Τίτλοι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια συνδέονταν σχεδόν αποκλειστικά με την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης εμφανίζονται πλέον στον διεθνή Τύπο για τη Γερμανία. Ύφεση, πτωχεύσεις, αύξηση της ανεργίας και αποβιομηχάνιση συνυπάρχουν με μια κλιμακούμενη στρατιωτική ρητορική, σηματοδοτώντας μια βαθιά μεταβολή στο οικονομικό και πολιτικό τοπίο της ισχυρότερης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η οικονομία σε τροχιά ύφεσης
Η Γερμανία, επί δεκαετίες πυλώνας σταθερότητας και ανάπτυξης για την ευρωπαϊκή οικονομία, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας. Η βιομηχανική παραγωγή καταγράφει ραγδαία μείωση, η ανάπτυξη παραμένει παγωμένη και οι πτωχεύσεις μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ξεπερνούν τις 57.000. Παράλληλα, οι προβλέψεις για το 2025 κάνουν λόγο για σχεδόν 200.000 ανέργους, αποτυπώνοντας μια εικόνα οικονομίας σε ύφεση.
Οι αναταράξεις που προκάλεσαν η πανδημία και, κυρίως, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τις συνέπειές της στο ενεργειακό κόστος και στην εφοδιαστική αλυσίδα, βρήκαν το Βερολίνο απροετοίμαστο. Η χώρα που επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. βρέθηκε αυτή τη φορά εκτεθειμένη, αδυνατώντας να απορροφήσει τους κραδασμούς.
Από το κέντρο ισχύος στο επίκεντρο της κρίσης
Τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία δεν θυμίζει το οικονομικό «μεγαθήριο» της προηγούμενης δεκαετίας. Αντί να λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας για την Ευρώπη, έχει μετατραπεί σε έναν από τους βασικούς φορείς της ευρωπαϊκής αβεβαιότητας, με τις εσωτερικές της αδυναμίες να επηρεάζουν ολόκληρη την Ένωση.
Η απώλεια φθηνής ρωσικής ενέργειας, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης και η πίεση στη βαριά βιομηχανία έχουν πλήξει τον πυρήνα του γερμανικού οικονομικού μοντέλου, το οποίο βασιζόταν στις εξαγωγές και στη βιομηχανική υπεροχή.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια και η άνοδος της ακροδεξιάς
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει εντυπωσιακή άνοδο. Σε ορισμένες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ακόμη και ως πρώτο κόμμα, γεγονός που προκαλεί έντονο προβληματισμό στο πολιτικό σύστημα.
Πέρα από τους αριθμούς, ανησυχία προκαλεί η αλλαγή του κοινωνικού κλίματος. Η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η ανοχή ή και νομιμοποίηση της βίας κατά μεταναστών, καθώς και η διάχυτη δυσπιστία προς τους δημοκρατικούς θεσμούς φαίνεται να κερδίζουν έδαφος. Οι αντιμεταναστευτικές κινητοποιήσεις, στις οποίες εμφανίζονται ανοιχτά ναζιστικά σύμβολα, αποτελούν εικόνες που για δεκαετίες θεωρούνταν αδιανόητες στη μεταπολεμική Γερμανία.
Στρατιωτική στροφή και κλίμα φόβου
Απέναντι στην οικονομική και κοινωνική κρίση, η γερμανική πολιτική ηγεσία επιλέγει μια στρατηγική έντονης στρατιωτικής κινητοποίησης. Δηλώσεις περί «τελευταίου ειρηνικού καλοκαιριού» και ανάγκης για θυσίες, σε συνδυασμό με τον σχεδιασμό διπλασιασμού των αμυντικών δαπανών έως το 2030 και τη συζήτηση για επαναφορά της στρατιωτικής θητείας, διαμορφώνουν ένα κλίμα διαρκούς απειλής.
Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη —με πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας— συζητείται ανοιχτά το ενδεχόμενο άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία, υπό το πρόσχημα της άμυνας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγείται σταδιακά σε μια λογική πολεμικής οικονομίας, κατόπιν πιέσεων από το Βερολίνο και το Παρίσι.
Ιστορικές μνήμες και εύλογα ερωτήματα
Η ένταση της πολεμικής ρητορικής και η κανονικοποίηση της ιδέας της σύγκρουσης ξυπνούν αναπόφευκτα ιστορικές μνήμες. Δεν πρόκειται για επιστροφή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά για τη Γερμανία και την Ευρώπη του 2025, που φαίνεται να παλεύουν με σκιές του παρελθόντος.
Το ερώτημα που τίθεται ολοένα και πιο έντονα είναι τι έχει διδαχθεί η γερμανική ηγεσία από τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα, στους οποίους η χώρα διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο. Πολέμους που αιματοκύλισαν την Ευρώπη και άφησαν βαθιά τραύματα στη συλλογική μνήμη της ηπείρου.
Διαβάστε επίσης:
Axios: Συνάντηση Τραμπ και Ζελένσκι την Κυριακή στις ΗΠΑ
Οι οικονομικές προκλήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου
Σαν σήμερα έφυγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης – Το τελευταίο του κείμενο (βίντεο)











