Πολιτικός, ποιητής, ήρωας της αντίστασης, ο Αλέξανδρος (Αλέκος) Παναγούλης αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του αντιδικτατορικού αγώνα. Η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968, η φρικτή του κράτηση και η ακλόνητη στάση του απέναντι στους βασανιστές του, σφράγισαν ανεξίτηλα τη νεότερη ελληνική ιστορία.
Γέννηση, σπουδές και φοιτητικό κίνημα
Ο Παναγούλης γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1939 στη Γλυφάδα, γιος του αξιωματικού του στρατού Βασιλείου Παναγούλη και της Αθηνάς Κακαβούλη. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων, και ανέπτυξε έντονη δράση στο φοιτητικό κίνημα. Το 1963 εκπροσώπησε τη σχολή του στο Α’ Παμφοιτητικό Συνέδριο, ενώ διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΟΝΕΚ και ιδρυτικό στέλεχος της ΕΔΗΝ, νεολαίας της Ένωσης Κέντρου.
Η απόπειρα κατά του Παπαδόπουλου και η φρίκη της ΕΣΑ
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Παναγούλης λιποτάκτησε από τον στρατό και ανέλαβε επικεφαλής του ΛΑΟΣ, της πιο δυναμικής ομάδας της οργάνωσης «Εθνική Αντίσταση». Στις 13 Αυγούστου 1968, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο με υπονόμευση της λεωφόρου Αθηνών – Σουνίου κοντά στο Λαγονήσι. Η επιχείρηση απέτυχε λόγω έλλειψης συντονισμού και ο ίδιος συνελήφθη, βασανίστηκε απάνθρωπα στην ΕΣΑ αλλά δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του.
«Δεν επεδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο», δήλωσε χρόνια αργότερα στην Οριάνα Φαλάτσι, που τον αποκάλεσε «μοναδικό άνδρα» που γνώρισε.
Καταδίκη σε θάνατο – Η διεθνής κινητοποίηση
Στις 17 Νοεμβρίου 1968, καταδικάστηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο Αθηνών, μαζί με έντεκα συγκατηγορούμενούς του, ανάμεσά τους οι μελλοντικοί υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, Λευτέρης Βερυβάκης και Στάθης Γιώτας. Η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε, καθώς η διεθνής κατακραυγή υπήρξε μαζική: από κυβερνήσεις και προσωπικότητες μέχρι τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ.
Η δραπέτευση, η απομόνωση, η αμνηστία
Έμεινε πέντε χρόνια έγκλειστος στις φυλακές Μπογιατίου, όπου επιχείρησε τρεις φορές να δραπετεύσει, η πρώτη εκ των οποίων στις 5 Ιουνίου 1969, με τη βοήθεια δεσμοφύλακα. Προδόθηκε και συνελήφθη, κλείστηκε στην απομόνωση και μετέτρεψε την φυλακή σε πεδίο αντίστασης, γράφοντας ποιήματα και οργανώνοντας νέες αποδράσεις.
Το καλοκαίρι του 1973, στο πλαίσιο των δήθεν φιλελευθεροποιήσεων του καθεστώτος Μαρκεζίνη, αποφυλακίστηκε με αμνηστία και αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία, φιλοξενούμενος της Φαλάτσι. Εκεί, συνέχισε να γράφει και να καταγγέλλει τη δικτατορία, αλλά και όσους συγκάλυψαν ή συνεργάστηκαν μαζί της.
Η πολιτική του διαδρομή και η σύγκρουση με το κατεστημένο
Στις εκλογές του 1974, εκλέχθηκε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις στη Β’ Αθηνών. Αρνήθηκε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, διαφωνώντας ιδεολογικά με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1976 αποχώρησε από την ΕΚΝΔ και συνέχισε ως ανεξάρτητος βουλευτής, ασκώντας δριμεία κριτική στο πολιτικό σύστημα.
Ο μυστηριώδης θάνατος και οι σκιές που έμειναν
Την 1η Μαΐου 1976, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ο Παναγούλης οδηγούσε ο ίδιος το αυτοκίνητό του, το οποίο ξέφυγε από την πορεία του και κατέληξε σε υπόγειο κατάστημα. Η επίσημη εκδοχή ήταν το ατύχημα. Πολλοί όμως μίλησαν για πολιτική δολοφονία, καθώς είχε δηλώσει ότι κατείχε απόρρητα έγγραφα που συνέδεαν πρόσωπα της μεταπολίτευσης με τη χούντα. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποδείχθηκαν ποτέ.
Η κηδεία του, στις 5 Μαΐου 1976 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο με σεντόνι κεντημένο από την ηρωική μητέρα του, με τη φράση:
«Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάσθηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και τη βρήκε».
Η ποιητική φωνή μέσα από τα κελιά
Παράλληλα με τη δράση του, ο Παναγούλης υπήρξε ποιητής. Οι συλλογές του, γραμμένες κυρίως στη φυλακή, μεταφέρουν τη δύναμη, τον πόνο και την πίστη στον άνθρωπο.
-
«Άλλοι θ’ ακολουθήσουν», βραβευμένη με το Διεθνές Βραβείο Βιαρέτζιο
-
«Μέσα από τη φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα», που τιμήθηκε με το Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντιφασιστικής Αντίστασης στην Ιταλία
Η γραφή του δεν ήταν λυρική καταφυγή, αλλά πράξη αντίστασης. Έγραφε για να κρατηθεί ζωντανός. Για να φωνάξει εκεί που δεν έφτανε η φωνή του.
Ο Αλέκος Παναγούλης δεν πρόλαβε να δει το πολιτικό όραμά του να δικαιώνεται, αλλά παραμένει σύμβολο ηθικής ακεραιότητας, πολιτικής αυτοθυσίας και πνευματικής αντίστασης. Ένας άνθρωπος που ύψωσε το σώμα του απέναντι στη βία και πλήρωσε το τίμημα, χωρίς ποτέ να το μετανιώσει.