Η είδηση της μηνυτήριας αναφοράς που κατέθεσε το Ίδρυμα Hind Rajab στον Άρειο Πάγο κατά του Ισραηλινού Ταγματάρχη Γιαΐρ Οχάνα, δεν είναι απλώς μια νομική διαδικασία. Είναι μια υπόθεση που εκθέτει ανεπανόρθωτα την ελληνική κυβέρνηση. Την ώρα που οι αποδείξεις για εγκλήματα πολέμου, βασανιστήρια και γενοκτονία στη Γάζα συσσωρεύονται, το Μαξίμου φαίνεται να αδιαφορεί για το γεγονός ότι ο εν λόγω αξιωματικός περιφέρεται ως τουρίστας στη χώρα μας, λες και η Ελλάδα είναι ασφαλές καταφύγιο για όσους καταζητούνται διεθνώς.
Η ίδια η νομοθεσία – από το άρθρο 28 του Συντάγματος μέχρι τις Συμβάσεις της Γενεύης – επιβάλλει στην Ελλάδα να ενεργήσει. Αντί όμως να κινηθεί με αποφασιστικότητα, η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από αόριστες αναφορές σε «διεθνείς διαδικασίες». Έτσι, η χώρα μας ρισκάρει να καταγραφεί ως παθητικός θεατής εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το Μαξίμου δείχνει ανοχή σε σκοτεινά πρόσωπα. Από τις σκιές που άφησαν στο παρελθόν οι επισκέψεις αμφιλεγόμενων επιχειρηματιών και πολιτικών, μέχρι τη σημερινή υπόθεση Ohana, το μοτίβο είναι ίδιο: απουσία πολιτικής βούλησης, αδιαφάνεια και πρόθυμη σιωπή μπροστά σε διεθνείς πιέσεις. Μια στάση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις διακηρύξεις περί «δικαιωμάτων» και «ανθρωπισμού».
Το ζήτημα δεν είναι τυπικό. Είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί αν η Ελλάδα πράγματι φιλοξενεί πρόσωπα που σχετίζονται με εγκλήματα πολέμου χωρίς να ενεργοποιεί τη Δικαιοσύνη, τότε υπονομεύεται όχι μόνο το κύρος της χώρας, αλλά και η ίδια η δημοκρατική της ταυτότητα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλείται να απαντήσει: θέλει η Ελλάδα να είναι μέρος της λύσης και της διεθνούς λογοδοσίας ή ένα βολικό λιμάνι για τους εγκληματίες;
Από τις καθυστερήσεις στις εκδόσεις, μέχρι την αδράνεια απέναντι σε βαρύτατες καταγγελίες, το συμπέρασμα είναι αμείλικτο: η σημερινή εξουσία έχει κάνει επιλογή. Και αυτή η επιλογή δεν είναι με το δίκαιο, δεν είναι με τους λαούς, δεν είναι με τα θύματα. Είναι με τη σιωπή και την ατιμωρησία.