Ο Κώστας Καρυωτάκης υπήρξε μία από τις πιο συγκλονιστικές μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Ποιητής και πεζογράφος, εσωστρεφής και ριζοσπαστικός, με ειρωνεία που έκαιγε και μελαγχολία που δεν ξεθύμαινε, άνοιξε τον δρόμο του μοντερνισμού στη νεοελληνική ποίηση. Δεν χάιδεψε ποτέ τον αναγνώστη. Του πρόσφερε το άδοξο, το ασήμαντο, το γελοίο, μέσα σε στίχους πικρού ρομαντισμού και σκληρής κοινωνικής ειρωνείας.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Η Γενιά του ’20, στην οποία ανήκε, έγινε πιο ευανάγνωστη μέσα από τη σκιά του. Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος επηρεάστηκαν βαθιά από τη θεματολογία και τη γλώσσα του. Κι όμως, το έργο του δεν χωρούσε ούτε στους ορισμούς, ούτε στις νόρμες. Ο Καρυωτάκης ήταν ένας προφήτης του υπαρξιακού κενού πριν αυτό ονομαστεί καν υπαρξιακός προβληματισμός.
Ένας βίος ασυμβίβαστος
Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896, σε οικογένεια δημοσίων υπαλλήλων. Η συνεχής μετακίνηση λόγω της δουλειάς του πατέρα του διαμόρφωσε έναν εσωστρεφή χαρακτήρα, πάντα ξένο σε κάθε τόπο. Έζησε παιδικά χρόνια στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, το Αργοστόλι, τα Χανιά – εκεί όπου ερωτεύτηκε για πρώτη φορά την Άννα Σκορδύλη, έναν έρωτα που τον στοίχειωσε.
Από νεαρή ηλικία έγραφε σε περιοδικά για παιδιά, ενώ στα 17 του βραβεύεται σε διαγωνισμό διηγήματος. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα να γίνει δικηγόρος. Καταλήγει δημόσιος υπάλληλος – και μισεί την κρατική γραφειοκρατία όσο λίγοι.
Οι μεταθέσεις του από νομαρχία σε νομαρχία (Θεσσαλονίκη, Σύρος, Άρτα, Αθήνα) μοιάζουν περισσότερο με τιμωρία παρά με καριέρα. Το μίσος του για τη συμβατικότητα και την κοινωνική υποκρισία δεν είναι απλώς αισθητικό – είναι βαθιά υπαρξιακό.
Η ποίηση ως διαμαρτυρία και οικουμενική ειρωνεία
Ο Καρυωτάκης δεν έγραψε πολύ. Έγραψε πυκνά. Οι ποιητικές του συλλογές είναι τρεις, η κάθε μία ένα χτύπημα στον καθωσπρεπισμό του στίχου:
- «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων» (1919)
- «Νηπενθή» (1921)
- «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927)
Στην πρώτη, καταγράφει το συναίσθημα του ανθρώπου ως άθυρμα μέσα στην κοινωνία. Στα «Νηπενθή», η γραφή του γίνεται πιο ειρωνική, πιο δομικά μοντέρνα. Με τις «Ελεγείες και Σάτιρες» φτάνει στον πυρήνα του καρυωτακισμού: η ομορφιά δεν σώζει· ο σαρκασμός είναι το μόνο όπλο απέναντι στο ανυπόφορο.
Η ποίηση του δεν είναι κλασική, δεν είναι λυρική. Είναι τραγικά επίκαιρη. Αντιηρωική, αρνητική, χωρίς βεβαιότητες. Εκφράζει την αβεβαιότητα, την αηδία, την απογύμνωση των νοημάτων. Δεν αισθητικοποιεί τον θάνατο – τον τοποθετεί στο κέντρο της συνείδησης, με νηφάλια ειλικρίνεια.
Ο έρωτας, η αρρώστια, η Μαρία Πολυδούρη
Η πιο γνωστή ιστορία της ζωής του: η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια και συνάδελφός του στη Νομαρχία Αττικής. Εκείνη τον αγάπησε βαθιά. Εκείνος, μπερδεμένος ανάμεσα στον ανεκπλήρωτο έρωτα της Σκορδύλη, την άρρωστη συνείδησή του (η σύφιλη τον κατέτρωγε αργά) και τη διαρκή του άρνηση για δέσμευση, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί.
Η Πολυδούρη τού ζήτησε να παντρευτούν γνωρίζοντας την αρρώστια του. Εκείνος αρνήθηκε. Οι επιστολές τους είναι ντοκουμέντα μιας σχέσης βαθιάς αλλά αδύνατης, όπου το πάθος δίνει τη θέση του στην απόγνωση.
Η Πρέβεζα και η απόπειρα του νερού
Το 1928 τοποθετείται στην Πρέβεζα, την οποία χαρακτήρισε «το πιο θλιβερό μέρος στον κόσμο». Απομονωμένος, ηττημένος, αναμετριέται με το υπαρξιακό του μηδέν. Στις 20 Ιουλίου, πάει στο Μονολίθι για να αυτοκτονήσει δια θαλάσσης. Παλεύει δέκα ώρες με τα κύματα, αλλά η θάλασσα δεν τον δέχεται.
Την επόμενη μέρα, 21 Ιουλίου 1928, αγοράζει περίστροφο, κάθεται για λίγο σε καφενείο και τελικά αυτοκτονεί στην παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα, κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του βρίσκεται το περίφημο σημείωμα, ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ σε ώρα θανάτου.
«Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου…»
Καρυωτακισμός και μεταθανάτια επίδραση
Ο θάνατός του προκάλεσε ένα ρεύμα μίμησης, τη σχολή του “Καρυωτακισμού”. Ποιητές νέοι άρχισαν να γράφουν μελαγχολικά, απαισιόδοξα, ρυθμικά και με ειρωνεία. Ο ίδιος όμως δεν θα ενέκρινε ποτέ τη φιλολογική αυτή μόδα. Δεν επιθυμούσε λατρεία – μόνο κατανόηση.
Τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Λένα Πλάτωνος, τους Υπόγειους Ρεύματα, τον Γιάννη Σπανό, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Μίμη Πλέσσα. Η φωνή του παραμένει δυσάρεστα διαυγής, και ακόμα πιο σύγχρονη.
Ο ποιητής που δεν ζήτησε λύτρωση
Ο Καρυωτάκης δεν αναζήτησε ποτέ «κάθαρση». Δεν παρέδωσε εύκολα νοήματα. Δεν χάρισε τίτλους παρηγοριάς. Μίλησε για τον άνθρωπο που δεν πιστεύει σε τίποτα, αλλά εξακολουθεί να γράφει. Και να πονά.
Ίσως γι’ αυτό να μας συγκινεί ακόμα τόσο πολύ. Γιατί, όπως έγραψε και ο ίδιος:
«Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.»