Η μαζική αποδοχή του «Καποδίστρια» δεν είναι απλώς μια επιτυχία στο box office. Είναι μια κραυγή. Όχι υπέρ της Ιστορίας, αλλά υπέρ της ανάγκης να πιστέψουμε ξανά ότι κάποτε υπήρξε –ή μπορεί να υπάρξει– ένας δίκαιος, ανιδιοτελής και αμόλυντος ηγέτης. Σε μια εποχή όπου η αίσθηση δικαιοσύνης καταρρέει και η πολιτική εμπιστοσύνη εξαντλείται, η ταινία λειτουργεί ως καταφύγιο, ως μύθος που υπεραναπληρώνει όσα λείπουν από το παρόν.
Η κοινωνία της διάψευσης και η ανάγκη για απλές απαντήσεις
Ο σημερινός θεατής ζει σε ένα περιβάλλον μόνιμης διάψευσης. Οι θεσμοί μοιάζουν ανήμποροι να αποδώσουν δικαιοσύνη, η πολιτική γλώσσα έχει χάσει το νόημά της και οι έννοιες της ευθύνης και της ηθικής έχουν διαβρωθεί. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η πολυπλοκότητα κουράζει. Οι αντιφάσεις προκαλούν άγχος. Αυτό που ζητείται δεν είναι κατανόηση, αλλά βεβαιότητα.
Ο «Καποδίστριας» προσφέρει ακριβώς αυτό: έναν κόσμο τακτοποιημένο, όπου όλα εξηγούνται εύκολα, όπου το κακό έχει πρόσωπο και το καλό ενσαρκώνεται από έναν άνθρωπο σχεδόν υπεράνω της ανθρώπινης φύσης. Η Ιστορία μετατρέπεται σε παραμύθι ηθικής τάξης, ανακουφίζοντας τον θεατή από το βάρος της κριτικής σκέψης.
Η εξιδανίκευση ως άρνηση της πραγματικότητας
Η ταινία δεν επιχειρεί να διερευνήσει τον Καποδίστρια ως σύνθετη πολιτική και ψυχολογική προσωπικότητα. Τον μετατρέπει σε σύμβολο. Τον απογυμνώνει από αμφιβολίες, αντιφάσεις και σκοτεινά σημεία. Αυτό που χάνεται δεν είναι μόνο η ιστορική ακρίβεια, αλλά κάτι βαθύτερο: η δυνατότητα του θεατή να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον «ήρωα».
Όταν ο ήρωας είναι τέλειος, δεν λειτουργεί ως καθρέφτης, αλλά ως είδωλο. Και το είδωλο δεν μας καλεί να σκεφτούμε, αλλά να υποταχθούμε συναισθηματικά. Έτσι, η ταινία δεν ανοίγει διάλογο με το παρελθόν, αλλά επιβάλλει μια εξιδανικευμένη αφήγηση που ακυρώνει κάθε κριτική απόσταση.
Το έλλειμμα δικαιοσύνης και η λατρεία του αδικοχαμένου
Κεντρικό στοιχείο της απήχησης του «Καποδίστρια» είναι το αίσθημα της αδικίας. Ο ήρωας δολοφονείται πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του. Δεν φθείρεται από την εξουσία. Δεν διαπλέκεται. Δεν προδίδει. Αυτό τον καθιστά ιδανικό.
Σε κοινωνίες όπου η εμπειρία της αδικίας είναι καθημερινή, ο αδικοχαμένος ηγέτης γίνεται αντικείμενο λατρείας. Δεν κρίθηκε, άρα δεν απέτυχε. Η δολοφονία λειτουργεί ως ηθική λύτρωση. Ο Καποδίστριας δεν ανήκει πια στην πολιτική ιστορία, αλλά στη σφαίρα του μαρτυρίου. Και ο μάρτυρας είναι πάντα αθώος.
Ο «πατερούλης» και η φαντασίωση της σωτηρίας
Πίσω από τον ενθουσιασμό κρύβεται μια βαθιά πολιτική επιθυμία: η ανάγκη για έναν ισχυρό ηγέτη που θα «καθαρίσει» το σύστημα, θα συγκρουστεί με τα συμφέροντα και θα κυβερνήσει χωρίς να ρωτά. Η ταινία καλλιεργεί αυτή την αυταρχική φαντασίωση παρουσιάζοντας έναν κυβερνήτη που γνωρίζει πάντα το σωστό και δεν χρειάζεται ούτε κοινωνικές διαπραγματεύσεις ούτε δημοκρατικές τριβές.
