Η πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη για τα νοικοκυριά, με τις φορολογικές και συναφείς επιβαρύνσεις να παραμένουν υψηλές — σε μια περίοδο όπου η πολιτεία θα όφειλε να διευκολύνει ιδιαίτερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Παρότι ο φόρος μεταβίβασης θεωρείται από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, το σύνολο των εξόδων που συνοδεύουν την αγορά ακινήτου τοποθετεί την Ελλάδα ανάμεσα στις δέκα ακριβότερες αγορές της Ευρώπης, σύμφωνα με διεθνή στοιχεία.
Έως και 25.000 ευρώ επιπλέον για ένα σπίτι 300.000 ευρώ
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Global Property Guide, τα συνολικά έξοδα μεταβίβασης στην Ελλάδα κυμαίνονται από 6% έως 8,5% της αξίας. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διαμέρισμα 300.000 ευρώ, μπορεί να απαιτηθούν έως και 25.500 ευρώ επιπλέον, μόνο και μόνο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία αγοράς.
Πέραν του φόρου μεταβίβασης, ο οποίος βρίσκεται στο 3%, υπάρχουν πλήθος άλλων επιβαρύνσεων:
- Μεσιτικά έξοδα 1%–2% για τον αγοραστή.
- Συμβολαιογραφικά τέλη 0,8%–1,2% της αξίας.
- Αμοιβές δικηγόρων γύρω στο 1%.
- Κτηματολόγιο 0,475% — που μπορεί να πληρωθεί εις διπλούν όταν υπάρχει τραπεζικό δάνειο.
Η εικόνα επιβαρύνει δυσανάλογα τους πολίτες, καθώς τα περισσότερα κόστη βαρύνουν αποκλειστικά τον αγοραστή, χωρίς ουσιαστικά αντισταθμιστικά μέτρα.
Καμία πρόβλεψη για πραγματική ελάφρυνση
Η κυβέρνηση επιμένει να προβάλλει ως «ελάφρυνση» τις παλαιότερες ρυθμίσεις απαλλαγής πρώτης κατοικίας, οι οποίες ισχύουν μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις (π.χ. επιφάνεια 70 τ.μ. +25 τ.μ. ανά παιδί). Για χιλιάδες ζευγάρια που έχουν στην κατοχή τους μικρά ακίνητα, η απαλλαγή χάνεται, οδηγώντας σε νέα φορολογική επιβάρυνση.
Παράλληλα, δεν έχει υπάρξει κανένα σχέδιο μείωσης των παρεπόμενων τελών, όπως π.χ. του κόστους εγγραφής στο Κτηματολόγιο ή των συμβολαιογραφικών αμοιβών, παρότι πρόκειται για κρατικά ή ρυθμιζόμενα έξοδα. Έτσι, ενώ η αγορά κατοικίας συνεχίζει να ακριβαίνει, το κράτος διατηρεί άκαμπτο το πλαίσιο των βαρών, περιορίζοντας την πρόσβαση στην ιδιοκτησία.
Ακριβή χώρα σε φθίνουσα στεγαστική πραγματικότητα
Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι σε ένα παράδοξο πλαίσιο: υψηλές επιβαρύνσεις σε μια αγορά όπου οι τιμές έχουν εκτιναχθεί, οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι και η στεγαστική κρίση πλήττει ιδιαίτερα τους νέους και τα ζευγάρια.
Την ίδια ώρα, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν στοχευμένα μέτρα για την ενίσχυση των αγοραστών πρώτης κατοικίας, μειώνοντας ή ακόμη και εξαλείφοντας επιβαρύνσεις στα χαμηλότερα εισοδήματα. Στην Ελλάδα, αντίστοιχες παρεμβάσεις παραμένουν ανύπαρκτες, με τους πολίτες να καλούνται να χρηματοδοτήσουν μόνοι τους ένα δυσβάστακτο κόστος.