Στην καταληκτική σκηνή μιας από τις ωραιότερες αντιπολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, τη «Μεγάλη Ψευδαίσθηση» του Ζαν Ρενουάρ (1937), που διαδραματίζεται στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η φύση που «δε σκοτίζεται για σύνορα» και οι χιονισμένες ελβετικές Άλπεις σώζουν με τη λευκή τους ουδετερότητα τους πληβείους Γάλλους αιχμαλώτους, δραπέτες των γερμανικών φυλακών, από τα πυρά του εχθρού, λειτουργώντας παράλληλα ως ανησυχητική υπόμνηση της μεγάλης ψευδαίσθησης ότι αυτός ο πόλεμος θα ήταν ο τελευταίος, όπως είχε ευχηθεί ο κεντρικός ήρωας με το ιδίωμα του θρυλικού Ζαν Γκαμπέν.
Έναν αιώνα μετά, η Γαλλία αλλά και ολόκληρη σχεδόν η ευρωπαϊκή ήπειρος, με έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο και αρκετές περιφερειακές συρράξεις στο παθητικό τους, επανεξοπλίζονται γοργά, έχοντας ανασύρει από τα βάθη της ιστορίας έναν φαντασιακό εχθρό, τη Ρωσία. Πριν έναν μόλις μήνα, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του γαλλικού στρατού, στρατηγός Μαντόν, δήλωσε επίσημα ότι οι Γάλλοι πρέπει να δεχτούν το ενδεχόμενο να χάσουν τα παιδιά τους σε έναν επικείμενο πόλεμο, ενώ την ίδια στιγμή στην Ελλάδα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδιας μάς προετοίμαζε να συνηθίσουμε τα φέρετρα με σημαία και δη την ευρωπαϊκή.
Τι συνέβη και περάσαμε ξαφνικά, σε μόλις λίγους μήνες, από το Erasmus+ της διεθνιστικής πρωτοπορίας στην εχθροπάθεια και τη θανατοπολιτική του ReArm Europe; Πράγματι, το αίτημα για κοινή πολιτική ασφάλειας στο πλαίσιο της ΕΕ και ανεξάρτητα από την ύπαρξη άλλων αμυντικών συμμαχιών, όπως το ΝΑΤΟ, είναι σχεδόν όσο παλιό όσο και η ίδια η ευρωπαϊκή ιδέα. Εντούτοις, η επαναφορά του σε αυτή τη χρονική στιγμή και με όρους «κούρσας εξοπλισμών» δεν έχει να κάνει τόσο με την πραγματικότητα, αφού η Ρωσία δεν υπήρξε ποτέ πραγματική απειλή για τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και δεν είναι ούτε και τώρα, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του Γάλλου προέδρου Μακρόν («Είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»), της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και άλλων Ευρωπαίων αξιωματούχων. Έχει να κάνει κυρίως με μονομερείς εθνικές ατζέντες και με τα οικονομικά συμφέροντα της πολεμικής βιομηχανίας ορισμένων κρατών μελών (Γερμανία, Γαλλία κ.ά.), που χρηματοδοτεί και συντηρεί ένα σαθρό και διεφθαρμένο πολιτικό επιτελείο στην ηγεσία της ΕΕ, πλαισιωμένο από θεσμούς που δεν προβλέπονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες (βλ. Eurogroup) και που αποφασίζει για μείζονα ζητήματα που θίγουν τον πυρήνα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους όλο και συχνότερα ερήμην των Ευρωπαίων πολιτών.
Η συνθήκη του πολέμου ως ανάγκη
Η ΕΕ, κάτω από την μπαγκέτα της φον ντερ Λάιεν, είναι έτοιμη να θυσιάσει σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού της (800 δις ευρώ) που περικόπτεται από την κοινωνική πολιτική, την παιδεία, τον πολιτισμό, αλλά και τις πολιτικές ασύλου και μετανάστευσης, στο βωμό μιας νέας «στρατιωτικής Ένωσης» που απέχει έτη φωτός από τις ιδρυτικές της αρχές και τις κοινές της αξίες, διαστρεβλώνοντάς τις. Επιπρόσθετα, η εφαρμογή του νέου μηχανισμού SAFE (Δράση Ασφάλειας για την Ευρώπη) θα επιβαρύνει τα κράτη-μέλη με δανεισμό 150 δις ευρώ για αμυντικές δαπάνες. Το νέο αμυντικό-επιθετικό δόγμα δείχνει, εντέλει, να παραβλέπει το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Ποιες χώρες επωφελούνται από τον επανεξοπλισμό αν όχι οι στρατιωτικά και οικονομικά ισχυρές χώρες του Βορρά, οδηγώντας στο περιθώριο των πρωτοβουλιών και της δράσης τις πιο αδύναμες χώρες του Νότου που θα υποχρεωθούν να ακολουθήσουν, σε ένα σχήμα που θα προσιδιάζει σε νέου τύπου προτεκτοράτα; Αυτή η πολιτική μεταστροφή της ΕΕ θα φέρει πολύ σύντομα περισσότερη λιτότητα, φτωχοποίηση των λαών, εκμετάλλευση και εξαθλίωση των πλέον ευάλωτων που (θα) αντιμετωπίζονται μόνο ως «σάρκα για τα κανόνια», κατά τα γνωστή γαλλική ρήση.
