Υπάρχουν ήρωες που δεν φοράνε κάπες. Φοράνε φόρμες από το 2006, πάνινα all star με σχισμένες σόλες, κρατάνε σημειώσεις με ημερομηνία 23/3/2011 και κυκλοφορούν- σταθερά- ανάμεσά μας.
Γράφει ο Μίλτος Σακελλάρης
Κινούνται ακόμη πέριξ των Εξαρχείων, στους Αμπελόκηπους ή στο Κουκάκι. Είναι οι αιώνιοι φοιτητές. Οι φύλακες του campus, οι ζωντανοί…. θρύλοι της γραμματείας Και τώρα, αυτοί οι θεματοφύλακες της ακαδημαϊκής στασιμότητας βρίσκονται υπό απειλή: η κυβέρνηση αποφάσισε – φανταστείτε την αυθάδεια – να τους διαγράψει. Μα πως τόλμησαν;
Βέβαια, όχι όλους. Μόνο εκείνους που εδώ και χρόνια δεν έχουν δώσει ούτε ένα μάθημα. Δηλαδή, σχεδόν όσους μπήκαν με το παλιό, παλιό σύστημα, τότε που ακόμα υπήρχαν δραχμές στις τσέπες και CD-ROM στη Βιβλιοθήκη.
Η αντίδραση; Θύελλα αγανάκτησης από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι τις σχολές και φυσικά το αγαπημένο μας Χ (πρώην Twitter). «Πώς τολμούν να μας πετάξουν;» λένε κάποιοι, λες και το πανεπιστήμιο είναι Airbnb με μόνιμη κράτηση και θέα στο αναγνωστήριο. Και φυσικά το ακλόνητο φοιτητικό κίνημα. Το είδα πάλι… στους δρόμους να συγκρούεται με τα ΜΑΤ.
Τι συμβαίνει όμως μετά τις σχετικές ανακοινώσεις για τις διαγραφές. Σας παραθέτω έναν πραγματικό διάλογο:
– «Καλημέρα, ήρθα για το μάθημα οικονομικής θεωρίας 1982-83.»
– «Συγγνώμη κύριε, η γραμματεία σας ενημερώνει: το τμήμα σας έχει… πεθάνει.»
– «Μα έχω δώσει παντού!»
– «Μάλιστα, αλλά δεν φτάνει. Άσε που ήδη έχουν ξεκινήσει οι διαγραφές.»
Καλά το καταλάβατε. Πλέον, αυτό το δράμα εκτυλίσσεται σε όλη τη χώρα. Τι ζούμε Θεέ μου; Που έχουμε… καταντήσει; Σαν ελληνική σαπουνόπερα σε φόντο Αμφιθεάτρου. Μόνο που σε αυτή την ταινία δεν υπάρχει καλό τέλος – μόνο Excel με διαγραμμένα ονόματα.
Η κυβέρνηση, σε μία σπάνια στιγμή διοικητικής νηφαλιότητας, αποφάσισε να κάνει κάτι το ανήκουστο: να εφαρμόσει έναν κανόνα. Την ώρα που το διάβαζα σκεφτόμουν τις κραυγές στα αμφιθέατρα, όπως τα έζησα πριν από καμία δεκαριά χρόνια: «δεν θα περάσει. Πως τόλμησαν;». Αναρωτιέμαι, αν σε πτυχίο 4 ετών είσαι ακόμα φοιτητής στον 14ο χρόνο, μήπως κάτι δεν πάει καλά; Μήπως – και λέμε μήπως – δεν είναι το κράτος που σε κρατά πίσω, αλλά το γεγονός ότι η μόνη εξέταση που περνάς με επιτυχία είναι στο delivery και στο φρέντο εσπρέσσο;
Αντίθετα, όσοι προσπαθούν πραγματικά – έχουν περάσει πάνω από το 75% των μαθημάτων τους, συμμετέχουν στις εξεταστικές και ιδρώνουν τη φανέλα – παίρνουν παράταση. Μάλλον δεν πρόκειται για «ανάλγητο κράτος» όπως ορισμένοι φωνάζουν.
Αλλά ας δούμε λίγο καλύτερα το φαινόμενο. Γιατί κάποιος να μείνει 15, 18, 20 χρόνια σε μία σχολή; Ίσως γιατί το πανεπιστήμιο – για κάποιους – λειτουργεί ως καταφύγιο. Ενίοτε ιδεών. Εκεί έμαθαν τον εσπρέσο χωρίς ζάχαρη, την κατάληψη χωρίς νόημα και την αναβολή χωρίς τέλος. Εκεί δομήθηκε το μοναδικό ελληνικό φαινόμενο του «όντως φοιτητή» χωρίς ουσιαστική φοιτητική δραστηριότητα. Μόνο με ελαφρύ χαμόγελο και αναμνήσεις από το πάρτι του 2009.
Η αλήθεια είναι ότι σε μία χώρα που η αξιολόγηση θεωρείται απειλή και το deadline παρεξήγηση, το να ζητάς από κάποιον να ολοκληρώσει τις σπουδές του μοιάζει σχεδόν αυταρχικό. Σου λέει ο άλλος: «Μπορεί να είμαι 38, αλλά δεν είναι αργά. Το πτυχίο είναι στόχος μου». Ναι, δεν διαφωνούμε, αλλά όχι με τα λεφτά του φορολογούμενου και με το μηχανογραφικό του 2004 ακόμα αναρτημένο στο ψυγείο.
Το δράμα, λοιπόν, δεν είναι του φοιτητή. Είναι του κράτους που πρέπει να αποφασίσει αν τα πανεπιστήμια είναι σχολές ή ανοιχτά ΚΑΠΗ με e-class. Είναι και των καθηγητών, που αναγκάζονται να ξαναγράφουν θέματα για ανθρώπους που έχουν χάσει κάθε επαφή με την ύλη. Και είναι και των φοιτητών που πράγματι προσπαθούν, αλλά βλέπουν το ίδιο αμφιθέατρο να φιλοξενεί τον Μιχάλη που μπήκε με βάση 11 και ακόμα «ψάχνεται» ενώ «τα χρόνια περνάνε», όπως λέει και η Νατάσα Μποφίλιου σε ένα γνωστό της… χιτ που ακούνε σθεναρά.
Οπότε ναι: Το σύστημα δεν σου έδωσε μόνο ευκαιρίες. Σου έδωσε δώδεκα χρόνια περιθώριο, τρεις εξεταστικές τον χρόνο, παρατάσεις, ελαστικότητα και ανοχή. Αν δεν τα κατάφερες; Μάλλον, ποτέ δεν ήσουν φοιτητής. Ήσουν φαντασίωση ενός φοιτητή. Έτσι, για το… καλό πέρασες σε μία σχολή.
Και όσο για το πτυχίο; Δεν είναι κληρονομικό δικαίωμα. Είναι κάτι που – για φαντάσου! – πρέπει να το πάρεις.
Μόνος σου. Όπως εκατομμύρια άλλοι.