Οι Mercedes, BMW και Volkswagen θέλουν να φρενάρουν την απαγόρευση των κινητήρων καύσης μετά το 2035. Οι πολιτικοί τους χαμογελούν, οι Βρυξέλλες τρέμουν και το κλίμα ιδρώνει. Όμως, πίσω από τα βαριά λογότυπα και τα σλόγκαν περί «πεπρωμένου», οι γερμανικοί γίγαντες μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με κολοσσούς με γυάλινα πόδια.
Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας
Στη Γερμανία το αυτοκίνητο είναι κάτι παραπάνω από μέσο μεταφοράς: είναι εθνικό σύμβολο, εργαλείο ταυτότητας, σχεδόν πολιτιστικό μνημείο. Όταν ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ δηλώνει ότι «χωρίς το αυτοκίνητο έρχεται η κατάρρευση», δεν μιλά για Tesla ή κινεζικά BYD. Μιλά για τα πατροπαράδοτα μοτέρ εσωτερικής καύσης – τα ίδια που καίνε βενζίνη και ντίζελ σαν να είμαστε ακόμη στο 1975.
Αυτός ο αναχρονισμός συγκρούεται μετωπικά με τις επιταγές της κλιματικής κρίσης. Κι όμως, το πολιτικό σύστημα δείχνει πρόθυμο να κλείσει το μάτι στη βιομηχανία.
Οι πιέσεις στις Βρυξέλλες
Νωρίτερα μέσα στον μήνα, οι επικεφαλής της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας έκαναν «εκδρομή» στο Berlaymont, το κτίριο της Κομισιόν στις Βρυξέλλες. Το αίτημά τους; Δύο απλά πράγματα:
- Να αναιρεθεί η απαγόρευση πώλησης νέων αυτοκινήτων με κινητήρες καύσης από το 2035.
- Να χαλαρώσουν οι ενδιάμεσες ποσοστώσεις για πωλήσεις ηλεκτρικών μέχρι τότε.
Η von der Leyen κράτησε κλειστά χαρτιά, αλλά ήδη διαρρέουν σενάρια ότι τα plug-in υβριδικά μπορεί να έχουν «δεύτερη ευκαιρία». Στην ευρω-γλώσσα αυτό λέγεται «βελτιστοποίηση». Στην καθημερινή γλώσσα: υπαναχώρηση.
Γίγαντες με γυάλινα πόδια
Επισήμως, η αυτοκινητοβιομηχανία κρατά το 5% του γερμανικού ΑΕΠ και απασχολεί 770.000 ανθρώπους. Ανεπισήμως, χάνει θέσεις εργασίας με ρυθμό που καμία πολιτική χαλάρωση δεν θα ανακόψει. Μόνο πέρυσι χάθηκαν 50.000 θέσεις – και όχι επειδή φταίνε οι κανονισμοί, αλλά επειδή η αγορά αλλάζει.
Η Tesla και οι κινεζικές εταιρείες έχουν προλάβει το μέλλον. Με κρατικές επιδοτήσεις και τεχνολογικό know-how έστησαν ολόκληρα οικοσυστήματα ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ η Γερμανία έπινε ακόμη μπύρα στο Oktoberfest. Όταν οι γερμανικοί κολοσσοί ξύπνησαν, είχαν χάσει σχεδόν μια δεκαετία.
Η βιομηχανία επαναλαμβάνει το ίδιο τροπάρι: «αν επιμείνετε στην απαγόρευση, θα χαθούν δουλειές». Το πρόβλημα; Οι δουλειές χάνονται ήδη. Και συνεχίζοντας να κατασκευάζεις βενζινοκίνητα, δεν τις σώζεις – απλά καθυστερείς το αναπόφευκτο.
Πίσω από το υποτιθέμενο κοινωνικό άγχος βρίσκονται οικογένειες που είναι ανάμεσα στους πλουσιότερους της Γερμανίας: οι Piëch και Porsche, οι Quandt και Klatten. Δεν πρόκειται για κοινωφελή ιδρύματα· πρόκειται για μετόχους που φοβούνται ότι το μέλλον δεν θα τους αποδώσει τα ίδια μερίσματα.
Το σκάνδαλο που δεν έγινε μάθημα
Το Dieselgate του 2015, όπου οι εταιρείες πείραξαν λογισμικά για να φαίνονται «καθαρά» τα αυτοκίνητά τους, θα περίμενε κανείς να λειτουργήσει σαν καμπανάκι. Αντί γι’ αυτό, οι ίδιες εταιρείες συνεχίζουν να παίρνουν εκατομμύρια σε επιδοτήσεις για «πράσινη καινοτομία».
Η BMW, μόνο το 2024, έλαβε 36 εκατ. ευρώ από το γερμανικό κράτος και την ΕΕ για έρευνα σε αυτόνομα οχήματα. Δηλαδή, η ίδια βιομηχανία που χειραγώγησε τις μετρήσεις ρύπων πληρώνεται για να φτιάξει το μέλλον.
Παρά την οργανωμένη πίεση, δεν είναι όλοι στο ίδιο στρατόπεδο. 150 εταιρείες στον χώρο της ηλεκτροκίνησης έστειλαν ανοιχτή επιστολή στη von der Leyen ζητώντας να επιμείνει στην απαγόρευση του 2035. Ακόμη και η Audi χαρακτήρισε «αντιπαραγωγική» την προσπάθεια αμφισβήτησης.
Κι ενώ η ίδια η αγορά δείχνει ότι το μέλλον είναι ήδη ηλεκτρικό (στη Γερμανία οι ταξινομήσεις EV αυξήθηκαν κατά 46% τον Αύγουστο του 2025), οι παραδοσιακοί κατασκευαστές επιμένουν να κρατούν το πόδι στο φρένο.
Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω
Η Γερμανία μπορεί να θέλει να ξαναγράψει το σενάριο, αλλά η ταινία έχει ήδη προβληθεί. Η μετάβαση στα ηλεκτρικά δεν είναι θέμα «αν» αλλά «πότε». Όσο περισσότερο καθυστερούν οι γίγαντες, τόσο πιο εύθραυστοι γίνονται. Και τότε, το «Made in Germany» θα θυμίζει περισσότερο παλιά διαφήμιση παρά ζωντανή πραγματικότητα.
Το ερώτημα δεν είναι αν η ΕΕ θα λυγίσει μπροστά στο λόμπι, αλλά πόσο θα κοστίσει η καθυστέρηση: σε κλίμα, σε ανταγωνιστικότητα, σε αξιοπιστία. Το βέβαιο είναι ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω – κι αν προσπαθήσεις να το ανακόψεις με πετρελαιοκίνητα SUV, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να βραχείς.