Μόλις 1 στους 5 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα καλύπτεται σήμερα από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας. Πρόκειται για μια δομική αδυναμία της αγοράς εργασίας που παραμένει σχεδόν αμετάβλητη επί μία δεκαετία, με τους εργαζομένους να διαπραγματεύονται πλέον τους όρους αμοιβής και εργασίας σχεδόν αποκλειστικά σε ατομική βάση.
Η άνιση αυτή συνθήκη επιβαρύνει περαιτέρω τις προσπάθειες για πραγματική αύξηση των μισθών, καθώς χωρίς ένα σταθερό και ισχυρό πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, ο στόχος για μέσο μισθό 1.500 ευρώ έως το 2027, που έχει τεθεί ως κυβερνητικός στόχος, δεν στηρίζεται σε θεσμικά ερείσματα.
Παρά τις ανακοινώσεις περί ενίσχυσης των ΣΣΕ, τα τελευταία στοιχεία καταγράφουν χαμηλό ρυθμό πρόσκτησης νέων συμβάσεων και περιορισμένη κάλυψη. Από τις 47 συλλογικές συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ σήμερα, μόνο 7 είναι υποχρεωτικές – καλύπτοντας περίπου 500.000 εργαζομένους ή μόλις το 20% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Αναζητείται θεσμικό πλαίσιο και πολιτική βούληση
Η επιτροπή που έχει θεσμοθετήσει το υπουργείο Εργασίας για την αναμόρφωση του πλαισίου των ΣΣΕ, βρίσκεται ακόμη σε στάδιο εσωτερικής επεξεργασίας. Η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως έχει δηλώσει ότι μέχρι το τέλος του έτους θα παρουσιαστεί ο πλήρης οδικός χάρτης, ο οποίος θα προβλέπει νομοθετικές τροποποιήσεις και διαδικασία διαβούλευσης με όλους τους κοινωνικούς εταίρους. Ωστόσο, ερωτήματα παραμένουν ως προς την πραγματική πολιτική πρόθεση να αλλάξει η κατάσταση, καθώς δεν έχει διατυπωθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής ή κίνητρα προς τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, το 2024 υπεγράφησαν 18 νέες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, μαζί με 238 επιχειρησιακές. Η μεγάλη πλειοψηφία εξ αυτών δεν περιλαμβάνει μισθολογικές αυξήσεις, ενώ οι λίγες που το κάνουν, αφορούν λιγότερους από 60.000 εργαζόμενους.
Τα στοιχεία της Εργάνης αποτυπώνουν ότι οι επιχειρησιακές ΣΣΕ κάλυψαν το 2024 μόλις 168.000 μισθωτούς, ενώ το 2025 –και συγκεκριμένα το πρώτο τετράμηνο– οι νέες επιχειρησιακές συμβάσεις που υπεγράφησαν ήταν 72 και κάλυψαν μόλις 42.446 εργαζομένους. Μόλις 32 εξ αυτών προέβλεπαν κάποιου είδους μισθολογική αύξηση.
Η ΣΣΕ του μετάλλου και τα αποσπασματικά παραδείγματα
Η μοναδική ίσως φωτεινή εξαίρεση καταγράφηκε μόλις προχθές, με την υπογραφή της πρώτης συλλογικής σύμβασης μετάλλου εδώ και 13 χρόνια, μεταξύ του ΣΕΒ και της ΠΟΕΜ. Η νέα ΣΣΕ για την περίοδο 2025–2026 προβλέπει αυξήσεις 4% έως 6,7% από 1ης Ιανουαρίου 2026, επανακαθορισμό μισθολογικών κλιμακίων, έξι τριετίες για ημερομισθίους και τρεις για μισθωτούς, ειδικά επιδόματα και πρόσθετες παροχές.
Ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις δεν αρκούν για να αλλάξουν τη συνολική εικόνα. Ο κατακερματισμός του θεσμού, η απουσία πολιτικής πίεσης προς τις εργοδοτικές οργανώσεις και η χαμηλή θεσμική εμπιστοσύνη των εργαζομένων, διατηρούν την Ελλάδα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τη χαμηλότερη κάλυψη από ΣΣΕ.
Αν η κυβέρνηση επιθυμεί να επιτύχει την αύξηση του μέσου μισθού, οφείλει να ενισχύσει στην πράξη –και όχι στα χαρτιά– τον ρόλο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διαφορετικά το μόνο που θα αυξάνεται θα είναι η εισοδηματική ανασφάλεια.