Σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται να «λάμπουν» στην ευρωπαϊκή σκηνή με υψηλή αποδοτικότητα και ρευστότητα. Το επιτοκιακό περιθώριο τους παραμένει από τα υψηλότερα της Ευρωζώνης, στο 2,92% έναντι 1,53%, γεγονός που απογειώνει την κερδοφορία. Όμως πίσω από τα νούμερα κρύβεται η πραγματικότητα: οι τράπεζες κερδίζουν από τις τσέπες των πολιτών.
Καταθέσεις χωρίς ανταμοιβή
Οι ελληνικές τράπεζες βασίζουν τη ρευστότητά τους στις καταθέσεις των νοικοκυριών (60% της βάσης τους έναντι 35% στην Ευρωζώνη). Με τα χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων, εξασφαλίζουν τεράστια περιθώρια κέρδους. Την ώρα που οι πολίτες βλέπουν τις αποταμιεύσεις τους να «καίγονται» από τον πληθωρισμό, οι τράπεζες απολαμβάνουν τα υψηλότερα κέρδη της τελευταίας δεκαετίας.
Δάνεια στα ύψη, κόκκινα δάνεια στη σκιά
Η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα καταγράφει αύξηση 11,1%, την τρίτη υψηλότερη στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, αυτό σημαίνει και ακριβότερα δάνεια για μικρομεσαίους και νοικοκυριά, που αδυνατούν να αντέξουν τα κόστη. Παρά την «εξυγίανση» των ισολογισμών και τη μείωση των κόκκινων δανείων στο 2,9%, η σκιά τους παραμένει βαριά για χιλιάδες οικογένειες που κινδυνεύουν με πλειστηριασμούς.
Ρεκόρ κερδών και μερίσματα για τους μετόχους
Οι τράπεζες προαναγγέλλουν για το 2025 διανομή μερισμάτων άνω του 60% των κερδών, με στόχο τα 2,5 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες πολίτες παλεύουν με την ακρίβεια και τα στεγαστικά τους δάνεια. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για «ευρωπαϊκές επιδόσεις», ενώ η κοινωνία βλέπει το τραπεζικό σύστημα να λειτουργεί ως μοχλός άνισης κατανομής πλούτου.
Ο λογαριασμός στον πολίτη
Η εικόνα των «ισχυρών ελληνικών τραπεζών» δεν προκύπτει από καινοτομία ή νέες υπηρεσίες, αλλά από τη συμπίεση των καταθέσεων και τα ακριβά δάνεια. Αντί για πραγματική στήριξη στην οικονομία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βλέπουμε ένα σύστημα που λειτουργεί κυρίως για μετόχους και όχι για κοινωνία.