Σε αυτή την προοπτική, η Γαλλία επανέφερε πριν λίγες μέρες την από χρόνια καταργημένη στρατιωτική θητεία, σε εθελοντική βάση αλλά με δέλεαρ μισθό και άλλες παροχές, με στόχο τον αριθμό των 50.000 στρατολογημένων έως το 2035, ενώ η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε in extremis τον ετήσιο προϋπολογισμό με δραστικές περικοπές στην κοινωνική και πολιτιστική πολιτική και το κράτος πρόνοιας. Οι αποφάσεις αυτές επισφράγισαν μια χρονιά βαθιάς πολιτικής κρίσης, με ρεκόρ προτάσεων μομφής, παραιτήσεων πρωθυπουργών και αλλαγών κυβερνητικού σχήματος και με έναν πρόεδρο Μακρόν σε εξαιρετική δυσμένεια, έχοντας εργαλειοποιήσει με κάθε ευκαιρία το Σύνταγμα και το κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα η Γαλλία κυβερνάται σήμερα από μια συμμαχία ακραίου κέντρου και ακροδεξιάς, ως προϊόν πολιτειακής εκτροπής, με την ακροδεξιά να έχει άτυπα ρυθμιστικό ρόλο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολιτικοί αναλυτές, αλλά και η σοσιαλίστρια πρώην υποψήφια πρόεδρος Σεγκολέν Ρουαγιάλ, θεωρούν πιθανή την επιδίωξη σύρραξης με τη Ρωσία έτσι ώστε να ενεργοποιήσει ο Μακρόν διατάξεις του Συντάγματος που θα του επιτρέψουν να παραμείνει καταχρηστικά στην εξουσία.
Στο σκηνικό αυτό, η Αριστερά φαίνεται να έχει χάσει το στοίχημα μιας ενωτικής και αποτελεσματικής αντιπολιτευτικής παρουσίας, με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο να έχει διεμβολιστεί από την επιμονή του Μακρόν να προσαρτήσει τους σοσιαλιστές, καθώς και με την αμφίρροπη στάση των τελευταίων αλλά και τη ρήξη με την Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Οι ανεξάρτητες υποψηφιότητες σοσιαλιστών, οικολόγων και Ανυπότακτης Γαλλίας για τις προεδρικές εκλογές του 2027 αλλά και για τις δημοτικές του Μαρτίου του 2026 αντικατοπτρίζουν τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων σε ένα ήδη ρευστό κοινωνικό πεδίο.
Ωστόσο, οι πρόσφατες κινητοποιήσεις ενεργοποίησαν αντανακλαστικά συσπείρωσης και έδειξαν ότι η εξέλιξη μπορεί να είναι διαφορετική. Το κοινωνικό αίτημα για φορολογική δικαιοσύνη, όπως αποτυπώθηκε στο σχέδιο νόμου γνωστό και ως «φόρος Ζουκμάν» (από τον ομώνυμο οικονομολόγο που τον εμπνεύστηκε), που θέσπιζε φόρο 2% στα εισοδήματα άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ, παρότι απορρίφθηκε από τη Γερουσία, συσπείρωσε συνδικάτα και κόμματα της Αριστεράς και άνοιξε μια ευρύτερη συζήτηση για τη φορολόγηση των υπερπλούσιων που θα μας απασχολήσει ευρύτερα το επόμενο διάστημα.
Στην ίδια λογική και με φόντο την κυβερνητική πρόβα πολέμου, η πρόσφατη απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για την εθνικοποίηση της ArcelorMittal, της δεύτερης σημαντικότερης επιχείρησης στον κλάδο της σιδηρουργίας, ώστε να σωθούν 15.000 θέσεις εργασίας, εφόσον εγκριθεί από τη Γερουσία, θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή υποδείγματος στη γαλλική στρατηγική, με ισχυρό κοινωνικό και διεθνή αντίκτυπο, προκαλώντας αντίστοιχες συζητήσεις και κινήσεις και σε άλλες χώρες.
Τέλος, η ομόφωνη απόρριψη από την Εθνοσυνέλευση της συμφωνίας ΕΕ-Mercosur αποτελεί απόφαση-σταθμό στη γαλλική πολιτική ζωή, που καθόρισε και το γαλλικό βέτο στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, οδηγώντας στην αναβολή της υπογραφής της μεγαλύτερης εμπορικής συμφωνίας στην ιστορία της, με τους εξαιρετικά αμφιλεγόμενους όρους ως προς τη διαφύλαξη της εγχώριας παραγωγής στα κράτη-μέλη, την προστασία της βιοποικιλότητας, του περιβάλλοντος και της υγείας. Η απόφαση αυτή αποτύπωσε εξάλλου ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων των αγροτών που κινητοποιούνται αυτές τις μέρες με πρωτοφανή μαζικότητα και δυναμισμό στη Γαλλία και αλλού.
Όπως στην ταινία του Ρενουάρ η αλληλεγγύη των ανθρώπων του λαού τούς σώζει από το θάνατο, έτσι και σήμερα η αλληλεγγύη των λαών της Ευρώπης, που δε θέλουν πόλεμο αλλά αγωνίζονται για τα κεκτημένα τους, μπορεί – ίσως – να διασφαλίσει για τη νέα γενιά ένα μέλλον διαφορετικό από τα χιλιάδες φέρετρα ντυμένα την ευρωπαϊκή αστερόεσσα. Όχι με ευχολόγια αλλά με συντονισμένη δράση σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο και με συνεκτικό πολιτικό σχέδιο στη βάση των αρχών της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και των πανανθρώπινων αξιών.











