Σε κοινή συμφωνία με τις χώρες της G7 αναμένεται να προχωρήσουν οι ΗΠΑ, με στόχο την εξαίρεση αμερικανικών εταιρειών από συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς φορολογικού πλαισίου που θεσπίστηκε υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ. Όπως ανακοίνωσε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, η συμφωνία θα ανακοινωθεί το προσεχές διάστημα και θα διασφαλίζει τα αμερικανικά συμφέροντα, χωρίς να παραβλέπει τις ανάγκες για διεθνή φορολογική εναρμόνιση.
Η παγκόσμια συμφωνία του ΟΟΣΑ, που υπογράφηκε το 2021 από σχεδόν 140 χώρες, στόχευε στη φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών με δύο βασικούς «πυλώνες». Ο πρώτος αφορούσε τον δίκαιο επιμερισμό φορολογικών εσόδων μεταξύ των κρατών, ενώ ο δεύτερος καθιέρωνε παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% για τις πολυεθνικές. Ειδικά ο δεύτερος πυλώνας είχε προκαλέσει αντιδράσεις στην Ουάσινγκτον, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει τη συμφωνία επιζήμια για την αμερικανική οικονομία.
Σύμφωνα με τον Μπέσεντ, οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν ώστε ο δεύτερος πυλώνας του ΟΟΣΑ να μην εφαρμόζεται στις αμερικανικές εταιρείες, γεγονός που θεωρείται σημαντική διπλωματική επιτυχία της αμερικανικής πλευράς. Η νέα συμφωνία θα τεθεί σε εφαρμογή μέσα στους επόμενους μήνες, ενώ αναμένεται να λειτουργήσει ως ανάχωμα σε υπερφορολόγηση επιχειρήσεων με έδρα τις ΗΠΑ.
Παράλληλα, ο Μπέσεντ κάλεσε τα μέλη του Κογκρέσου να εξετάσουν την απόσυρση μιας αμφιλεγόμενης διάταξης από τον νομοθετικό «μεγαλοπρεπή νόμο» της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα επιβολής φορολογικών αντίποινων σε ξένες επιχειρήσεις ή επενδυτές που θεωρούνται ότι εφαρμόζουν αθέμιτους φόρους στις ΗΠΑ.
Η συγκεκριμένη ρήτρα έχει προκαλέσει προβληματισμό, καθώς ενδέχεται να αποθαρρύνει ξένες επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια περίοδο όπου η χώρα επιδιώκει την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας και την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επιδιώκει μια πιο ισορροπημένη στάση που θα προστατεύει τις αμερικανικές εταιρείες χωρίς να υπονομεύει τη διεθνή συνεργασία.