Η ματαίωση της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν λόγω της στάσης της Άγκυρας δεν αποτέλεσε έκπληξη. Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες οικοδομεί την εξωτερική της πολιτική πάνω στην αμφισβήτηση, την προκλητικότητα και τη διαρκή αναθεωρητική ρητορική. Το ξέρουμε, το περιμένουμε, το αντιμετωπίζουμε. Η αληθινή έκπληξη όμως προήλθε από το εσωτερικό: από την ελληνική αντιπολίτευση, η οποία έσπευσε να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να πλήξει την κυβέρνηση, λες και η χώρα έχει την πολυτέλεια να μετατρέπει ένα εθνικό θέμα σε “μικροκομματικό καυγά”.
Η επιλογή της αντιπολίτευσης να στοχοποιήσει τον Πρωθυπουργό για την ακύρωση της συνάντησης δεν συνιστά πολιτική κριτική – συνιστά πολιτική τύφλωση. Γιατί η ακύρωση δεν ήταν αποτέλεσμα ελληνικής αδυναμίας, αλλά τουρκικής προέλευσης. Παρόλα αυτά, αντί να στρέψουν τα βέλη τους εκεί που πραγματικά βρίσκονται οι ευθύνες, δηλαδή στην Άγκυρα, έριξαν τα πυρά τους στην Αθήνα. Στην πράξη λοιπόν δεν αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, αλλά την ίδια τη χώρα. Σε μια στιγμή που απαιτείται εθνική ενότητα, σοβαρότητα και μια κοινή γραμμή απέναντι στις προκλήσεις της γείτονος, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέλεξαν τον δρόμο της εσωτερικής αντιπαράθεσης.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί το εξής: η τουρκική αντιπολίτευση, όσο κι αν πολεμά τον Ερντογάν στο εσωτερικό, βρήκε την ευκαιρία να του ασκήσει κριτική για την αποτυχία του ταξιδιού του και το γεγονός ότι η συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ δεν πήγε όσο καλά θα περίμεναν. Τον κατηγόρησαν ότι δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας μια προγραμματισμένη διπλωματική αποστολή, ότι δεν χειρίστηκε σωστά τις ισορροπίες, ότι εξέθεσε τη χώρα του διεθνώς. Με άλλα λόγια, χτύπησαν τον Τούρκο πρόεδρο εκεί που πονάει: στη δική του ευθύνη.
Αντί να σταθούν πίσω από την εθνική θέση και να καταδικάσουν τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας, επέλεξαν να μετατρέψουν το επεισόδιο σε ένα ακόμη επεισόδιο εσωτερικής κομματικής αντιπαράθεσης. Δικαίωμά τους. Δημοκρατία έχουμε. Αυτή η στάση δεν είναι απλώς ανεύθυνη. Είναι επικίνδυνη. Γιατί δίνει στον αντίπαλο την εικόνα ενός πολιτικού συστήματος που δεν μπορεί να σταθεί ενωμένο στα βασικά. Δίνει το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι διχασμένη, ότι η ηγεσία της αμφισβητείται εκ των έσω, ότι η εθνική γραμμή είναι διαπραγματεύσιμη. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η Τουρκία επιχειρεί να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι η Αθήνα είναι «αδιάλλακτη» και «αναξιόπιστη».
Η εσωτερική κριτική είναι υγεία. Η στείρα, κοντόφθαλμη και εθνικά επιζήμια κριτική όμως δεν είναι αντιπολίτευση – είναι υπονόμευση. Όταν ο πολιτικός αντίπαλος αναζητά πόντους μέσα από τα εθνικά θέματα, τότε δεν αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση, αλλά τη χώρα που υποτίθεται πως θέλει να κυβερνήσει.
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να διαπραγματεύεται εσωτερικά το αυτονόητο: ότι απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις απαιτείται κοινό μέτωπο. Αυτό δεν σημαίνει λευκή επιταγή στην κυβέρνηση, ούτε κατάργηση της κριτικής. Σημαίνει όμως ότι η κριτική πρέπει να γίνεται με εθνική ευθύνη, με σεβασμό στη διεθνή εικόνα της χώρας και με καθαρή στόχευση στον πραγματικό αντίπαλο.
Το πραγματικό δίλημμα είναι σαφές: θέλουμε αντιπολίτευση που θα στέκεται απέναντι στην Τουρκία ή αντιπολίτευση που θα στέκεται απέναντι στην Ελλάδα; Γιατί η δεύτερη επιλογή, όσο βολική κι αν φαίνεται για κάποιους στο εσωτερικό, στο τέλος δεν αφήνει κανέναν κερδισμένο – εκτός από την Άγκυρα.