Την πραγματοποίηση συνάντησης με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, την Κυριακή στη Σκωτία, ανακοίνωσε χθες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εν μέσω εντατικών διαβουλεύσεων για το μέλλον των διατλαντικών εμπορικών σχέσεων.
του Χρήστου Μυτιλινιού
«Μετά από μια εποικοδομητική τηλεφωνική συνομιλία, συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την Κυριακή στη Σκωτία ώστε να συζητήσουμε πώς μπορούμε να διατηρήσουμε ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ», έγραψε η φον ντερ Λάιεν σε ανάρτησή της στην πλατφόρμα Χ (πρώην Twitter).
«50-50» βλέπει τη συμφωνία ο Τραμπ
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός πρόεδρος υποβάθμισε τις πιθανότητες άμεσης επίτευξης συμφωνίας, δηλώνοντας πριν την αναχώρησή του ότι βλέπει πιθανότητες «50-50 ή και λιγότερες». Παρά ταύτα, σημείωσε ότι οι Ευρωπαίοι «επιθυμούν διακαώς μια συμφωνία» και ότι οι δύο πλευρές διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μέσω των διαπραγματευτικών τους ομάδων.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, μιλώντας στο Reuters, εμφανίστηκαν συγκρατημένα αισιόδοξοι, επισημαίνοντας ότι το πλαίσιο μιας συμφωνίας μπορεί να κλειδώσει εντός του Σαββατοκύριακου, αν και όλα εξαρτώνται πλέον από την τελική απόφαση του Λευκού Οίκου.
Τι προβλέπει το πιθανό πακέτο
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές και αξιωματούχους που επικαλείται το διεθνές πρακτορείο, το προσχέδιο της συμφωνίας περιλαμβάνει:
- Βασικούς δασμούς 15% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ
- Ειδικούς δασμούς 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο προέλευσης Ε.Ε.
Όπως υπογραμμίζεται, το πλαίσιο αυτό βρίσκεται πλέον «στα χέρια του Τραμπ», με τον ίδιο να κρατά το «τελικό κλειδί» για τη σύναψη ή όχι της συμφωνίας.
Εν αναμονή λύσης – αλλά και έτοιμη για αντίποινα η Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμήνυσε την Πέμπτη ότι εξακολουθεί να θεωρεί εφικτή μια λύση στις εμπορικές διαφορές με την Ουάσινγκτον, ωστόσο υπενθύμισε ότι οι χώρες μέλη της Ε.Ε. έχουν ήδη εγκρίνει ανταποδοτικούς δασμούς ύψους 93 δισ. ευρώ σε αμερικανικά προϊόντα, σε περίπτωση που οι συνομιλίες οδηγηθούν σε αδιέξοδο.
Η συνάντηση της Κυριακής χαρακτηρίζεται κρίσιμη για τη σταθερότητα των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σε μια περίοδο όπου οι διεθνείς εμπορικές εντάσεις κλιμακώνονται και οι πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ προκαλούν αβεβαιότητα στις αγορές.