Στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024-Οι άνθρωποι που δεν ξέχασαν”, το NEWS 24/7 μίλησε με ανθρώπους που βίωσαν το τραύμα της εισβολής. Η ιστορία του εγκλωβισμένου Δημήτρη Κοτσιεκκά.
Ο Δημήτρης Κοτσιεκκάς γεννήθηκε το 1993 στην Κύπρο. Όχι, όμως, στις περιοχές που όλοι έχουμε στο μυαλό μας, αλλά σε ένα χωριό, όπου ο χρόνος έμεινε «παγωμένος» στο 1974. Παρόλο που δεν έζησε την τουρκική εισβολή, αποτελεί ζωντανό παράδειγμα των συνεπειών της.
Συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Κοτσιεκκάς, νομικός, διδακτορικός φοιτητής και συγγραφέας του βιβλίου «Από πού είσαι», κατάγεται από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο και ανήκει στην κοινότητα των Ελληνοκύπριων «εγκλωβισμένων», των ανθρώπων, δηλαδή, που μετά την τουρκική εισβολή δεν έφυγαν από το σπίτια τους και παρέμειναν – και συνεχίζουν να παραμένουν – εκεί, μέχρι και σήμερα. Είναι παιδί μιας τέτοιας οικογένειας. Ήταν ένας από τους λίγους που, όχι μόνο αποφάσισαν να εγκατασταθούν στις ελεύθερες περιοχές για να σπουδάσουν, αλλά τα κατάφερε κιόλας, αφού οι περισσότεροι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στην διαφορετική πραγματικότητα της άλλης πλευράς.
Στο πλαίσιο του βίντεο-ντοκιμαντέρ “Κύπρος 1974-2024: Οι Άνθρωποι που δεν ξέχασαν” του NEWS 24/7, ο κ. Κοτσιεκκάς αναλύει την ιστορία των «εγκλωβισμένων», χωρίζοντάς την σε τρεις χρονικές περιόδους και τοποθετώντας τις σε συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, εξηγεί τον λόγο που οι άνθρωποι αυτοί παρέμειναν στα Κατεχόμενα και περιγράφει τον τρόπο ζωής τους σε αυτή την «άλλη Κύπρο». Επίσης, καταθέτει τα δικά του βιώματα και το σοκ που υπέστη όταν εγκαταστάθηκε στις ελεύθερες περιοχές το 2011, ενώ εκφράζει τα αιτήματα της συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων σήμερα.
Ο Δημήτρης Κοτσιεκκάς μιλά για τους εγκλωβισμένους στο NEWS 24/7
«Η επίσημη ιστορία των εγκλωβισμένων ουσιαστικά ξεκινά το 1974 και για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, εγώ συνηθίζω να χωρίζω τους εγκλωβισμένους σε τρεις χρονικές περιόδους, όπου υπάρχουν διακριτές διαφορές στον τρόπο ζωής, αλλά και στις παραβιάσεις που δέχονταν από το καθεστώς.
Ποιοι είναι οι εγκλωβισμένοι και γιατί ονομάζονται έτσι
Οι εγκλωβισμένοι, πριν πάμε στην ανάλυση των τριών περιόδων, είναι Έλληνες Κύπριοι, ανήκουν δηλαδή στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι οποίοι μετά το 74, μετά τη δεύτερη εισβολή τον Αύγουστο του 1974, βρέθηκαν κυριολεκτικά εγκλωβισμένοι στο τεμάχιο της Καρπασίας.
Όταν ο στρατός κατέβηκε από τον βορρά προς το νότο, διέκοψε την δίοδο διαφυγής σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Διέμεναν περίπου 20.000 Ελληνοκύπριοι σε αυτή την περιοχή. Αν σκεφτείτε τον χάρτη της Κύπρου, είναι η χερσόνησος της Καρπασίας. Φανταστείτε ότι έκλεισε τον δρόμο διαφυγής σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έμεναν εκεί και έμειναν κυριολεκτικά εγκλωβισμένοι. Από ‘κει πήραν την ονομασία «εγκλωβισμένοι».
Στη συνέχεια, οι άνθρωποι αυτοί είχαν μαζευτεί στις πλατείες των χωριών τους και αρκετοί εξ αυτών είχαν συλληφθεί και είχαν σταλεί ως αιχμάλωτοι στην Τουρκία, όπου παρέμειναν για περίοδο 3 μηνών. Μιλάμε για τους στρατεύσιμους άντρες, ηλικίας από 16 μέχρι 55 ετών. Στη συνέχεια επέστρεψαν πίσω, μετά από 3 μήνες.
Ο λόγος που αναφέρω αυτό το σημείο, και είναι σημαντικό για την συζήτηση, είναι γιατί, σε σχέση με άλλες περιπτώσεις αιχμαλώτων ανά το Παγκύπριο, που είχαν σταλεί μέσω του Ερυθρού Σταυρού στις ελεύθερες περιοχές, σ’ αυτή την κατηγορία αιχμαλώτων, είχε δοθεί το δικαίωμα επιλογής να επιστρέψουν πίσω στις οικογένειές τους, που έμεναν ακόμα στις κατεχόμενες περιοχές στην Καρπασία. Και ο λόγος που τους δόθηκε αυτή η εξαίρεση για τους ανθρώπους που συζητάμε, ήταν οι καλές σχέσεις που προϋπήρχαν, πριν το 1974, με τα γειτονικά τουρκοκυπριακά χωριά.
Να ξέρετε πως ο τουρκικός στρατός όταν ήρθε το 1974, έμπαινε με πολύ εκδικητικό χαρακτήρα στα χωριά. Κρατούσαν λίστες με ονόματα, βάσει των οποίων αποφάσιζαν ποιους θα διώξουν και ποιους θα κρατήσουν. Στην περίπτωση χωριών που κατοικούν μέχρι σήμερα οι εγκλωβισμένοι, δεν είχαν αναπτυχθεί τα ακροδεξιά στοιχεία, όπως η ΕΟΚΑ Β’ ή και η TMT, με σκοπό να υπάρχουν εθνικιστικές συμπλοκές μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι δόθηκε το δικαίωμα της επιστροφής σε αυτή την ομάδα ανθρώπων, στα σπίτια που κατοικούσαν οι οικογένειές τους.
Σ’ αυτούς που δεν δόθηκε δικαίωμα επιστροφής – ακόμα και για αυτή την κατηγορία ανθρώπων – ήταν στους κληρικούς και στους εκπαιδευτικούς. Ο σκοπός ήταν να αλλοιωθεί τελείως η καθημερινότητα των εγκλωβισμένων, να κλείσουν τα σχολεία και οι εκκλησίες.
Ο κόσμος την περίοδο που συζητάμε, βασιζόταν στις τρεις κεφαλές του χωριού που ήταν: ο μουχτάρης (ο κοινοτάρχης δηλαδή), ο παπάς και ο δάσκαλος.
Άπαξ και διώξεις αυτούς τους τρεις από την περιοχή που λειτουργεί ένα χωριό της εποχής εκείνης, παραλύει. Παράλληλα, κλείνουν τα σχολεία και οι εκκλησίες που ήταν συνδεδεμένα με την καθημερινότητα των ανθρώπων. Έτσι υποχρεώνεις τους ανθρώπους να ακολουθήσουν όλοι τον δρόμο της προσφυγιάς.
Γιατί παρέμειναν στα Κατεχόμενα
Η διαφορά που προκύπτει στα χωριά που κατοικούν οι εγκλωβισμένοι, και είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που κατοικούν μέχρι σήμερα. Είχαμε πει αρχικά για 20.000, σήμερα είναι 135. Παρόλα αυτά, μετά το 1978, αυτές ο 20.000 έπεσαν περίπου στα 1.500 άτομα. Ο λόγος που έμειναν αυτοί οι 1.500 ήταν επειδή στα χωριά που συζητάμε, το Ριζοκάρπασο και την Αγία Τριάδα Γιαλούσας, έτυχε να είχαμε δασκάλες, που δεν είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτες, και συνέχισαν να λειτουργούν τα δημοτικά. Έτσι έδωσαν την ευκαιρία στον κόσμο να παραμείνει προσωρινά.
Η λέξη “προσωρινά” είναι πολύ σημαντική για την ιστορία των εγκλωβισμένων. Καθώς συνδέουμε όλη την παραμονή και τη ζωή μας με την προσωρινότητα και την ελπίδα ότι την επόμενη μέρα, την επόμενη βδομάδα, τον επόμενο χρόνο, «θα φτιάξουν τα πράγματα».
Οι εγκλωβισμένοι χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ μας, στον οποίον δεν αναφερόμαστε σε λέξεις όπως: «επανένωση», «απελευθέρωση», «κατοχή», «καθεστώς», «ελεύθερες περιοχές». Λέμε, για παράδειγμα, για τις ελεύθερες περιοχές «εσείς από ‘κει, κι εμείς από ‘δω». Δεν λέμε «έποικος», δεν λέμε «τουρκιώτης». Όλες αυτές οι φράσεις είναι ένα μοντέλο επικοινωνίας μεταξύ μας, που μας βοηθά να περνάμε την επικοινωνία μας κάτω από το ραντάρ των κατοχικών αρχών.
Συνεπώς, έμειναν προσωρινά μέχρι «να φτιάξουν τα πράγματα», συνεχίζοντας να στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία.
Οι τρεις κατηγορίες εγκλωβισμένων και οι διαφορές τους
Η ανάλυση των τριών κατηγοριών είναι:
- Από το 1974 μέχρι το 1990
- Από το 1990 μέχρι το 2003
- Από το 2003 μέχρι και σήμερα
Η πρώτη περίοδος: 1974 – 1990
Οι διαφορές που προκύπτουν, έχουν να κάνουν, κυρίως, με τη σχέση με το καθεστώς και με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με την εκπαίδευση, την οικογένεια, την επικοινωνία, αλλά και την ελεύθερη διακίνηση των εγκλωβισμένων, τόσο στα Κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές. Προσπαθήσαμε να απομονώσουμε κάποιες αλλαγές που προέκυψαν.
Για παράδειγμα, σας είχα πει ότι λειτουργούσαν μόνο τα δημοτικά στα Κατεχόμενα. Όποιος τελείωνε το δημοτικό, είχε δύο επιλογές. Ή να μείνει προσωρινά στο σπίτι του, μέχρι τη λύση του Κυπριακού, που υπολόγιζε ο κόσμος ότι θα είναι τον επόμενο χρόνο. Ή θα έπαιρνε τη βαλίτσα και θα ερχόταν μόνος ή μόνη, σε ηλικία 12-13 ετών, και θα έμενε στα οικοτροφεία που λειτουργούσαν στη Λευκωσία, που φιλοξενούσαν διάφορες κατηγορίες παιδιών – θυμάτων του πολέμου. Μιλάμε για την περίοδο 1974 – 1990.
Φανταστείτε, τώρα, τη μεταφορά αυτών των νεαρών παιδιών από τα κατεχόμενα χωριά τους – που η κοσμοθεωρία των ανθρώπων αυτών σταματούσε στα σύνορα των χωριών τους – να έρχονταν σε μια περιοχή όπως ήταν η Λευκωσία το ’74, με τις νωπές πληγές του πολέμου, και να πρέπει να περάσουν, να μορφωθούν, να αντέξουν μόνοι τους.
Οι μόνοι τρόποι επικοινωνίας που είχαν με τους συγγενείς στα Κατεχόμενα ήταν τα γράμματα ορίου 25 λέξεων, τα οποία, όπως αντιλαμβάνεστε, περνούσαν από λογοκρισία. Έγραφα εγώ, για παράδειγμα, γράμμα στον πατέρα μου στο Ριζοκάρπασο, 25 λέξεις αυστηρά, και περνούσε μέσα από το οδόφραγμα, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, τις κατοχικές αρχές και έφτανε στο Ριζοκάρπασο. Οπότε έπρεπε να ήμουν πολύ προσεκτικός στις λέξεις που θα χρησιμοποιούσα, γιατί δεν θα προκαλούσαν μόνο σε εμένα πρόβλημα, αλλά και στους δικούς μου, οι οποίοι συνέχιζαν να μένουν στο Ριζοκάρπασο υπό κατοχή.
Έπρεπε δύο φορές τη μέρα να παρουσιάζονται στον Σταθμό και να υπογράφουν το «παρών» τους, όπως λέγαμε, να υπογράφουν δηλαδή ότι είναι παρόντες στο χωριό κι ότι δεν έχουν φύγει.
Επίσης, είχαν περιορισμούς διακίνησης τη νύχτα, το λεγόμενο «κέρφιου», όπως είχε εφαρμοστεί η καραντίνα στον κορονοϊό. Είναι το καλύτερο παράδειγμα που έχω να αφηγούμαι στους φίλους και γνωστούς, για το τι σημαίνει να σου παραβιάζουν ένα βασικό δικαίωμα, υπό την εξήγηση ότι απειλείται η σωματική σου ακεραιότητα. Είχαμε περιορισμούς διακίνησης, εγώ τα θυμάμαι. Δεν βγαίναμε μετά τις 10 το βράδυ. Έτσι η ζωή των εγκλωβισμένων στα Κατεχόμενα συνέχιζε μέχρι και τις αρχές του 1990, μ’ αυτόν τον τρόπο ζωής.
Ο δεύτερος τρόπος επικοινωνίας που είχαμε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν τα μαγνητοφωνημένα μηνύματα του ΡΙΚ. Πήγαινα, για παράδειγμα, εγώ στον σταθμό του ΡΙΚ, μαγνητοφωνούσα τον εαυτό μου να στέλνει ένα μήνυμα του τύπου «Στέλνω χαιρετισμούς στους δικούς μου στο Ριζοκάρπασο, ότι είμαι καλά» ή μπορεί να τους ενημέρωνα για κάποιο κοινωνικό γεγονός, τον γάμο, την γέννηση ενός παιδιού, ή τον θάνατο κάποιου. Οπότε ηχογραφούσαμε αυτά τα μηνύματα, τα οποία μεταδίνονταν μέσω του ΡΙΚ στο ραδιόφωνο και τα άκουγαν οι δικοί μας. Τηλέφωνα δεν είχαμε ακόμα μέχρι το 1990 στο Ριζοκάρπασο.
Η δεύτερη περίοδος: 1990 – 2003
Κατά τη δεύτερη περίοδο που συζητάμε, χωρίζοντας χρονολογικά τους εγκλωβισμένους, μπαίνει στη ζωή μας και το τηλέφωνο. Οπότε, στους τρόπους επικοινωνίας εφαρμόζεται μια πολύ ευάλωτη γραμμή σύνδεσης με το τηλέφωνο. Τηλεφωνούσαμε στους δικούς μας στα Κατεχόμενα, μέσω μιας γραμμής που μπορούσε να πέσει ανά πάσα στιγμή. Παρακολουθείτο από τις κατοχικές αρχές και κόστιζε πάρα πολύ. Γιατί η κλήση περνούσε, για παράδειγμα, από τη Λάρνακα στην Ελλάδα, από ‘κει στα Ηνωμένα Έθνη, έπειτα στην Τουρκία και μετά Κατεχόμενα. Η σύνδεση ήταν αυτή η νοητή γραμμή.
Η δεύτερη αλλαγή που προκύπτει στη ζωή μας κατά την περίοδο του 1990 – 2003, ήταν ότι επιτρεπόταν σε έναν από τους δύο γονείς, να συνοδεύει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα τα παιδιά των εγκλωβισμένων στις ελεύθερες περιοχές, για σκοπούς εκπαίδευσης. Έτσι αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρώτη επαφή με «τους δικούς μας» (τους Ελληνοκύπριους που είχαν φύγει).
Εμείς όταν ήμασταν στο Ριζοκάρπασο, αντιλαμβανόμασταν ότι ο χρόνος είχε σταματήσει το 1974. Ακόμα κι εμείς που γεννηθήκαμε σε μεταγενέστερο στάδιο, το μυαλό μας είχαμε «τους δικούς μας», που έφυγαν. Οι «δικοί μας», όμως, που έφυγαν, ήταν στις ελεύθερες περιοχές για τουλάχιστον 20 χρόνια μετά το 1974 και είχαν δημιουργήσει κάποιες εικόνες που τις συνέδεαν με την προσφυγιά, με πολύ δυσάρεστες αναμνήσεις.
Όταν ήρθαμε εμείς από το Ριζοκάρπασο να γνωρίσουμε «τους δικούς μας», και λέγαμε ότι ερχόμασταν από εκεί, η πλειοψηφία αυτών ακολουθούσε το επαγωγικό συμπέρασμα ότι «Το 1974 έφυγαν όλοι οι Ελληνοκύπριοι έφυγαν και ήρθαν πρόσφυγες στις ελεύθερες περιοχές. Σήμερα κατοικούν Τούρκοι στα Κατεχόμενα. Εσύ έρχεσαι σήμερα… Είσαι Τούρκος;». Αν επρόκειτο για ερώτηση, ήταν εύκολο να απαντήσουμε και να εξηγήσουμε το ερώτημα που πραγματεύεται και το βιβλίο «Από πού είμαστε». Αν, όμως, ήταν διαπίστωση, ότι «είστε Τούρκοι», είναι πολύ δύσκολο να το αντικρούσεις.
Είναι μια απ’ τις πτυχές, για τις οποίες προσπαθούμε μέχρι σήμερα να δημιουργήσουμε ισχυρά επιχειρήματα, με πολύ προσεκτικές λέξεις, για να εξηγήσουμε τη δική μας ιστορία, γιατί ο κόσμος δεν γνωρίζει για τους εγκλωβισμένους, ακόμα και σήμερα.
Πολλές φορές που τυγχάνει να πάω στα σχολεία για να μιλήσω για το βιβλίο και την περίπτωση των εγκλωβισμένων, βρίσκω άτομα 40-45 ετών, ακόμη και καθηγητές – εκπαιδευτικούς, που δεν γνωρίζουν για την παραμονή των εγκλωβισμένων. Ή γνωρίζουν ελάχιστα και τα τυπικά. Έτσι προσπαθούμε μετά το 1990 μέχρι και το 2003, να εξηγήσουμε την ιστορία μας.
Παράλληλα, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τον αγώνα των γυναικών της περιόδου, γιατί κατά κανόνα οι μητέρες συνόδευσαν τα παιδιά τους και ο πατέρας έμεινε για να κρατήσει το σπίτι μας. Υπάρχει ένα κείμενο στο βιβλίο, που παρουσιάζει την προσπάθεια των γονιών μας με την έκφραση «αροθυμώ το σπίτι μου», που «αροθυμώ» στα κυπριακά σημαίνει «με τρομάζει, με φοβίζει κάτι». Περιγράφει την προσπάθεια αυτών των γονιών, που ο ένας έμεινε να κρατήσει το σπίτι για τα παιδιά του που θα επιστρέψουν, υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες που περιγράφουμε, και καταλήγει όλη αυτή η προσπάθεια με την ματαιόδοξη προσέγγιση ότι δεν θα υπάρξει κάποια αλλαγή ή δεν θα έρθει η όμορφη μέρα που αναμένουν οι εγκλωβισμένοι.
Τρίτη περίοδος: 2003-Σήμερα
Η τρίτη περίοδος που συζητάμε, από το 2003 μέχρι και σήμερα, είναι η πιο επικίνδυνη, κατά τη δική μου άποψη, περίοδος για τους εγκλωβισμένους, καθώς έρχονται να ανοίξουν τα οδοφράγματα.
Η διάνοιξη των οδοφραγμάτων ωφέλησε του εγκλωβισμένους για σκοπούς διακίνησης. Πλέον μπορούμε, σε σχέση με το παρελθόν, να περνούμε τα οδοφράγματα με μεγαλύτερη ευκολία, δείχνοντας «απλώς» την ταυτότητά μας, ενώ προηγουμένως για να διέλθεις του οδοφράγματος, έπρεπε να κάνεις αίτηση ένα μήνα πριν και αν σου έδιναν άδεια, μπορούσες να περάσεις στις ελεύθερες περιοχές.
Έτσι μετά το 2003 μπορούμε να περνάμε το οδόφραγμα και να ερχόμαστε στις ελεύθερες περιοχές, να πηγαίνουμε στους γιατρούς, να πηγαίνουμε στα σχολεία, να μπορώ να κάθομαι εδώ και να μιλώ μαζί σας και να σας λέω την ιστορία των εγκλωβισμένων.
Για πολλούς αυτό είναι πρόβλημα, καθώς συνδέουν την λέξη «εγκλωβισμένος» με την στενή έννοια του όρου. «Εφόσον μπορείς να φύγεις σήμερα, πλέον δεν είσαι εγκλωβισμένος». Γεγονός που δεν ευσταθεί, καθώς οι εγκλωβισμένοι έχουμε βιώσει, εκτός από τις ιστορίες που σας έχω περιγράψει, παραβιάσεις δικαιωμάτων ακόμη και σε σχέση με τη ζωή.
Έτυχε περί το 2000-2001, ένας γείτονάς μας, που το σπίτι του ήταν σε απόσταση σε 100 μέτρων από το δικό μου… Εμείς είμασταν σε καραντίνα και ακούγαμε που τον σκοτώνανε. Αυτή η εμπειρία, για παράδειγμα, πολλές φορές με ξυπνά τη νύχτα.
Ή η διαδικασία των οδοφραγμάτων. Να ξυπνάμε από το πρωί για να πάμε στο οδόφραγμα, για να περάσουμε να έρθουμε στο σχολείο. Ή οι σωματικοί έλεγχοι. Ή η ανασφάλεια του να κινείσαι στο χωριό σου, υπό την επίβλεψη και του καθεστώτος, αλλά και της πλειοψηφίας που ήταν έποικοι. Γιατί μετά το 1976 είχαμε την κάθοδο των εποίκων σε διάφορα κύματα, που κατοικούσαν στα χωριά που προηγουμένως ήταν αμιγώς ελληνικά. Δεν είχαν έρθει Τουρκοκύπριοι στα χωριά μας.
Σε συνδυασμό με τις δυσκολίες του να μένεις στα Κατεχόμενα. Όπως για παράδειγμα, μετά το 2005, όταν επαναλειτούργησε το εξατάξιο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, επιστρέψαμε πίσω για να πηγαίνουμε στο σχολείο. Αλλά η εκπαίδευση εκεί ήταν και είναι ελλιπής. Για παράδειγμα, σήμερα που συζητάμε, τα παιδιά στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου δεν έχουν καθηγητή συγκεκριμένης ειδικότητας. Γιατί το καθεστώς δεν επέτρεψε να περάσει, για τυπικούς λόγους, όπως ισχυρίζονται.
“Οι εγκλωβισμένοι δεν έχουν το δικαίωμα της επιλογής”
Όλα αυτά, για ένα μαθητή που φοιτά σε ένα σχολείο, άπαξ και αποφοιτήσεις, δεν σημαίνει ότι κάλυψες τα μαθησιακά κενά και είσαι έτοιμος να είσαι ανταγωνιστικός, να έρθεις στις ελεύθερες περιοχές και να συναγωνιστείς με τα ίδια μέσα έναν συμφοιτητή σου στο πανεπιστήμιο.
Αυτή η αντίληψη είναι εναντίον των εγκλωβισμένων. Γιατί, όπως είπαμε προηγουμένως, συνδέεται με το γεγονός ότι πλέον μπορούν να φύγουν και να έρθουν στις ελεύθερες. Έτσι, ξεχνούν οι αρμόδιοι που πρέπει να στηρίξουν αυτή την ομάδα ανθρώπων, ότι κουβαλούν όλες αυτές τις ιστορίες και τα προσωπικά βιώματα, που χρειάζονται μια κατανόηση, για τους δοθεί η ευκαιρία να παλέψουν επί ίσοις όροις και να στηρίξουν αυτό που στις μέρες μας είναι «της μόδας», το δικαίωμα της επιλογής.
Το δικαίωμα της επιλογής, το να δηλώνεις αυτό που επιθυμείς να δηλώσεις, είναι στη νομική επιστήμη από τα πιο in fashion γεγονότα που συζητάμε. Για τους εγκλωβισμένους το δικαίωμα κάποιου να επιλέξει ότι θέλει να έρθει στις ελεύθερες περιοχές να συνεχίσει τη ζωή του, είναι κάτι άπιαστο, αν το κρίνουμε με τα δεδομένα που συζητάμε. Γιατί τους αφαιρείται εκ των πραγμάτων αυτή η δυνατότητα, καθώς δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί και να μείνουν, τελικά, στις ελεύθερες περιοχές. Κι έτσι επιστρέφουν οι πλείστοι πίσω.
“Αντιληφθήκαμε ότι ζούμε σε μια άλλη Κύπρο”
Ο εγκλωβισμένος κόσμος στο Ριζοκάρπασο, που είναι το δικό μου χωριό, όποιοι ήταν γεννημένοι και ενήλικες το 1974, έχουν συγκεκριμένη εικόνα για τα γεγονότα, αλλά και αντίληψη και τρόπο που τα κρίνουν, ο οποίος τρόπος διαφέρει από τις γενιές που ήταν ανήλικοι ή που γεννήθηκαν μετά το ’74. Συνεπώς, αναλόγως ποιον συναντούσες, ή ακόμα και στον κύκλο της δικής σου οικογένειας, η συζήτηση ήταν διαφορετική.
Προφανώς, όταν συζητούσα με τους παππούδες, μου ανέφεραν την ζωή του κόσμου που προϋπήρχε των γεγονότων του 1974, το πώς ζούσαν, τις δουλειές με τις οποίες ασχολούνταν. Οι γονείς ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί, ειδικά όταν ήμασταν στην εφηβεία, για να μην ανάψουν την σπίθα σε έναν έφηβο, που μπορεί να προκαλέσει ζημιά στον εαυτό του με την οποιαδήποτε ανώριμη αντίδραση. Οι αφηγήσεις σταματούσαν πάντα στο κομμάτι που ενδεχομένως να μας έφερνε σε δύσκολη θέση με το καθεστώς.
Αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ζούμε σε ένα καθεστώς που δεν είναι φυσιολογικό, όταν μεταβήκαμε για πρώτη φορά στις ελεύθερες περιοχές και είδαμε τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι εκεί. Αντιληφθήκαμε ότι πράγματα ζούμε σε μια άλλη Κύπρο, η οποία εκτείνεται από την σημαία στον Πενταδάχτυλο, σε ολόκληρη την κατεχόμενη Κύπρο με εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις και εντελώς διαφορετικά χρώματα.
“Όταν ήρθα μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές, είχα πάθει σοκ”
Όταν είχα έρθει το 2011 για πρώτη φορά να μείνω μόνιμα ως ενήλικας στις ελεύθερες περιοχές, είχα υποστεί ένα σοκ, που είχε να κάνει τόσο με τη δική μου μετάβαση, δηλαδή την ψυχολογική πίεση που ένιωθα επειδή έφυγα από το σπίτι μου, αλλά και την ψυχολογική πίεση του να ανταπεξέλθω σε αυτή τη χρονική μετάβαση.
Καθώς η ζωή που ζούσαμε στο Ριζοκάρπασο μέχρι το 2011 – οι αναλογίες σήμερα είναι διαφορετικές, αλλά μέχρι το 2011 δεν είχε έρθει ακόμα ούτε διαδίκτυο στο Ριζοκάρπασο – ήταν αλλιώς. Το να ζεις την καθημερινότητα με τους συμφοιτητές σου, από ‘κει και πέρα, ήταν κάτι που έπρεπε να οργανώσω στο μυαλό μου για να μπορέσω να το αντιμετωπίσω.
