε στις 2 Δεκεμβρίου (OECD Economic Outlook, Volume 2025 Issue 2) εκτιμά ότι το δεύτερο εξάμηνο το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά 8,7%, οπότε εάν λάβουμε υπόψη ότι η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ είναι 5% και η αύξηση των μισθών τελικά υπερβεί και πάλι την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και διαμορφωθεί στο 6,5% τότε το μέσο επίπεδο των μισθών για το 2025 ενδέχεται να προσεγγίσει τα 1.430 ευρώ (μεικτά).
Βέβαια η ονομαστική αύξηση των μισθών υπερβαίνοντας την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ χωρίς να συνοδεύεται από σημαντική βελτίωση του επιπέδου παραγωγικότητας αναπαράγει τον φαύλο κύκλο των πληθωριστικών πιέσεων ο οποίος εξαερώνει την όποια ονομαστική μισθολογική αύξηση και μειώνει την αγοραστική δύναμη των μισθών. Έτσι εάν το 2026 επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού για ρυθμό ανάπτυξης 2,4% και πληθωρισμό 2,1%, τότε το μέσο επίπεδο των μισθών αναμένεται να διαμορφωθεί στις αρχές του 2027 (τέλη του 2026) στο επίπεδο των 1.493 ευρώ (μεικτά). Παράλληλα το ονομαστικό ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 250 δις ευρώ το 2025 με το δημόσιο χρέος να μειώνεται σε 145,9% του ΑΕΠ, ενώ για το 2026 προβλέπεται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί σε 260 δις ευρώ και το δημόσιο χρέος θα διαμορφωθεί σε 138,2%, αφού για το 2026 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,8% του ΑΕΠ για την αποπληρωμή 13 δις ευρώ των μνημονιακών δανείων.
Όσον αφορά τον πληθυσμό την 1/1/2025 ο πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμήθηκε σε 10.409.547 άτομα παρουσιάζοντας αύξηση στο χρονικό διάστημα 2004-2025 μόνο το 2012 (11.123.392 άτομα) (Διάγραμμα 3).

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Το παράδοξο είναι ότι ο πληθυσμός παρουσίασε αύξηση ενώ το φυσικό ισοζύγιο (διαφορά γεννήσεων και θανάτων) παρουσίασε ιστορικό αρνητικό επίπεδο, όπως και οι γεννήσεις παρουσίασαν ιστορικό χαμηλό επίπεδο, δεδομένου ότι το 2024 ήταν μόλις 68.467 γεννήσεις, ενώ οι θάνατοι ήταν 126.129 άτομα. Έτσι το φυσικό πληθυσμιακό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 57.662 άτομα. Όμως, παρόλα αυτά ο πληθυσμός παρουσίασε αύξηση κατά 8.827 άτομα και αυτό λόγω των θετικών μεταναστευτικών ροών αφού οι εισερχόμενοι μετανάστες ξεπέρασαν τους εξερχόμενους κατά 66.489 άτομα, υπερκαλύπτοντας έτσι το ιστορικό αρνητικό επίπεδο του ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων. Για το 2025 εκτιμούμε ότι οι γεννήσεις θα συνεχίσουν την πτωτική πορεία φτάνοντας τις 67.000 γεννήσεις, ενώ οι θάνατοι από τα στοιχεία που πρώτου εξαμήνου του 2025 φαίνεται ότι θα παρουσιάσουν μια μικρή αύξηση φτάνοντας τις 127.500 θανάτους, διαμορφώνοντας ένα αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων της τάξης των 60.000 ατόμων. Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές η τάση θα συνεχιστεί και το 2026 το αρνητικό ισοζύγιο θα είναι γύρω στα 60.000 άτομα. Τούτων δοθέντων για να παραμείνει ο πληθυσμός σταθερός θα πρέπει τα δύο τελευταία χρόνια να παρουσιάζεται θετικό ισοζύγιο μεταναστευτικών ροών της τάξης των 60.000 ατόμων. Το ανησυχητικό φαινόμενο συνίσταται στο γεγονός ότι οι γεννήσεις παρουσίασαν πραγματική κατάρρευση την τριετία 2021-2024, δεδομένου ότι μειώθηκαν κατά 20%, από 85.346 γεννήσεις το 2022 σε 68.467 γεννήσεις το 2024, όταν την ίδια μείωση (20%) παρουσίασαν την περίοδο 2011-2021 (Διάγραμμα 4)

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Η ανεργία το 2025 μειώθηκε σε 9,1% (σε ετήσια βάση) από 10,1% το 2024 και προβλέπεται ότι θα μειωθεί περαιτέρω το 2026 σε 8,6%. Παρά την πτωτική αυτή τάση παρατηρούμε ότι η ανεργία στην Ελλάδα παραμένει κατά 38% υψηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Διάγραμμα 5). Οπότε ακόμα κι΄ αυτή η μείωση της ανεργίας στο 8,6% θα διατηρεί την ανεργία στην Ελλάδα σημαντικά υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε.-27, παρά την εκτίμηση αύξησης στην χώρα μας του ΑΕΠ το 2026. Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, το ελλειμματικό (ποσοτικά και ποιοτικά) επενδυτικό και παραγωγικό υπόδειγμα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, των υπηρεσιών και των οικοδομικών κατασκευών στην Ελλάδα, δεδομένου ότι ακόμα και κατά τα δύο τελευταία έτη που ο ρυθμός ανάπτυξης παρουσιάζεται υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η ανεργία παραμένει σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πηγή: Eurostat Database, 2025
Τούτων δοθέντων, ενώ το 2026 η παγκόσμια οικονομία επιταχύνει τα βήματα της και η ευρωπαϊκή οικονομία βαθίζει ασθμαίνουσα, η ελληνική οικονομία, όπως τα προηγούμενα χρόνια έτσι και το 2026 αλλά και τα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα κατά την επόμενη δεκαετία, θα ανατροφοδοτεί την αναιμική ανάπτυξη αποστερώντας την από τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσει, χωρίς αύξηση του χρέους ή λιτότητα, μεταξύ άλλων, την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, την βελτίωση των πάσης φύσεως υποδομών, του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού και τις αυξημένες δανειακές της υποχρεώσεις.











