Σημαντικές εξελίξεις σημειώνονται στο πεδίο της αντικαρκινικής έρευνας, καθώς επιστημονική ομάδα κατάφερε να μετατρέψει τον Aspergillus flavus – έναν μύκητα που συνδέεται ιστορικά με την περιβόητη «κατάρα των Φαραώ» – σε βάση για την ανάπτυξη μιας νέας ελπιδοφόρας θεραπείας κατά του καρκίνου.
Παλαιές ιστορίες, νέα επιστημονικά ευρήματα
Όταν ανοίχτηκε ο τάφος του Τουταγχαμών στις αρχές του 20ού αιώνα, η απώλεια αρκετών μελών της ομάδας ανασκαφής δημιούργησε εικασίες περί αρχαίας κατάρας. Αργότερα, κάποιοι ειδικοί υπέθεσαν πως αιτία θα μπορούσαν να ήταν αδρανείς μύκητες που επανενεργοποιήθηκαν. Αντίστοιχο περιστατικό καταγράφηκε τη δεκαετία του 1970, όταν δώδεκα επιστήμονες εισήλθαν στον τάφο του Καζίμιρ Δ΄ στην Πολωνία – και δέκα εξ αυτών πέθαναν λίγο καιρό μετά. Οι έρευνες έδειξαν παρουσία του Aspergillus flavus, ενός μύκητα που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές πνευμονικές λοιμώξεις, κυρίως σε άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό.
Πλέον, αυτός ο ίδιος μικροοργανισμός θεωρείται ότι κρύβει θεραπευτικές δυνατότητες.
«Οι μύκητες μάς προσέφεραν ήδη την πενικιλίνη. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι υπάρχει ακόμη πλήθος φυσικών ουσιών που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν φαρμακευτικά», αναφέρει η Σέρι Γκάο, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Χημικής και Βιομοριακής Μηχανικής, η οποία ήταν επικεφαλής της σχετικής μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Chemical Biology.
Οι ενώσεις και τα ευρήματα
Η ομάδα ερευνητών επικεντρώθηκε σε έναν τύπο πεπτιδίων γνωστά ως RiPPs – ενώσεις που συντίθενται μέσω ριβοσωμάτων και τροποποιούνται στη συνέχεια. Αν και τέτοια μόρια έχουν εντοπιστεί κυρίως σε βακτήρια, οι επιστήμονες εντόπισαν ότι και σε δώδεκα είδη του γένους Aspergillus, τα RiPPs μπορεί να υπάρχουν σε αφθονία. Ξεχώρισαν τον Aspergillus flavus ως τον πλέον κατάλληλο προς μελέτη.
Κατά την απομόνωση τεσσάρων διαφορετικών RiPPs, εντοπίστηκε μια ιδιαίτερη χημική δομή με ενσωματωμένους δακτυλίους. Τα νέα μόρια ονομάστηκαν ασπεριγκιμικίνες, εμπνευσμένα από τον μύκητα που τα παρήγαγε.
Η δράση τους απέναντι στη λευχαιμία
Σε προκαταρκτικές δοκιμές, οι ασπεριγκιμικίνες εμφάνισαν έντονη δράση ενάντια σε λευχαιμικά κύτταρα, με δύο από τις τέσσερις παραλλαγές να ξεχωρίζουν. Μια τρίτη τροποποιήθηκε προσθέτοντας ένα λιπιδικό μόριο, όπως εκείνο που περιέχεται στον βασιλικό πολτό, και παρουσίασε αποτελεσματικότητα παρόμοια με τα καθιερωμένα φάρμακα κυταραβίνη και δαουνορουβικίνη.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι ενώσεις πιθανόν παρεμβαίνουν στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν είχαν ιδιαίτερη επίδραση σε κύτταρα από καρκίνους του ήπατος, των πνευμόνων ή του μαστού, κάτι που υποδηλώνει εξειδίκευση στη δράση τους – στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών.
Η αναγνώριση αντίστοιχων γονιδιακών ομάδων και σε άλλους μύκητες υποδεικνύει ότι η αναζήτηση νέων RiPPs από μύκητες ίσως μόλις ξεκίνησε.
Το επόμενο στάδιο των ερευνών περιλαμβάνει δοκιμές των ασπεριγκιμικινών σε ζωικά μοντέλα, με απώτερο στόχο την ένταξή τους σε μελλοντικές κλινικές μελέτες σε ανθρώπους.