Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Πατρινός Κώστας Μπακογιάννης, 97 χρόνων σήμερα, περιγράφει πώς βίωσε σε ηλικία 13 χρόνων την πρώτη ημέρα του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και τον ταυτόχρονο φονικό βομβαρδισμό της Πάτρας από τα ιταλικά αεροπλάνα. Θυμάται και αφηγείται με λεπτομέρειες σχεδόν όλα όσα έγιναν στην πόλη εκείνη τη Δευτέρα.
Τις βόμβες που έπεσαν, τον κόσμο που σκοτώθηκε, την αγωνία των Πατρινών για να γλιτώσουν από τα ιταλικά αεροπλάνα βρίσκοντας καταφύγιο εκτός πόλης, αλλά και τον αγώνα επιβίωσης που έδωσε, πουλώντας εφημερίδες από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ. Μάλιστα πολλές φορές κινδύνευσε η ίδια του ζωή, αφού τις ώρες που πουλούσε τις εφημερίδες, η πόλη βομβαρδιζόταν.
«Εκείνη την Δευτέρα του Οκτωβρίου του 1940», ξεκινάει την αφήγησή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο Κώστας Μπακογιάννης, «ξημέρωσε μία ηλιόλουστη ημέρα και εγώ εργαζόμουν ήδη από το 1939, σε ηλικία 12 χρόνων, στην επιχείρηση του Αλεξάκη που βρισκόταν στην οδό Γερμανού, στην επάνω πόλη, η οποία έφτιαχνε σχολικά είδη και παράλληλα, ήταν και βιβλιοπωλείο» και συνεχίζει:
«Στις 9:25 το πρωί ήχησαν οι σειρήνες. Εγώ βρισκόμουν ήδη στην εργασία μου. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ο Αλεξάκης, είχε πάει στη γειτονική πλατεία Ομονοίας που βρίσκεται δίπλα από την οδό Γούναρη, προκειμένου να πάρει το λεωφορείο για να μεταβεί στο κέντρο της Πάτρας, ώστε να διεκπεραιώσει κάποιες εργασίες. Όμως, για καλή του τύχη δεν το πρόλαβε. Λίγη ώρα μετά, κάποιες από τις βόμβες που έριξαν τα ιταλικά αεροπλάνα, έπεσαν στην διαδρομή που θα ακολούθησε το λεωφορείο που έχασε ο Αλεξάκης, δηλαδή στην οδό Γούναρη, δίπλα από το κινηματοθέατρο ‘Πάνθεον’ .
Μάλιστα από τον συγκεκριμένο βομβαρδισμό στην οδό Γούναρη έχασαν τότε την ζωή τους πολλοί συμπολίτες μας. Την ίδια σχεδόν ώρα, έπεσαν και άλλες βόμβες στην οδό Τριών Ναυάρχων, όπου υπήρχαν τότε, αλλά υπάρχουν μέχρι και σήμερα, μία σειρά από νεραντζιές. Οι πιλότοι των ιταλικών αεροπλάνων θεώρησαν ότι οι νεραντζιές ήταν κινούμενα στρατεύματα και βομβάρδισαν την περιοχή. Από τον βομβαρδισμό έχασε την ζωή του ένα ανδρόγυνο που είχε βγει στο μπαλκόνι για να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Επίσης, έπεσαν βόμβες και στην οδό Αγίου Ανδρέου, κοντά στην Αγγλικανική εκκλησία.
Αν τα ιταλικά αεροπλάνα έριχναν εκείνη την ημέρα βόμβες και στην περιοχή της πλατείας Ομονοίας, κοντά δηλαδή στην περιοχή που εργαζόμουν, τότε θα υπήρχαν πολλά θύματα, αφού εκείνη την ώρα ήταν σε εξέλιξη λαϊκή αγορά, με πολύ κόσμο να ψωνίζει.
Λίγη ώρα μετά επέστρεψε στην επιχείρηση στην οδό Γερμανού ο Αλεξάκης και μας λέει ‘κλείστε και φεύγουμε, γιατί έχουμε πόλεμο’.
Εγώ φεύγω και πάω στο σπίτι μου, που βρισκόταν σχετικά κοντά, στην περιοχή των Ταμπαχάνων.
Φθάνοντας στο σπίτι μαθαίνω ότι δύο θείοι μου είχαν ήδη κληθεί να παρουσιαστούν στο στρατό, για να πάνε στο μέτωπο. Η οικογένειά μου θέλοντας να προφυλαχθεί από τους βομβαρδισμούς αποφάσισε να πάμε σε ένα μικρό και χαμηλό σπιτάκι που είχε ο ένας από τους θείους μου σε κτήμα, στην περιοχή της Κρήνης.
Μαζέψαμε λοιπόν όσα πράγματα μπορούσαμε και ξεκινήσαμε με τα πόδια για την Κρήνη, που ήταν σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων από το σπίτι μου.
Όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν σε περιοχές έξω από την Πάτρα, ήσαν γεμάτοι από κόσμο που αναζητούσε ένας ασφαλές καταφύγιο σε σπίτια συγγενών ή φίλων.
Το βράδυ ξεκίνησε, εν μέσω καταρρακτώδους βροχής, νέος βομβαρδισμός από τα ιταλικά αεροπλάνα και μάλιστα μία από τις βόμβες έπεσε απέναντι από την επιχείρηση του Αλεξάκη. Την ίδια ώρα ο ένας από τους θείους μου που είχε επιστρατευτεί, ήλθε στο σπιτάκι για να μας χαιρετίσει πριν φύγει για το μέτωπο.
Σε αυτό το σημείο θέλω να επισημάνω, ότι αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά από την πρώτη νύχτα του πολέμου, ήταν ότι υπήρχε τόση ησυχία, αφού η πόλη είχε σχεδόν αδειάσει από κατοίκους, που ακουγόταν στην Κρήνη ο κτύπος από το ρολόι του ιερού ναού του Παντοκράτορα, που βρίσκεται στην επάνω πόλη, κοντά στο κάστρο».
Συνεχίζοντας την περιγραφή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Κώστας Μπακογιάννης λέει ότι «στο σπιτάκι στην Κρήνη μείναμε για περίπου μία εβδομάδα, αλλά επειδή δεν είχαμε φαγητό, έφυγα εγώ πρώτος με μία από τις νόνες μου και επιστρέψαμε στην Πάτρα, ενώ λίγες ημέρες μετά επέστρεψαν και τα άλλα μέλη της οικογένειάς μου» και συμπληρώνει:
«Επιστρέψαμε λοιπόν όλοι στην Πάτρα, διότι είχε ξεκινήσει η οργάνωση των συσσιτίων στα Ψηλά Αλώνια και στο κάστρο και έτσι μπορούσαμε να έχουμε λίγο φαγητό. Πήγαινα λοιπόν εγώ στα συσσίτια, μου έβαζαν φαγητό σε μία κατσαρόλα, μου έδιναν και λίγο ψωμί και επέστρεφα στο σπίτι μας, στα Ταμπάχανα. Άλλωστε δεν μπορούσαμε εύκολα να βρούμε τρόφιμα, γιατί είχαν ήδη ξεκινήσει την δράση τους οι μαυραγορίτες».
Ο Κώστας Μπακογιάννης διηγείται στο ΑΠΕ – ΜΠΕ πώς πήρε την απόφαση να ξεκινήσει να πουλά εφημερίδες, αλλά και τον αγώνα επιβίωσης που έδωσε εν μέσω βομβαρδισμών.
«Επειδή η επιχείρηση του Αλεξάκη που εργαζόμουν είχε κλείσει, εγώ έπρεπε να βρω μία δουλειά. Έτσι λοιπόν, ξεκίνησα να πουλώ εφημερίδες από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ. Ξυπνούσα στη 1:00 τα ξημερώματα και πήγαινα στα πιεστήρια της εφημερίδας ‘Νεολόγος’ στην οδό Κανακάρη, στα πιεστήρια της εφημερίδας ‘Τηλέγραφος’, η σημερινή ‘Πελοπόννησος’, στην οδό Κορίνθου, και στα πιεστήρια του ‘Ταχυδρόμου’, στις σκάλες ‘Γιογκαράκη’. Με το που τυπώνονταν οι εφημερίδες, περίπου στις 5:30 το πρωί, έπαιρνα πρώτα τον ‘Νεολόγο’, μετά τον ‘Τηλέγραφο’ και στην συνέχεια τον ‘Ταχυδρόμο’ . Έβαζα όλες τις εφημερίδες σε μία ζώνη, την οποία είχα περάσει στον ώμου μου και ξεκινούσα να τις πουλάω από την κάτω πλευρά της Πάτρας, φθάνοντας μέχρι την επάνω πόλη, στην περιοχή των Συνόρων.
Λίγες ώρες μετά, κατά τις 10:00 το πρωί, πήγαινα στον σιδηροδρομικό σταθμό και έπαιρνα τις πρωινές αθηναϊκές εφημερίδες, που είχαν φθάσει με το τρένο και τις πωλούσα μέχρι περίπου τις 2:30 το μεσημέρι. Στις 4:00 το απόγευμα ξεκινούσα να πουλώ δύο πατρινές απογευματινές εφημερίδες, που τυπώνονταν εκείνη την ώρα, την ‘Απογευματινή’ και το ‘Φως’ Αυτές τις δύο εφημερίδες τις είχα πουλήσει μέχρι τις 6:00 το απόγευμα και στη συνέχεια, στις 6:30, έρχονταν στην Πάτρα οι απογευματινές αθηναϊκές εφημερίδες. Αμέσως μετά, ξεκινούσα να πουλώ τις αθηναϊκές εφημερίδες και κατέληγα στην περιοχή της οδού Τριών Ναυάρχων. Έπειτα επέστρεφα στο σπίτι μου, κοιμόμουν για λίγες ώρες και μετά ξεκινούσα και πάλι από τα ξημερώματα για να πουλώ εφημερίδες.
Καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας που πουλούσα εφημερίδες, κινδύνευα από τους βομβαρδισμούς, οι οποίοι ήσαν συνεχείς. Όταν λοιπόν, ηχούσαν οι σειρήνες, έψαχνα να βρω ένα από τα καταφύγια που υπήρχαν στην Πάτρα και συνήθως, ήταν υπόγεια ψηλών σπιτιών. Ταυτόχρονα, είχαμε φτιάξει στην αυλή του σπιτιού ένα πρόχειρο καταφύγιο, λίγα μόλις μέτρα κάτω από την γη, το οποίο είχαμε σκεπάσει με τσίγκους.
Ένα βράδυ, φθάνοντας στον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάρω τα βραδινά αθηναϊκά φύλλα ήχησαν οι σειρήνες, αλλά τα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν ήδη πάνω από την Πάτρα και βομβάρδιζαν. Εγώ έφυγα αμέσως από τον σταθμό και άρχισα να τρέχω, προκειμένου να βρω ένα καταφύγιο. Όμως, ήταν όλα γεμάτα και τελικά κατάφερα να μπω στο καταφύγιο της εφημερίδας ‘Νεολόγος’, στην οδό Κανακάρη».
Οι βομβαρδισμοί ήσαν πολλοί στην Πάτρα και ο Κώστας Μπακογιάννης θυμάται μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ:
«Σε έναν λοιπόν, από τους πολλούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς βυθίστηκε στο λιμάνι ένα μεγάλο καΐκι που είχε φορτώσει αλεύρι από τους γειτονικούς μύλους. Αμέσως μετά, πήγαινε κόσμος στο λιμάνι, μαζί και εγώ, παίρναμε το αλεύρι, το οποίο είχε αλλάξει χρώμα από το νερό της θάλασσας και το πηγαίναμε στα σπίτια μας για να φτιάξουμε λίγο ψωμί, αφού η πείνα είχε αρχίσει ήδη να σκοτώνει κόσμο.
Έπειτα από λίγες ημέρες γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν στο λιμάνι ένα πλοίο με σημαία του Ερυθρού Σταυρού, που μετέφερε τραυματίες από το μέτωπο.
Μόλις τελείωσε ο βομβαρδισμός, οι τραυματίες άρχισαν να μεταφέρονται στο στρατιωτικό νοσοκομείο, στην περιοχή του Προφήτη Ηλία. Όταν έμαθαν στο σπίτι μου για τον βομβαρδισμό φοβήθηκαν, διότι γνώριζαν πως βρίσκομαι στην περιοχή του λιμανιού. Αμέσως μετά, πήγαν στο κοιμητήριο της Παναγίας της Αλεξιώτισσας, που ήταν κοντά, ώστε να δουν μήπως είχα χάσει την ζωή μου».
«Όταν κατέρρευσε το μέτωπο το 1941», συνεχίζει ο Κώστας Μπακογιάννης, «εισέβαλλαν στην Πάτρα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί και εγώ σταμάτησα να πουλώ εφημερίδες και επέστρεψα στην επιχείρηση που εργαζόμουν, στου Αλεξάκη» και προσθέτει:
«Οι Ιταλοί είχαν στρατοπεδεύσει σχετικά κοντά, στην περιοχή των Συνόρων. Κάθε πρωί κατέβαινε από την περιοχή των Συνόρων μία μπάντα των Ιταλών και μέσω της οδού Γερμανού, που βρισκόταν η επιχείρηση του Αλεξάκη, κατευθυνόταν προς το κέντρο της πόλης.
Όταν λοιπόν περνούσε η μπάντα, μας ανάγκαζαν όλους να στεκόμαστε προσοχή. Μία ημέρα και ενώ σκούπιζα έξω από την επιχείρηση την στιγμή που περνούσε η μπάντα, έρχεται ένας Ιταλός και με κτύπησε πολύ δυνατά με την αρβύλα που φορούσε.
Λίγο καιρό μετά, τον Ιούλιο του 1941, αρρώστησα από υγρή πλευρίτιδα, λόγω της μεγάλης κούρασης και της ταλαιπωρίας που είχα περάσει πουλώντας εφημερίδες από τα ξημερώματα μέχρι το βράδυ. Έμεινα στο κρεβάτι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και η βοήθεια που λάμβανα για να ξεπεράσω την ασθένεια ήταν υποτυπώδης. Ευτυχώς, έζησα και θυμάμαι πως στις 4 Οκτωβρίου του 1944, την ημέρα που απελευθερώθηκε η Πάτρα, ήμουν μία κίτρινη κλωστή. Όμως, τα βάσανα της Κατοχής τα πέρασε πολύς κόσμος και όχι μόνο εγώ».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ.