Υπάρχουν φορές που κοιτάς τη Νέα Δημοκρατία και σκέφτεσαι: «Πότε έμαθε να μιλά έτσι;»
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Δεν εννοούμε για το savoir vivre του Σκέρτσου ή τα excel του Πιερρακάκη. Εννοούμε για εκείνη την παράξενη, καλά μελετημένη, κοστούμι-αλλά-χωρίς-γραβάτα προσέγγιση προς τους λεγόμενους «πολλούς». Αυτούς που παλιά η Δεξιά απλώς ανεχόταν (με μια ελαφριά δυσαναστροφή), αλλά τώρα… τους φλερτάρει. Ή τουλάχιστον προσπαθεί.
Και η Κεντροαριστερά; Κοιτάει. Αναστοχάζεται. Περιμένει το κοινό της να ξαναγυρίσει – σαν πρώην που νομίζει ότι «θα καταλάβεις τι έχασες».
Η σημερινή Νέα Δημοκρατία, παρά τις γνωστές της καταβολές, έχει επενδύσει σοβαρά στο storytelling των «πολλών». Από τις επιδοτήσεις ρεύματος και τα pass του κάθε είδους, μέχρι τα τηλεοπτικά μηνύματα που θυμίζουν σποτ της Unicef («μαζί δεν αφήνουμε κανέναν πίσω»), η Δεξιά προσπαθεί να μοιάσει σε κάτι που θυμίζει… ΠΑΣΟΚ του 2003 με κολλέγιο Αμερικής.
Κάνει την τεχνοκρατία να ακούγεται σαν φροντίδα, την ασφάλεια σαν στοργή και τις ιδιωτικοποιήσεις σαν κοινωνική ανακούφιση. Όχι κακό. Αρκεί να μην ξύσεις την επιφάνεια – γιατί τότε θα βρεις τα κλασικά μπετά, τον Άδωνι και μια δόση μερκαντιλιστικής φιλοσοφίας.
Κι όμως – μιλάνε. Πατάνε στα λόγια που έπρεπε να έχει μονοπωλήσει η Κεντροαριστερά: κοινωνική συνοχή, μέριμνα, επιβίωση, καθημερινότητα. Όχι γιατί τα πιστεύουν, αλλά γιατί ξέρουν ότι αυτά ψηφίζουν οι πολλοί.
Η Κεντροαριστερά είχε για χρόνια το μονοπώλιο των «πολλών». Ήταν αυτή που έπλασε τη ρητορική των «μη προνομιούχων», που έντυσε τον αγρότη με το σακάκι της εξουσίας και τον δημόσιο υπάλληλο με το παντελόνι του Παπανδρέου.
Όμως, σήμερα, η Κεντροαριστερά δεν μοιάζει να συνομιλεί πια με αυτούς. Ούτε στο ύφος, ούτε στη γλώσσα, ούτε στη ζωή τους.
Η μέση ελληνική οικογένεια έχει πληγές: ακρίβεια, δάνεια, σχολεία με ελλείψεις, νοσοκομεία που μυρίζουν θάνατο και υποσχέσεις που έμειναν στα λόγια. Ο κόσμος δεν ψάχνει «όραμα». Θέλει να μην του κόβεται το ρεύμα.
Και η Κεντροαριστερά απαντά με φόρουμ, με οδικούς χάρτες, με συνέδρια για τη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Μα η μάνα στο Περιστέρι δεν πάει σε φόρουμ. Πάει στο Lidl.
Η ΝΔ έχει καταλάβει πως η πολιτική πλέον δεν είναι πεδίο μεγάλων ιδεών. Είναι καθημερινό σέρβις. Είναι το delivery του κράτους. Είναι η εντύπωση πως κάποιος σε σκέφτεται – έστω και μόνο για τα 500 ευρώ του Market Pass.
Η Κεντροαριστερά, από την άλλη, εξακολουθεί να περιμένει το ιστορικό κύμα. Νομίζει ότι ο κόσμος κάνει απλώς «μια παύση» και θα επιστρέψει στους φυσικούς του εκπροσώπους, στους «προοδευτικούς» που ξέρουν, που διάβασαν, που ήταν κάποτε με το λαό (και μετά μπήκαν στα ΔΣ).
Αλλά ο κόσμος δεν περιμένει κανέναν. Αν δεν τον βρεις, θα σε προσπεράσει. Και το κακό είναι πως πολλές φορές δεν σε προσπερνάει για κάτι καλύτερο – αλλά για κάτι που του μοιάζει πιο… ανθρώπινο. Ή πιο εξοικειωμένο. Ή απλώς λιγότερο σνομπ.
Το ερώτημα παραμένει βασανιστικό: αν δεν το κάνει η Κεντροαριστερά, τότε ποιος;
Οι Δεξιοί που φοράνε «καθημερινότητα» σαν ρόμπα ξενοδοχείου;
Οι Αριστεροί που μιλούν σαν εισαγγελείς και σκάνε στα ραδιόφωνα για να φωνάξουν «προδοσία»;
Ή οι επιτήδειοι που πουλάνε θαύματα σε σωληνάκια;
Οι “πολλοί” δεν ψάχνουν πλέον ιδεολογία. Ψάχνουν κάποιον να τους πάρει στα σοβαρά. Χωρίς να τους διδάσκει, χωρίς να τους κρίνει, χωρίς να τους κοιτά από ψηλά. Και – τι κρίμα – αυτό δεν είναι πια αυτονόητο στον προοδευτικό χώρο.
Η Δεξιά το κατάλαβε εγκαίρως: οι «πολλοί» μπορεί να μην σε αγαπούν, αλλά σε ακολουθούν αν τους απαντάς. Και όσο η Κεντροαριστερά παραμένει εγκλωβισμένη στον καθρέφτη της, τόσο θα βλέπει τους «πολλούς» να της γυρίζουν την πλάτη.
Και τότε, όταν πάλι χαθεί το τρένο, θα γράψουν άρθρα για τον «εκφυλισμό της δημοκρατίας» και «την επικράτηση του πολιτικού κιτς».
Αλλά κανείς δεν θα απαντήσει. Γιατί οι πολλοί δεν διαβάζουν πια τα άρθρα τους.