Άρθρο – παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών, Κυριάκου Πιερρακάκη, αποτυπώνει τις πρωτοβουλίες, που πρέπει να αναλάβει η Ευρώπη προκειμένου να ικανοποιήσει τις προσφάτως εκπεφρασμένες ανησυχίες του Μάριο Ντράγκι για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Κυριάκο Πιερρακάκη η ενιαία αγορά δεν αρκεί. Πρέπει επίσης η Γηραιά Ήπειρος να προωθήσει την ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό η απάντηση στο δίλημμα δεν μπορεί να είναι «περισσότερο από το ίδιο». Πρέπει να είναι μια οικονομία που καινοτομεί, ανταγωνίζεται και αναπτύσσεται.
Ακολουθεί το άρθρο του υπουργού Οκονομικών:
Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρουσίασε την έκθεσή του για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα — μια ιστορική προσπάθεια να χαραχθεί μια πορεία προς την ανάπτυξη. Το μήνυμά του τότε ήταν σαφές: χωρίς τολμηρές μεταρρυθμίσεις, η Ευρώπη κινδύνευε να βιώσει μια «αργή αγωνία» σχετικής παρακμής.
Ένα χρόνο μετά, η αίσθηση του επείγοντος έχει μόνο ενταθεί, γι’ αυτό και ο κ. Ντράγκι συνεχίζει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, όπως πρόσφατα σε ομιλία του, στην οποία προειδοποίησε ότι η Ευρώπη πρέπει να πραγματοποιήσει «μαζικές επενδύσεις… τώρα, που έχουμε ακόμα τη δύναμη να διαμορφώσουμε το μέλλον μας».
Μεταξύ των πολλών συστάσεων που διατύπωσε ο κ. Ντράγκι, η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς – το σχέδιο που αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και προσώπων εντός της Ευρώπης – παραμένει η πιο σημαντική. Αποτελεί το κλειδί για την έναρξη της επόμενης φάσης ανάπτυξης του ηπείρου.
Ωστόσο, η προσπάθεια ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς πρέπει να συνοδεύεται από την αναζωπύρωση της ανταγωνιστικότητας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δίκιο να στοχεύει στα επίμονα εμπόδια που κατακερματίζουν τις οικονομίες του ηπείρου. Ωστόσο, αν και η ρυθμιστική σύγκλιση είναι απαραίτητη, δεν είναι καθόλου επαρκής.
Η σημασία της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς υπογραμμίζεται από τα αυστηρά στατιστικά στοιχεία: τα εμπόδια εντός της ΕΕ λειτουργούν ως de facto δασμός 44% κατά μέσο όρο στα αγαθά – τρεις φορές υψηλότερος από τα εμπορικά εμπόδια μεταξύ των αμερικανικών πολιτειών – και ακόμη υψηλότερος, 110%, στις υπηρεσίες, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Η μείωση αυτών των εμποδίων πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Ωστόσο, μια νέα έκρηξη της ευρωπαϊκής ανάπτυξης θα απαιτήσει την επιδίωξη δύο επιπλέον κρίσιμων αλλαγών.
Πρώτον, πρέπει να είμαστε πιο στρατηγικοί ως προς το πού συγκεντρώνουμε τους πόρους μας — ανά τομέα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τηλεπικοινωνίες. Πρόκειται για μια κεφαλαιουχική βιομηχανία με φθίνουσες περιθώρια κέρδους, η οποία όμως είναι απαραίτητη για την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Σήμερα στην Ευρώπη, οι τηλεπικοινωνιακοί φορείς αντιμετωπίζουν 27 διαφορετικά ρυθμιστικά καθεστώτα και έχουν αναγκαστεί να συμμετάσχουν σε 27 ξεχωριστές δημοπρασίες για το φάσμα 5G. Αυτή η ετερόκλητη κατάσταση αυξάνει το κόστος, επιβραδύνει την ανάπτυξη και δυσχεραίνει την επίτευξη κλίμακας.
Αντίθετα, η Αμερική έχει έναν μόνο ρυθμιστικό φορέα, την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών, και μια ενιαία διαδικασία κατανομής φάσματος. Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο, κατανέμοντας το φάσμα διοικητικά στους φορείς εκμετάλλευσης, αντί να το δημοπρατεί, αναγνωρίζοντας ότι η αξία του 5G δεν έγκειται στα έσοδα από τις δημοπρασίες, αλλά στις εφαρμογές και τις υπηρεσίες που καθιστά δυνατές.