“Είχα ένα σημειωματάριο και έγραφα όσα δεν ήξερα, για να τα ψάξω μετά”
Συγκεκριμένα, αν κάνουμε αναφορά στο τι συζητούσαν οι νεαροί ενήλικες την περίοδο του 2011, της δικής μου ηλικίας στην Κύπρο, είτε αφορούσε ταινίες, είτε ποδόσφαιρο, είτε τραγούδια, είτε οτιδήποτε συζητούμε στην καθημερινότητα μας, εγώ ήξερα μόνο ότι έπαιζε το Τρίτο Πρόγραμμα του ΡΙΚ. Οι γνώσεις οι δικές μου σταματούσαν στην πληροφόρηση που λάμβανα από αυτόν τον συγκεκριμένο πομπό, που ήταν η μόνη γραμμή σύνδεσης που είχαμε με τις ελεύθερες περιοχές.
Έτσι πολλές φορές όταν βρισκόμουν σε τραπέζι με τους συμφοιτητές μου και συζητούσαν για θέματα ή ταινίες που είχαν παιχτεί στο σινεμά και τις συζητούσαν, εγώ ήμουν κάπως «τι είναι αυτό;».
Οπότε πολλές φορές για να μην περιθωριοποιηθώ, είχα ένα σημειωματάριο μικρό στην τσέπη μου, το έβγαζα και σημείωνα, και πήγαινα μετά στο πανεπιστήμιο, στις εστίες που έμενα, και έψαχνα στο ίντερνετ να δω αυτά που δεν ήξερα.
“Απλώς έτυχε να ζω στο 2024”
Αυτή την πίεση πολλοί δεν μπορούσαν την υποστούν. Ήμασταν 6 συμμαθητές στην τάξη μου, εκ των οποίων μόνο εγώ ήρθα να σπουδάσω στις ελεύθερες περιοχές. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν, γιατί δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν, ούτε λόγω των μαθησιακών κενών που είπαμε προηγουμένως, ούτε λόγω της ψυχολογικής πίεσης της περιθωριοποίησης, όχι γιατί είχαν οποιοδήποτε πρόβλημα κοινωνικοποίησης οι ίδιοι, απλώς είχαν κενά γνώσης και συζήτησης που θα μπορούσαν να μοιραστούν με τους συνομιλητές.
Για σκοπούς ανάλυσης και έρευνας, με στατιστικούς αριθμούς, έχουμε βρει ότι 8,5 στους 10 που ήρθαν να σπουδάσουν στις ελεύθερες περιοχές, δεν τα κατάφεραν και επέστρεψαν πίσω. Οι μόνοι που τα κατάφεραν στη μετάβασή τους, είναι εκείνοι που κατά την προηγούμενη περίοδο 1990-2003 είχαν την ευκαιρία να έρχονται στα σχολεία των ελεύθερων περιοχών. Όσοι έχουν φοιτήσει σε σχολείο μόνο στα Κατεχόμενα, κατά κανόνα, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, γιατί έχουν τεράστια κενά.
Έτσι, ο συνδυασμός αυτών των εικόνων, με έφερνε πολλές φορές σε δύσκολη θέση, γιατί έπρεπε να εξηγήσω στους συνομιλητές όλα αυτά που έχω ζήσει, να τους δώσει τις πληροφορίες που έπρεπε για να καταλάβουν ακριβώς ποια είναι η διαφορά η δική μου από τον συνομιλητή. Γιατί πολύς κόσμος λέει «μα τι διαφορά έχεις εσύ με εμένα;». Πρέπει να του εξηγήσεις ότι «έχω ζήσει σε αυτή την χρονική περίοδο και απλώς έτυχε να είμαι σήμερα στο 2024. Και εκτός, αυτών, έπρεπε να τους δώσουμε την εικόνα του τι επιδιώκουμε.
Πολλές φορές, όταν ερχόμουν σε συζήτηση με κόσμο που ήταν άγνωστος προς εμένα, είτε σε παρέες, είτε στο πανεπιστήμιο, είτε σε δουλειές, «εσύγκοφκα τον συνομιλητή» όπως λέμε στα κυπριακά. Δηλαδή προσπαθούσα εξαρχής να αντιληφθώ αν ο συνομιλητής μου ήθελε να ακούσει πραγματικά ή αν ρωτούσε για να επιβεβαιώσει αυτά που ξέρει. Γιατί, οι άνθρωποι συνηθίζουμε πολλές φορές να ρωτάμε, όχι για να αμφισβητήσουμε αυτά που ξέρουμε, αλλά για να επιβεβαιώσουμε αυτά που ξέρουμε. Η κατηγορία αυτών που ήθελαν να επιβεβαιώσουν, ήταν πολύ δύσκολο να ακούσουν τη δική μας ιστορία, γιατί είχαν σχηματίσει την εικόνα στο μυαλό τους εξαρχής.
Μια δυσάρεστη ιστορία από το παρελθόν
Η πρώτη περίοδος, που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της κατοχής, έχει πολλές δυσάρεστες ιστορίες, αλλά και ιστορίες που εμπίπτουν στην κατηγορία συμβολισμού και ερμηνείας που δίνουν οι εγκλωβισμένοι.
Το Ριζοκάρπασο είναι στη μύτη της Καρπασίας, το τελευταίο χωριό, και για να πάει κάποιος στο Βαρώσι, όπου ήταν το πιο κοντινό νοσοκομείο που υπήρχε στα Κατεχόμενα, για απόσταση 1,5 ώρας με το αυτοκίνητο και τα μέσα της εποχής, μπορούσε να κάνει 6 -7 ώρες, γιατί κάναμε στάσεις σε τέσσερα σημεία ελέγχου, ώστε να δείξουμε τα χαρτιά και τις άδειες που είχαμε από το καθεστώς. Αυτή η καθυστέρηση επέφερε πολλές φορές θανάσιμες επιπτώσεις στους αρρώστους που έπρεπε να πάνε στο νοσοκομείο και έχουμε καταγράψει 11 περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν καθοδόν, λόγω της καθυστέρησης.
