Σε δεδομένα για τη μεταποίηση, τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και το κόστος ζωής έδωσε έμφαση ο Βουλευτής Κοζάνης και Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Πάρις Κουκουλόπουλος, κατά τη σημερινή συνεδρίαση της «Επιτροπής απολογισμού και γενικού ισολογισμού του Κράτους & ελέγχου της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Κράτους», αντικείμενο της οποίας υπήρξε η ενημέρωση του Κοινοβουλίου από το Συντονιστή του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, κ. Τσουκαλά, επί της τριμηνιαίας Έκθεσής του.
Ειδικότερα, με την Έκθεση να εστιάζει στην ανάγκη στήριξης της μεταποίησης, ο Βουλευτής σημείωσε πως «υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τις δυνατότητες της μεταποίησης που αξίζει να στηριχθεί δυναμικά, γιατί αφενός δίνει αισθητά καλύτερες αμοιβές και αφετέρου στηρίζει τις εξαγωγές μας. Από την πλευρά μας, επισημαίνουμε τα τρία προβλήματα που εντοπίζει η Έκθεση και τα οποία πρέπει να απαντηθούν. Είναι το ενεργειακό κόστος, η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με εξειδικευμένες δεξιότητες και οι διεθνείς αβεβαιότητες. Για τα δύο πρώτα, που είναι στο χέρι μας, η Κυβέρνηση οφείλει άμεσα να θέσει σε εφαρμογή σοβαρές πολιτικές πρωτοβουλίες, αποδεχόμενη τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής».
Περαιτέρω, όσον αφορά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι «στην Έκθεση αναφέρεται ότι ο αριθμός χαμηλότοκων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας στις μεγάλες και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν διαφέρει. Ο αριθμός δανείων είναι σχεδόν ίδιος, αλλά οι 172 ΜΜΕ που αναφέρονται είναι απειροελάχιστο ποσοστό του συνόλου, δηλαδή η σχέση αποδεικνύεται ετεροβαρής, με τεράστια απόκλιση εις βάρος της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που τελικά δυσκολεύονται να επενδύσουν στην καινοτομία, τον εκσυγχρονισμό και την έρευνα».
Εν συνεχεία, ο Π. Κουκουλόπουλος καυτηρίασε πως «η επικοινωνιακή εικόνα που παρουσιάζει η Κυβέρνηση για την οικονομία έχει τεράστια απόσταση από όσα βιώνουν οι συμπολίτες μας. Το αποτύπωσε άλλωστε η Eurostat, στον Πίνακα για τη μεταβολή του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος το 2023 σε σύγκριση με το 2010. Ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες είναι στη θετική πλευρά του άξονα, μόνη της η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική πλευρά». Συμπλήρωσε μάλιστα ότι «η Κυβέρνηση είναι υπόλογη για το κόστος ζωής, που δεν αφορά στενά την ακρίβεια στα καθημερινά είδη, αλλά ταυτόχρονα το κόστος στέγασης, το κόστος ενέργειας και καυσίμων, τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας και παιδείας, τα ολιγοπώλια που κυριαρχούν στην αγορά. Ειδικά η ραγδαία πτώση της ιδιοκατοίκησης στο 69% είναι αποκαλυπτική και αποτελεί “πικρή” δικαίωση για τον Πρόεδρό μας, Νίκο Ανδρουλάκη, που ήδη πριν τρία χρόνια έθεσε στο προσκήνιο τη στεγαστική κρίση. Η Ν.Δ. καθυστέρησε ανεπανόρθωτα και ακόμα μέχρι σήμερα αδυνατεί να δράσει αποτελεσματικά».
Στο πλαίσιο της εκτενούς τοποθέτησής του, προχώρησε σε σύνδεση της Έκθεσης με την τεκμηριωμένη κριτική που άσκησε κατά τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις τόσο επί του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού 2025 όσο και επί του νέου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025-2028.
Διακριτό ρόλο στην ανάλυσή του είχαν, επίσης, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη μετά το 2026, όταν τελειώνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, το ορόσημο του 2032 για το χρέος, το οποίο “ήρθε πιο κοντά” με την -σε ένα βαθμό- ενσωμάτωση του αναβαλλόμενου φόρου στο χρέος, καθώς και οι άδικες κυβερνητικές επιλογές στη φορολογική πολιτική υπέρ του μεγάλου πλούτου και εις βάρος των ευάλωτων και των μεσαίων εισοδημάτων.
Τέλος, ο Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών εισηγήθηκε προς το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, δεδομένου ότι ήδη εγκύπτει σε διαρθρωτικές παραμέτρους της ελληνικής οικονομίας, να εστιάσει και στο ζήτημα του χρέους, με ειδική μνεία στη διαφορά ανάμεσα στο χρέος Κεντρικής Διοίκησης και Γενικής Κυβέρνησης.