Η ελληνική Κεντροαριστερά έχει ένα χάρισμα που δεν της το αναγνωρίζουμε όσο θα έπρεπε: είναι πάντα ωραία διατυπωμένη.
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Όταν μιλάει, θα σου δώσει επιχειρήματα. Θα ανατρέξει σε παραδείγματα, σε διεθνή συγκείμενα, σε συγκριτικά μοντέλα πολιτικής διαχείρισης. Θα πει «διακυβέρνηση» και όχι «εξουσία», θα πει «κοινωνικό κράτος νέου τύπου» αντί για «επιδόματα».
Και μετά θα πάει στο 11%.
Η Κεντροαριστερά πάσχει από ρητορικό ναρκισσισμό. Μιλάει σαν να δίνει συνέντευξη στο ΒΗΜΑ του 2004. Είναι προσεκτική, είναι νηφάλια, είναι σοβαρή – και είναι εντελώς απελπιστικά αδιάφορη για τον μέσο ακροατή της.
Ο λόγος της είναι σαν άρθρο στο Foreign Affairs που μοιράζεται σε λεωφορείο του ΟΑΣΘ. Κανείς δεν φταίει – απλώς δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον.
Η Κεντροαριστερά, με τη γνωστή της αστική συστολή, θέλει να αποφύγει τα «εύκολα». Δεν της πάνε τα συνθήματα. Δεν της πάνε οι απλουστεύσεις. Δεν της πάει η υπερβολή. Κι όμως, η εποχή αγαπά την υπερβολή. Την ψάχνει. Την ψηφίζει.
Προφανώς και χρειάζεται σοβαρότητα στον δημόσιο λόγο. Αλλά σοβαρότητα δεν σημαίνει ξύλινος λόγος, ούτε «μιλάω σαν εσωτερικό σημείωμα του ΥΠΟΙΚ».
Το πρόβλημα δεν είναι η πολυπλοκότητα – είναι η αποσύνδεση από την πραγματικότητα.
Και κάπου εκεί ξεκινά η αυτοχειρία:
– Μιλάς ωραία.
– Είσαι σωστός.
– Είσαι και μόνος σου.
Γιατί η κοινωνία δεν σε θυμάται από το πώς διατύπωσες κάτι. Σε θυμάται αν μίλησες για εκείνη. Όχι για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά για το μέλλον του παιδιού της. Όχι για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, αλλά για το γιατί δεν βρίσκει ραντεβού στον ΕΟΠΥΥ.
Η Κεντροαριστερά συχνά θυμίζει παρουσίαση MBA. Όλα είναι καλά στημένα. Υπάρχει πλάνο, υπάρχει ιεράρχηση, υπάρχουν και κάποιες λέξεις-κλειδιά: «καινοτομία», «κοινωνική συνοχή», «κλιματική ουδετερότητα».
Αλλά όταν βγει εκτός συνεδριακού χώρου και πατήσει σε δρόμο λαϊκής γειτονιάς, σβήνει το WiFi.
Δεν ξέρει να μιλήσει απλά. Δεν έχει πειθώ. Δεν έχει ορμή. Και πάνω απ’ όλα, δεν έχει πάθος. Μιλάει σαν να κάνει audition για θέση συμβούλου, όχι για να κερδίσει καρδιές. Και η πολιτική, ακόμη και το 2025, είναι παιχνίδι καρδιάς, όχι power user του Excel.
Η Κεντροαριστερά έχει μια γλυκιά υπεροψία. Πιστεύει πως αν την καταλάβεις, θα την ψηφίσεις. Άρα, αν δεν την ψηφίζεις, μάλλον δεν την κατάλαβες.
Και κάπου εκεί, η πολιτική μετατρέπεται σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Το κοινό πρέπει να «εκπαιδευτεί», να «συνειδητοποιήσει», να «ενημερωθεί σωστά».
Μόνο που ο κόσμος δεν είναι μαθητής. Είναι πολίτης.
Και έχει κάθε δικαίωμα να αγνοήσει, να θυμώσει, να αδιαφορήσει – αν δεν τον πείσεις με όρους του.
Η Κεντροαριστερά χάνει γιατί μιλάει για τον εαυτό της και όχι για τους άλλους. Για τις ιδέες της, για την ιστορία της, για τη σοβαρότητά της.
Αλλά η κοινωνία δεν θέλει να της μιλήσουν “σοβαρά”. Θέλει να της μιλήσουν “ανθρώπινα”.
Να αισθανθεί πως κάποιος την ακούει, όχι πως κάποιος την διορθώνει.
Όσοι πιστεύουν ότι οι λέξεις αρκούν, θα συνεχίσουν να τις μαζεύουν την επομένη των εκλογών. Σε μικρά, απογοητευμένα ποσοστά. Καλοδιατυπωμένα, πάντως.