Η σκλήρυνση κατά πλάκας μπορεί να μην είναι τελικά μία και μοναδική νόσος, αλλά ένα σύνολο διαφορετικών βιολογικών διαδρομών. Μια νέα διεθνής έρευνα δείχνει ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να φωτίσει αυτές τις διαφορές, προσφέροντας στους γιατρούς εργαλεία για πιο ακριβή και εξατομικευμένη φροντίδα.
Η πρόκληση των σημερινών θεραπειών
Παρότι εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με σκλήρυνση πλάκας, οι διαθέσιμες θεραπείες επιλέγονται κυρίως με βάση τα εμφανή συμπτώματα. Αυτό συχνά οδηγεί σε θεραπείες που δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες κάθε ασθενούς, καθώς αγνοούν τη βαθύτερη βιολογική εικόνα της νόσου.
Δύο διαφορετικά βιολογικά μονοπάτια
Ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα AI, σε συνδυασμό με εξετάσεις αίματος και μαγνητικές τομογραφίες, και εντόπισαν δύο ξεχωριστούς βιολογικούς υποτύπους. Τα ευρήματα χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς ως κομβικά για το μέλλον της αντιμετώπισης της νόσου.
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα 600 ασθενών και πραγματοποιήθηκε από το University College London και την Queen Square Analytics. Στο επίκεντρο βρέθηκε η πρωτεΐνη sNfL, δείκτης νευρωνικής βλάβης που αποτυπώνει τη δραστηριότητα της νόσου στον οργανισμό.
Πώς «διάβασε» τα δεδομένα η μηχανική μάθηση
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Guardian, τα δεδομένα αναλύθηκαν με το μοντέλο μηχανικής μάθησης SuStaIn. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Brain, ανέδειξαν δύο σαφείς υποτύπους: τον πρώιμο sNfL και τον όψιμο sNfL.
Στον πρώτο, οι ασθενείς παρουσιάζουν νωρίς αυξημένα επίπεδα της πρωτεΐνης, με ταχεία ανάπτυξη εγκεφαλικών βλαβών και πιο επιθετική πορεία της νόσου. Στον δεύτερο, προηγείται η συρρίκνωση συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών και η αύξηση του sNfL έρχεται σε μεταγενέστερο στάδιο.
Από τα συμπτώματα στη βιολογική εικόνα
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δρ Άρμαν Εσαγκί, επισημαίνει: «Η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν είναι μία ενιαία νόσος και οι σημερινοί υποτύποι δεν αποτυπώνουν τις βαθύτερες αλλοιώσεις των ιστών – κάτι που είναι κρίσιμο για τη θεραπεία. Συνδυάζοντας την τεχνητή νοημοσύνη με έναν εύκολα προσβάσιμο βιοδείκτη αίματος και τη μαγνητική τομογραφία, καταφέραμε για πρώτη φορά να αναδείξουμε δύο καθαρά βιολογικά πρότυπα της νόσου. Αυτό βοηθά τους κλινικούς γιατρούς να καταλάβουν πού βρίσκεται κάθε ασθενής στη διαδρομή της νόσου και ποιοι χρειάζονται στενότερη παρακολούθηση ή πιο έγκαιρη, στοχευμένη θεραπεία».
Στο μέλλον, οι ασθενείς του πρώιμου τύπου θα μπορούν να λαμβάνουν πιο ισχυρές θεραπείες από νωρίς, ενώ όσοι ανήκουν στον όψιμο τύπο ενδέχεται να ωφεληθούν από διαφορετικές, νευροπροστατευτικές προσεγγίσεις.
«Η καινοτομία είναι διπλή. Από τη μία, μετασχηματίζουμε τις κλινικές και νευρολογικές εξετάσεις, που παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες εδώ και αιώνες, με τη βοήθεια αλγορίθμων. Από την άλλη, περνάμε σε θεραπείες προσαρμοσμένες στο βιολογικό προφίλ της νόσου», σημειώνει ο Εσαγκί.
Γιατί η ανακάλυψη θεωρείται κομβική
Η Κέιτλιν Άστμπερι από τη MS Society χαρακτηρίζει τα ευρήματα «ιδιαίτερα ενθαρρυντικά», τονίζοντας ότι η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα από διαφορετικές μορφές της νόσου. Όπως εξηγεί, οι υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις συχνά δεν αντικατοπτρίζουν τι πραγματικά συμβαίνει στον οργανισμό, δυσκολεύοντας τη θεραπευτική προσέγγιση.
Παρότι σήμερα υπάρχουν περίπου 20 διαθέσιμες θεραπείες για την υποτροπιάζουσα μορφή, οι επιλογές παραμένουν περιορισμένες για πολλούς ασθενείς. Η νέα μελέτη ενισχύει τη μετάβαση από γενικούς όρους σε περιγραφές που βασίζονται στη βιολογία της νόσου, ανοίγοντας τον δρόμο για πιο έγκαιρη διάγνωση κινδύνου και πιο αποτελεσματικές, εξατομικευμένες παρεμβάσεις.
Διαβάστε επίσης:
Απόσυρση των Εμιράτων από την Υεμένη εν μέσω ρήγματος με τη Σαουδική Αραβία
Πρωτοχρονιά μπροστά στην οθόνη: Τα κανάλια στήνουν το δικό τους τηλεοπτικό ρεβεγιόν