Η ιστορία που είναι πολύ δυσάρεστη για μένα που μελετώ τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, είναι η περίπτωση ενός νεαρού ζευγαριού που θα αποκτούσε το πρώτο του παιδί. Λόγω της καθυστέρησης, η σύζυγος γέννησε στο αυτοκίνητο, καθοδόν προς το νοσοκομείο. Ο άντρας ήταν κτηνοτρόφος. Ο κτηνοτρόφος ήξερες ότι όταν γεννούσε το πρόβατό του, απέκοπτε τον ομφάλιο λώρο και το αίμα σταματούσε από μόνο του. Το ίδιο έπραξε και με τη σύζυγό του. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τους ανθρώπους, πρέπει να δέσεις και το άκρο που φεύγει απ’ τη μητέρα και το άκρο που φεύγει απ’ το παιδί, εάν αποκοπεί. Με αποτέλεσμα να πεθάνει και η σύζυγος και το παιδί από αιμορραγία, καθοδόν.
Μιλάμε για απλούς καθημερινούς ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με τον πόλεμο, δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα, αλλά δυστυχώς ήταν αυτοί που υπομένουν μέχρι σήμερα τις επιπτώσεις.
Το αίσθημα της περιθωριοποίησης και το αίτημα για την εκπαίδευση
Κατά την πρώτη περίοδο που ήρθαμε στις ελεύθερες περιοχές το 1996, και μετέπειτα όταν εγώ μεγάλωνα και είχα εικόνες, η μητέρα μου για αρκετούς από τους Ελληνοκύπριους, ήταν «η Τουρκάλα με τα σκυλιά της». Έτσι ονομαζόταν. Ο κόσμος τότε δεν ήξερε, δεν είχε προλάβει να μάθεις. Μπορώ σήμερα να τα εξηγήσω και να τα αιτιολογήσω, λόγω της άγνοιας που υπήρχε.
Η περιθωριοποίηση που νιώθουμε σήμερα οι εγκλωβισμένοι, είναι το γεγονός ότι αγνοούν όλα αυτά που περιγράψαμε προηγουμένως. Άρα περιθωριοποιούμαστε με το να μας βάζουν στην ίδια κατηγορία με τους υπόλοιπους. Αν αναφερθούμε στην περίπτωση των συμμαθητών μου, που σας είχα πει προηγουμένως, αυτά τα παιδιά ήθελαν ειδική στήριξη όταν ήρθαν στο πανεπιστήμιο. Όχι σπρώξιμο, ειδική στήριξη. Να δουν ποιος είχε μαθησιακά κενά, να τον βοηθήσουν συγκεκριμένα, για να μπορεί να ανταγωνιστεί τους συμφοιτητές του. Όχι να του κάνουν χάρη, να δίνει κανονικά εξετάσεις, αλλά επί ίσοις όροις.
Αυτό το γεγονός δεν συνέβη. Μέχρι το 2018 δεν γινόταν αυτό. Στη συνέχεια, μετά από πολλές προσπάθειες που κάναμε όλοι, τα πανεπιστήμια που υποδέχονται τους εγκλωβισμένους μαθητές τους δίνουν την ευχέρεια να αξιολογούνται αναλόγως και να προχωρούν. Αυτή η αξιολόγηση, όμως, γίνεται από τα ανεξάρτητα ιδρύματα, τα πανεπιστήμια, και όχι από το κεντρικό κράτος που είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.
Έχουμε κάνει συζήτηση και με την Υπουργό Παιδείας. Της εξηγήσαμε ότι υπάρχει αυτή η ανάγκη να δουν μεμονωμένα τους μαθητές που έρχονται από το Ριζοκάρπασο. Δεν είναι πολλοί. Ο μέγιστος αριθμός που είχε έρθει ήταν ο δικός μου, που ήμασταν 6 άτομα. Συνήθως είναι 2 ή 3 άτομα. Δεν είναι πολλοί, να πεις είναι τεράστιος αριθμός και δεν μπορούν να τους συντονίσουν.
Πόσω μάλλον όταν η Κυπριακή Δημοκρατία βγαίνει στα διεθνή φόρα και αναφέρεται στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων που υπομένουν οι εγκλωβισμένοι, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της εκπαίδευσης. Άρα η περιθωριοποίηση που νιώθω έντονα σήμερα, και που το λένε οι εγκλωβισμένοι μέσα απ’ τις συνεντεύξεις τους, είναι ότι «Από τους Τούρκους καρτερούμεν το». Δηλαδή, από τον «εχθρό» περιμένεις μια δυσμενή αντιμετώπιση. Δεν περιμένεις αυτή την απάθεια από «τους δικούς σου».
Βλέπουμε ότι μέχρι σήμερα, η περίπτωση των εγκλωβισμένων αντιμετωπίζεται δημοσιοϋπαλληλικά: δηλαδή, εντός των ωραρίων εργασίας και με τον τυπικό τρόπο. Δεν πρέπει να είναι αυτή η προσέγγιση. Πρέπει να είμαστε πιο ανθρώπινοι και να ακούμε τις ανάγκες τους, έτσι ώστε να μην τους υποχρεώσουμε να μείνουν στο περιθώριο. Γι’ αυτό έκανα και την αναφορά στο δικαίωμα της επιλογής, που δεν είναι πραγματικό, δεν υπάρχει.
