Στην Ελλάδα του 2025 έχουμε ανακαλύψει μια νέα πηγή εθνικής υπερηφάνειας: το υπερπλεόνασμα. Δεν είναι Ολυμπιακό μετάλλιο, δεν είναι Eurovision, δεν είναι ούτε καν μια νέα καλή σειρά στο Netflix. Είναι ο αριθμός που γράφει ο προϋπολογισμός και που η κυβέρνηση μάς σερβίρει σαν απόδειξη ότι όλα βαίνουν καλώς.
- Του Δημήτρη Δραγώγια
Το πρωτογενές πλεόνασμα για το οκτάμηνο του 2025 έφτασε σχεδόν τα 8,7 δισ. ευρώ – υπερδιπλάσιο από τον στόχο. Αν συνεχίσουμε έτσι, θα ξεπεράσουμε το περσινό θηρίο των 11,4 δισ. ευρώ. Ο υπουργός Οικονομικών μπορεί να το κορνιζάρει και να το κρεμάσει πάνω από το τζάκι του. Το ερώτημα όμως παραμένει: τι σημαίνει αυτό για τον πολίτη που μετράει τα ψιλά μπροστά στο ράφι με το γάλα;
Γιατί το μυστικό του «θριάμβου» είναι απλό και πικρό: η ακρίβεια είναι αυτή που δουλεύει υπερωρίες για να φουσκώνουν τα κρατικά ταμεία. Όσο περισσότερο πληρώνεις για ψωμί, βενζίνη, ρεύμα και ενοίκιο, τόσο περισσότερος ΦΠΑ και φόρος εισοδήματος ρέει στο κράτος. Έτσι φτιάχνονται τα υπερπλεονάσματα. Σου παίρνουν δέκα, σου δίνουν έναν και στο τέλος σε ευχαριστούν που συμμετείχες στο εθνικό πείραμα αυτοθυσίας.
Το σερβίρισμα των… δίκαιων μέτρων
Η κυβέρνηση, βέβαια, ξέρει να το σερβίρει: μιλά για «δημοσιονομικό χώρο», για «δίκαιη ανάπτυξη», για «στοχευμένα μέτρα». Στην πράξη αυτό σημαίνει πως, αφού πληρώσεις πανάκριβα τον λογαριασμό της ΔΕΗ, μπορεί να σου επιστρέψουν ένα κουπόνι για το πετρέλαιο θέρμανσης. Ή ένα εφάπαξ βοήθημα που δεν φτάνει ούτε για δύο σούπερ μάρκετ. Κάπως έτσι, το πλεόνασμα μετατρέπεται σε πολιτικό cash back με ημερομηνία λήξης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος μάς προειδοποίησε: ο πληθωρισμός φέτος θα είναι 3,1% – παραπάνω από ό,τι περιμέναμε. Και ούτε το 2026 ούτε το 2027 θα πιάσουμε το στόχο της ΕΚΤ για 2%. Αυτό σημαίνει ότι το καλάθι της νοικοκυράς θα συνεχίσει να λειτουργεί σαν μαύρη τρύπα που καταπίνει μισθούς και συντάξεις.
Κι ενώ η ακρίβεια έχει γίνει ο μόνιμος συγκάτοικος της ελληνικής οικογένειας, η κυβέρνηση συνεχίζει να πορεύεται με το δόγμα «μην αγγίζετε την αγορά». Ούτε θεσμικά μέτρα για τις τιμές, ούτε ρυθμιστικά πλαφόν, ούτε ουσιαστικοί έλεγχοι. Η μόνη πολιτική είναι η ανακύκλωση της ίδιας λογικής: το κράτος να βγάζει υπεραξία από την τσέπη σου και μετά να σου τη μοιράζει πίσω με δόσεις.
Η ειρωνεία είναι πως, ενώ σε άλλες χώρες η ακρίβεια θεωρείται πρόβλημα, εδώ τη βαφτίζουμε «ευκαιρία».
Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται τη συγκυρία για να μοιράζει μέτρα με το σταγονόμετρο. Φέτος ήταν ένα «πακέτο 1+1», του χρόνου θα είναι ένα άλλο. Σαν τις προσφορές των σούπερ μάρκετ που λήγουν σε μια εβδομάδα.
Όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο: η Ελλάδα συμπλήρωσε ήδη έναν χρόνο με πληθωρισμό σταθερά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Εδώ, ο καφές ανεβαίνει πιο γρήγορα από το μετρό της Αθήνας, το ενοίκιο θυμίζει Airbnb και το σουβλάκι πλησιάζει να γίνει είδος πολυτελείας.
Κι αν ρωτήσει κανείς ποιο είναι το όφελος για τον μέσο πολίτη από αυτά τα 8,7 δισ. ευρώ, η απάντηση είναι απλή: κανένα. Εκτός αν θεωρείς επίτευγμα ότι το κράτος χτίζει πολιτική καριέρα πάνω στο δικό σου άδειο πορτοφόλι. Είναι σαν να πανηγυρίζει ένας γιατρός γιατί ο ασθενής έχασε κιλά — παραλείποντας να πει ότι τα έχασε λόγω αιμορραγίας.
Τα πανηγύρια της ΔΕΘ
Τα πλεονάσματα δεν είναι αυτοσκοπός. Ούτε τα πανηγύρια της ΔΕΘ, ούτε οι εξαγγελίες που θυμίζουν Black Friday της πολιτικής. Ο πραγματικός δείκτης επιτυχίας μιας κυβέρνησης δεν είναι το excel του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά το αν οι πολίτες μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια.
Γιατί στην τελική, το μόνο πλεόνασμα που μένει δεν είναι δημοσιονομικό. Είναι το πλεόνασμα οργής και απογοήτευσης μιας κοινωνίας που βλέπει τον ιδρώτα της να μετατρέπεται σε πανηγυρικούς λόγους και powerpoint. Και αυτό, σε αντίθεση με τα υπερπλεονάσματα, δεν μπορείς να το φορολογήσεις ούτε να το κρύψεις.
Αυτό είναι το πραγματικό μάθημα: η ανάπτυξη δεν είναι νούμερα σε δελτία Τύπου. Είναι να βγαίνει ο μήνας. Κι όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμία κορδέλα, κανένα excel και κανένα «υπερπλεόνασμα» δεν θα πείσει κανέναν.