Αυτή η αφήγηση είναι ελκυστική ακριβώς επειδή απαλλάσσει την κοινωνία από την ευθύνη της συμμετοχής. Αν υπάρχει σωτήρας, δεν χρειάζεται συλλογική δράση και διαδικασίες. Αν υπάρχει ο πατερούλης, μπορούμε να κοιμόμαστε «ήσυχοι» και να κάνουν άλλοι τη δουλειά για μας. Η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα, η εξουσία σε υπόθεση χαρισματικών προσώπων και η κοινωνία σε νήπιο που ακολουθεί απλώς εντολές. Πρόκειται για το βασίλειο της ετορονομίας. Ακόμη κι αν μοιάζει τραβηγμένο από τα μαλλιά η ταινία του Σμαραγδή είχε παιχτεί στη χώρα και συγκεκριμένα στις κομματικές αίθουσες, αυτήν τη φορά της Αριστεράς, με τον Στέφανο Κασσελάκη στο ρόλο του άφθαρτου νεοφερμένου που θα πάρει τον κουρασμένο ΣΥΡΙΖΑ και θα τον οδηγήσει στη γη της δημοσκοπικής επαγγελίας. Την ίδια εσωτερική ανάγκη εξυπηρετούσε… Τα ίδια αδιέξοδα έλυνε.
Το συναίσθημα ως υποκατάστατο σκέψης
Η ταινία απευθύνεται πρωτίστως στο συναίσθημα. Στην εθνική συγκίνηση, στη θρησκευτικότητα, στον διδακτισμό. Δεν προκαλεί ερωτήματα· προσφέρει απαντήσεις. Και όσο πιο απλοϊκές είναι οι απαντήσεις, τόσο πιο εύκολα καταναλώνονται.
Το κοινό δεν χειροκροτεί την κινηματογραφική γλώσσα, αλλά την επιβεβαίωση μιας «ταυτότητας» που νιώθει απειλούμενη. Όπως στις σχολικές εθνικές γιορτές, το χειροκρότημα δεν αφορά την ποιότητα της παράστασης, αλλά την ασφάλεια που προσφέρει η επανάληψη ενός γνωστού και αναγνωρίσημου μύθου.
Μύθος αντί αναστοχασμού
Η Ιστορία, όταν παρουσιάζεται χωρίς αντιφάσεις, παύει να είναι εργαλείο κατανόησης του παρόντος. Γίνεται ιδεολογικό καταφύγιο. Ο «Καποδίστριας» δεν μας βοηθά να σκεφτούμε τη σημερινή πολιτική κρίση· λειτουργεί ως εθνικιστικό αναισθητικό ώστε να την ξεχάσουμε.
Αντί να αναρωτηθούμε γιατί οι θεσμοί αποτυγχάνουν, γιατί η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται, γιατί η συλλογικότητα διαλύεται, προτιμάμε να πιστέψουμε ότι «φταίει που δεν έχουμε έναν Καποδίστρια». Πρόκειται για μια επικίνδυνη μετάθεση ευθύνης από την κοινωνία σε κάποιο αυταρχικό πρόσωπο.
Η επιτυχία της ταινίας αποκαλύπτει μια κοινωνία κουρασμένη από τη αβεβαιότητα, εθισμένη σε απλοϊκές αφηγήσεις και πρόθυμη να ανταλλάξει την κριτική σκέψη με συναισθηματική ανακούφιση. Ο Καποδίστριας του Σμαραγδή δεν είναι ιστορικό πρόσωπο. Είναι ένα σύγχρονο εθνικιστικό φάρμακο για την απογοήτευση.
Διαβάστε επίσης:
«Καποδίστριας»: Εντυπωσιακή πορεία στα ταμεία και σφοδρή αντιπαράθεση στα social media
«Ψύχραιμος» ο Καιρίδης χαρακτήρισε «τραμπούκους» τους αγρότες (βίντεο)
ΝΔ vs ΝΔ – Ελεγχόμενος για επιδοτήσεις αγρότης: «Μας πολεμάνε από το ίδιο μας το κόμμα» (βίντεο)