Πώς είναι η κατάσταση σήμερα στο Ριζοκάρπασο
Στο Ριζοκάρπασο σήμερα, από το 1976 μέχρι τώρα, ζουν Ελληνοκύπριοι και έποικοι, δηλαδή άνθρωποι που τους έφερε το καθεστώς της Τουρκίας. Η σχέση που έχουμε με τους ανθρώπους αυτούς, είναι σχέσεις καθημερινών ανθρώπων. Η οικογένειά μου, ειδικά, χωρίζουμε τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς. Δεν χωρίζουμε τους ανθρώπους με βάση το εθνικό στοιχείο που κουβαλούν. Έτσι, προσπαθούμε να ζούμε όσο πιο ειρηνικά γίνεται. Οι όποιες διαφωνίες να είναι για την καθημερινότητα. Έχουμε ιστορίες και από ανθρώπους που μας βοήθησαν και μας βοηθούν πολύ, έχουμε και ιστορίες που ανήκουν σε μια ομάδα πιο φανατικών ακροδεξιών στοιχείων που προκάλεσαν και προκαλούν μέχρι σήμερα προβλήματα στην καθημερινότητα. Αλλά κατά κανόνα ζούμε όπως ζουν οι γείτονες σε ένα χωριό όπως το Ριζοκάρπασο.
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ποια λύση θέλουμε και οι δύο πλευρές, θα πρέπει να καταλήξουμε στα δικά μας θέλω. Νιώθω ότι σ’ αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, η μια από τις δύο πλευρές δεν έχε καταλήξει ακόμα στα θέλω που θα διεκδικήσει στη λύση του Κυπριακού.
Οι εγκλωβισμένοι – κι αυτό μπαίνει γενικά για όλο τον πληθυσμό της Κύπρου – πιστεύω διεκδικούν μια λύση που να συνδέει την ειρηνική διαβίωση με το μέλλον και τις προοπτικές τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους. Θεωρώ σήμερα, δεν έχουν ανάγκη από βαρυσήμαντες έννοιες ή χαρακτηριστικά και επίθετα που παραπέμπουν σε ηρωισμό. Έχουν ανάγκη την κατανόηση, να ακούσει κάποιος την ιστορία τους, να τους αντιμετωπίσει με τις πραγματικότητες που κουβαλούν και να τους δώσει τις ίδιες ευκαιρίες με τον υπόλοιπο πληθυσμό της Κύπρου. Αυτές τις ανάγκες έχουν οι εγκλωβισμένοι και σε καμία περίπτωση δεν διεκδικούν οτιδήποτε εκδικητικά. Έχουν επιλέξει το μονοπάτι που ακολουθούν τα τελευταία 50 χρόνια, τους τιμά η επιλογή τους και με αυτό τον τρόπο θέλουν να πορευτούν.
Η γενικότερη αντίληψη είναι για μια ειρηνική συμβίωση. Τώρα, με νομικούς όρους, αν θα πάμε σε δύο κράτη ή ομοσπονδία όπως διεκδικεί με βάση τις συνομιλίες η ελληνοκυπριακή πλευρά τα τελευταία χρόνια, είναι κάτι που στον απλό κόσμο καθημερινά, δεν μπορεί να περάσει. Οι έννοιες που αντιλαμβάνονται ανθρωπολογικά τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας, δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι αυτό το σημείο ανάλυσης.
Πολλές φορές αναλύεται το “εμείς από ‘δω, εσείς από ‘κεί”, που παραπέμπει στη λύση δύο κρατών. Αν συζητήσεις με κάποιον έποικο ή Τουρκοκύπριο που έχε αυτή την αντίληψη, ή με κάποιον Ελληνοκύπριο που αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η πιο εύκολα εφαρμοζόμενη λύση, θα πάρεις την ανάλογη απάντηση. Αν προσεγγίσεις, όμως, έναν άνθρωπο που έχει αντίληψη και εικόνα και από τις δύο πλευρές, και χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, το πιο πιθανό να σου απαντήσει πως η λύση του Κυπριακού θα είναι ή το μοντέλο που είχαμε πριν το 1974, του ενιαίου κράτους ή της ομοσπονδίας που μπορούν οι άνθρωποι να συμβιώνουν σε μια κρατική συνιστώσα.
Η αναφορά στους εγκλωβισμένους σήμερα, γίνεται κατά κανόνα από τις πολιτικές ελίτ, μόνο για προβολής ως θύματα, για σκοπούς θυματοποίησης. Η όποια αναφορά στις πραγματικές ανάγκες των εγκλωβισμένων καταλήγει στην καλύτερη περίπτωση στο γραφείο ενός δημόσιου υπάλληλου που περιμένει για εξέταση το αίτημα. Αυτή δυστυχώς είναι η προσέγγιση στην Κύπρο σήμερα για τους εγκλωβισμένους.
Προσπαθούμε να την αλλάξουμε, είμαστε σε επαφή με ανθρώπους στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ελπίζω οι αλλαγές που έχουν γίνει στο πρόσφατο παρελθόν, να μας φέρουν στο σημείο να περάσουμε τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν οι εγκλωβισμένοι και να καταλήξει ο κόσμος και των ελεύθερων περιοχών να ενημερώνεται σωστά για τους εγκλωβισμένους (όχι μόνο για σκοπούς θυματοποίησης στα διεθνή φόρα), αλλά και οι εγκλωβισμένοι να μπορέσουν τελικά να πάρουν βοήθεια για να κλείσουν τα προσωπικά θέματα που έχουν, που πηγάζουν από την ιδιότητά τους ως εγκλωβισμένοι που υπομένουν τόσα χρόνια την κατοχή.
Πηγή: news247.gr