Με μια συγκλονιστική κίνηση, η Δέσποινα Καλέα, μητέρα της Κυριακής Γρίβα, προσέφερε στον κατηγορούμενο, που καθόταν λίγα μόλις βήματα μακριά της, μια έγχρωμη φωτογραφία από τον τάφο της κόρης της, γεμάτο λουλούδια και εικόνες της αδικοχαμένης 28χρονης. Η γυναίκα, λυγίζοντας από τη συγκίνηση, στράφηκε προς τον πρώην σύντροφο και φερόμενο δράστη της δολοφονίας έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, και ξέσπασε: «Τις αναγνωρίζεις τις φωτογραφίες; Βλέπεις που είναι; Εκεί είναι τώρα, εκεί κατάφερες να την πας. Δεν έκανε ρούπι από το πλευρό σου. Ηταν η μόνη που σε αγάπησε πραγματικά αλλά εσύ δεν την αγάπησες και της το ανταπέδωσες με πέντε μαχαιριές στο αστυνομικό τμήμα!».
Ο κατηγορούμενος για αρκετή ώρα κρατούσε σφιχτά τη φωτογραφία, καρφώνοντας το βλέμμα του επάνω της. Όταν τελικά την άφησε δίπλα του στο εδώλιο, η μητέρα της Κυριακής ξέσπασε ξανά: «Μην την αφήνεις τη φωτογραφία! Είναι ιερή! Θέλω να την έχεις κάδρο εκεί που θα πας». Η οργή και η οδύνη της ξεχείλιζαν, καθώς απευθυνόταν στον άνδρα που της στέρησε την κόρη: «Εύχομαι να καείς στην κόλαση με όλη μου την ψυχή. Αμαρτία που το λέω. Να μην βρεις τόπο να σταθείς. Αυτό που ζει η Κυριακή μου δεν πρόκειται να το ζήσεις ποτέ, είναι στον παράδεισο και σε περιμένει, σε περιμένει να σε δεχτεί πάλι πίσω. Μετάνιωσε κάθαρμα και ζήτα πραγματική συγγνώμη, δεν μπορώ κυρία πρόεδρε».
Το δικαστήριο παρακολουθούσε σε βαρύ κλίμα τη μαρτυρία της γυναίκας, η οποία ανάμεσα στους λυγμούς της περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως το «τέρας» που αφαίρεσε τη ζωή της κόρης της μέσα στο αστυνομικό τμήμα. «Είμαι η μαμά της Κυριακής Γρίβα που δολοφονήθηκε στο αστυνομικό τμήμα από τον πρώην σύντροφό της, αυτό το τέρας. Έτσι συστήνομαι από την 1η Απριλίου και μένουν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Αυτός εδώ είναι στην πραγματικότητα ο κύριος που βλέπετε απέναντί σας», είπε η γυναίκα, δείχνοντας φωτογραφίες και σημειώματα που είχε φέρει στο δικαστήριο, αποδεικτικά της σχέσης τους.
Μία τελευταία φωτογραφία έδωσε η Δέσποινα Καλέα στον κατηγορούμενο, ο οποίος την πήρε μαζί του φεύγοντας από την αίθουσα, κατά τη διακοπή της διαδικασίας. «Αυτή είναι μια φωτογραφία για το που βρίσκεται σήμερα το παιδί μου. Θέλω να τη δώσω στα χέρια του δικηγόρου του ή στο Θανάση να δει που είναι… Τις αναγνωρίζεις τις φωτογραφίες; Βλέπεις που είναι; Σεβαστείτε με. Δεν είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση», είπε και γύρισε προς τους δικαστές προσθέτοντας με πόνο: «Αυτός ο τόπος είναι ο τόπος που πηγαίνω κάθε φορά που νιώθω την ανάγκη να αγκαλιάσω το παιδί μου. Εσείς όταν θέλετε, θα πάρετε τηλέφωνο να τους μιλήσετε, θα τα αγκαλιάσετε, θα τα φιλήσετε. Αλλά εγώ… δεν ξέρω τι να σας πω… Να δικαιωθεί η ψυχή του παιδιού μου. Αυτό θέλω. Τη Δευτέρα γιορτάζει και θέλω να της κάνω ένα δώρο, αυτός της στέρησε το δικαίωμα να γιορτάζει, να χαίρεται.. πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εδώ εγώ, ο μπαμπάς της, η κόρη μου η μικρή… Το βλέπεις Θανάση; Εκεί είναι τώρα η θεραπεύτριά σου που είπε ο συνήγορός σου. Εκεί είναι τώρα εκεί κατάφερες να την πας. Δεν έκανε ρούπι από το πλευρό σου. Ηταν η μόνη που σε αγάπησε πραγματικά αλλά εσύ δεν την αγάπησες και της το ανταπέδωσες με πέντε μαχαιριές στο αστυνομικό τμήμα!».