Η θέση της Ευρώπης σε αυτό το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο είναι παράδοξη. Τα τελευταία χρόνια, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για την ψηφιακή υποδομή έχει εξελιχθεί σε πλήρη στρατηγική αντιπαλότητα. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δώσει μια συνεκτική απάντηση, οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο των πιο σημαντικών εξελίξεων, ως κορυφαίοι πάροχοι υποδομών, προτύπων και καινοτομίας 5G. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη διαθέτει πολλά από τα εργαλεία, αλλά δεν έχει την κοινή πολιτική για να τα μετατρέψει σε μακροπρόθεσμη βιομηχανική δύναμη.
Στη χώρα μου, την Ελλάδα, προσπαθήσαμε να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση σε εθνικό επίπεδο. Διατηρήσαμε το 25 % των εσόδων από τη δημοπρασία 5G για να δημιουργήσουμε ένα ειδικό ταμείο για επενδύσεις σε εταιρείες που αναπτύσσουν εφαρμογές 5G. Αυτό αντανακλά την αναγνώριση ότι στην ψηφιακή εποχή η υποδομή από μόνη της δεν αρκεί. Η καινοτομία πάνω σε αυτή την υποδομή είναι αυτή που οδηγεί την ανάπτυξη.
Αν η Ευρώπη είχε υιοθετήσει μια συντονισμένη ή ακόμη και ενιαία ρυθμιστική προσέγγιση, ένα ενοποιημένο πλαίσιο δημοπρασιών και έναν κοινό μηχανισμό χρηματοδότησης για στρατηγικές επενδύσεις σε τεχνολογία 5G, θα μπορούσε να είχε καταλάβει μια πιο πειστική θέση ως παγκόσμιος ηγέτης στην καινοτομία που βασίζεται στο 5G. Το κόστος ευκαιρίας του κατακερματισμού δεν μετριέται μόνο σε χαμένη αποδοτικότητα, αλλά και σε χαμένη ανταγωνιστικότητα.
Η δεύτερη απαιτούμενη αλλαγή είναι η ευθυγράμμιση της ρύθμισης με τις προτεραιότητες ανάπτυξης του μέλλοντος, όχι του παρελθόντος. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες στην Ευρώπη διέπονται από την οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις. Εδώ, τα παραδοσιακά κατασκευαστικά έργα τείνουν να προχωρούν πολύ πιο γρήγορα από τα ψηφιακά ή τα έργα που βασίζονται στην καινοτομία. Αυτή η διαφορά δεν είναι απλώς διαδικαστική — αντανακλά τις προτεραιότητες ανάπτυξης μιας εποχής στην οποία η φυσική υποδομή κυριαρχούσε στη στρατηγική σκέψη.
Σήμερα, η διάρκεια ζωής των ψηφιακών έργων μετράται συχνά σε μήνες. Στην Ευρώπη, ωστόσο, τα χρονοδιαγράμματα για την ανάθεσή τους και την παράδοσή τους μετρώνται σε έτη. Εάν η προμήθεια ενός συστήματος ψηφιακής ταυτότητας ή μιας δημόσιας πλατφόρμας ηλεκτρονικής υγείας απαιτεί περισσότερο χρόνο από την ανακατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου, το θεσμικό πλαίσιο σαφώς εμποδίζει την επίτευξη των στόχων.
Δεν είναι απλώς θέμα απλοποίησης. Είναι θέμα κατεύθυνσης. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε δεν είναι «Πώς μπορούμε να διευκολύνουμε τις προμήθειες;», αλλά «Τι θέλουμε να επιτύχουμε με τις προμήθειες;». Η απάντηση πρέπει να είναι η ανάπτυξη και η καινοτομία. Αυτό σημαίνει αναδιατύπωση των κανόνων ώστε να είναι κατάλληλοι για ευέλικτη ανάπτυξη, συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στον τομέα της τεχνολογίας και ταχεία ανάπτυξη σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κυβερνοασφάλεια, η ενεργειακή μετάβαση και η προηγμένη κατασκευή.
Ας εξαλείψουμε, με κάθε μέσο, τους αόρατους δασμούς που κατακερματίζουν την εσωτερική αγορά της Ευρώπης. Αλλά ας αναρωτηθούμε επίσης: τι είδους οικονομία θα δημιουργήσουμε όταν εξαλειφθούν αυτά τα εμπόδια;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι «περισσότερο από το ίδιο». Πρέπει να είναι μια οικονομία που καινοτομεί, ανταγωνίζεται και αναπτύσσεται — με μια θεσμική αρχιτεκτονική σχεδιασμένη όχι μόνο για τη διαχείριση των κινδύνων, αλλά και για την ενεργοποίηση του δυναμικού της Ευρώπης.