Στην κατάθεσή της, η Δέσποινα Καλέα περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως άτομο βίαιο και χειριστικό, αναφέροντας ότι κακοποιούσε συστηματικά την κόρη της, ενώ συχνά κατέφευγε στο αλκοόλ. «Κάθε φορά που την ξυλοκοπούσε, εγώ το μάθαινα και έφερνε πεσκέσια από το χωριό για να ζητήσει συγγνώμη. Και με πολλά παρακάλια…» είπε χαρακτηριστικά. Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της υπογράμμισε ότι η εμφάνισή του σήμερα στο δικαστήριο δεν αποτυπώνει την αλήθεια: «Τώρα είναι εδώ έτσι, με μακριά μανίκια να μην φαίνονται οι σβάστικες στα μπράτσα. Πάντα μετά από ένα γεγονός ερχόταν και ζητούσε συγγνώμη…».
Πρόεδρος: Πώς το μάθατε;
Μάρτυρας: Το έμαθα μέσα από την τηλεόραση και με πήρε ο πατέρας της τηλέφωνο. Την 1η Απριλίου που σταμάτησε η ζωή μου, μόλις είχα γυρίσει από το σχολείο που άφησα το παιδί και άνοιξα την τηλεόραση και ξεκίνησα τις δουλειές μου. Άκουσα ότι έχει γίνει κάποιο έγκλημα αλλά δεν είχαν πει ονόματα και δεν το συνδύασα. Με πήρε ο πρώην άντρας μου κατευθείαν και μου είπε «είδες τί έγινε;» Και μου λέει έτσι και έτσι και το μόνο που θυμάμαι είναι ένα ντουπ και ήρθε και μάζεψε ο σύζυγος μου.
Πρόεδρος: Πότε επικοινωνήσατε τελευταία φορά;
Μάρτυρας: Την προηγούμενη μέρα πήγα στο καινούργιο σπίτι της. Κάναμε σχέδια, πως θα φτιάξουμε το σπίτι, τα έπιπλα… θα έμενε μόνη της, το είχε πάρει απόφαση.
Πρόεδρος: Τη ρωτήσατε πως πήρε την απόφαση;
Μάρτυρας: Μου είπε ότι δεν μπορεί άλλο, έχω φτάσει στα όρια μου, δεν μπορώ άλλο να είμαι η καλή, θέλω να ξεφύγω. Είχε κουραστεί από τη σχέση της.
Πρόεδρος: Βλέπουμε στις φωτογραφίες ένα συμπαθητικό αγόρι…
Μάρτυρας: Αυτό το βλέπετε ως συμπαθητικό;
(Διαμαρτυρία υποστήριξης κατηγορίας για το χαρακτηρισμό)
Πρόεδρος: Έτσι θα το χαρακτήριζα εγώ. Βλέποντας μόνο από τη φωτογραφία που μας προσκομίσατε από κάποια Χριστούγεννα. Δεν βλέπεις τίποτα νοσηρό ή άρρωστο. Βλέπεις φυσιολογικούς ανθρώπους νεαρής ηλικίας να χαίρονται.. ωστόσο ερευνούμε ένα έγκλημα για το πώς αυτός ο άνθρωπος έφτασε στο σημείο να σκοτώσει το παιδί σας. Πότε καταλάβατε ότι υπάρχει ζήτημα; Τι βλέπατε;
Μάρτυρας: Αυτό που φαίνεται δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Στις φωτογραφίες βγαίνουμε με χαμόγελο είναι η ψυχή μας είναι μαύρη. Σε καμία περίπτωση δεν έδειχνε να είναι ψυχιατρικά ή ψυχολογικά διαταραγμένος. Ήμουν πάντα κοντά στα παιδιά μου. Θέλησα να είμαι όσο πιο καταδεκτική μητέρα για να είμαι κοντά τους σαν φίλη κάνοντας κάποιες υποχωρήσεις. Το πρώτο εξάμηνο της σχέσης τους περπατούσαν στο δρόμο και τους συνάντησε ένας συμμαθητής της και της μίλησε. Αυτό δεν άρεσε σε αυτό το τέρας και τη χτύπησε, της έδωσε δύο χαστούκια. Μιλήσαμε με βιντεοκληση, μου το είπε ως κάτι κολακευτικό, ότι τη ζηλεύει άρα την αγαπάει. «Είσαι αποκλειστικά δικιά μου, δεν θα σε πάρει κανένας».
Πρόεδρος: Σταδιακά πέρασε και σε άλλες πράξεις;
Μάρτυρας: Κλιμακώθηκε η κακοποίηση σταδιακά με αποτέλεσμα εκείνη να μην έχει χρήματα, να της παίρνει τις κάρτες. Δεν εργαζόταν ποτέ, πάντα η Κυριακή. Ο μόνος του σκοπός ήταν πώς θα πάρει χρήματα χωρίς να δουλέψει, από επιδόματα πχ.