Τα όσα πέρασαν για δύο 24ωρα στα χέρια των σωμάτων ασφαλείας του Ισραήλ τα απαχθέντα μέλη του Global Sumud Flotilla περιέγραψε στην manifesto, ο Ιταλός δημοσιογράφος Lorenzo D’ Agostino.
Ο δημοσιογράφος αναφέρθηκε σε όσα πέρασε η Σουηδή ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ, την οποία έζωσαν με ισραηλινή σημαία και έπειτα έβγαζαν selfies μαζί της. Παράλληλα σημειώνει ότι τους πήραν οτιδήποτε με σημαία της Παλαιστίνης βρήκαν επάνω τους, αλλά και για τον ιδιαίτερο ζήλο του όσο ήταν παρών ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Μπεν Γκβιρ που τους αποκαλούσε τρομοκράτες.
Η μαρτυρία του Ιταλού δημοσιογράφου: «Μας αναχαίτισαν στις 1:58 τα ξημερώματα της Πέμπτης. Στο πλοίο μου, τη Hio, μέρος της αποστολής της Global Sumud Flotilla, ανέβηκαν πέντε Ισραηλινοί στρατιώτες, με τα αυτόματα οπλά τους έτοιμα και τα λέιζερ στραμμένα πάνω μας. Ένα μήνα ακριβώς μετά την αναχώρηση από τη Βαρκελώνη.
Επί της βάρκας, οι στρατιώτες μας επέτρεψαν να πάμε στην τουαλέτα, να φάμε, να πιούμε και να καπνίσουμε. Ακολούθησαν εκτροπή της βάρκας προς το λιμάνι του Άσντοντ. Μείναμε δεμένοι στο μόλο για λίγες ώρες. Πριν μας κατεβάσουν, ένας στρατιώτης ήθελε να μιλήσει με τον καπετάνιο μας: «My friend, my friend, listen to me, αυτή θα σου αρέσει: όταν οι νάνοι ρίχνουν μακριές σκιές, σημαίνει ότι ο ήλιος είναι χαμηλά». Αυτό ήταν το τελευταίο που μας είπε.
Καθώς κατεβαίναμε, άκουσα κάποιον από τα άλλα πλοία της αποστολής να φωνάζει: η αστυνομία θα είναι χειρότερη. Πάτησα στη στεριά και, χωρίς να το καταλάβω, ένας αστυνομικός μου πήρε το μπράτσο και το γύρισε πίσω στην πλάτη μου, για να μου κάνει όσο περισσότερο πόνο γινόταν. Μετά μας έκαναν να καθίσουμε στο πάτωμα, πάνω σε μια τσιμεντένια πλατεία.
If you want to see a real hero, look at her #GrethaThunberg
❤️ I LOVE GRETHA THUNBERG
‼️‼️‼️‼️‼️
Release her now!!!!!!
‼️‼️‼️‼️‼️#GlobalSumudFlotilla #Gaza #freepalesti̇ne pic.twitter.com/e06wumW85w— İNCİ TANESİ (@incitaneesi) October 5, 2025
Η Γκρέτα Τούνμπεργκ είχε τυλιχτεί με την ισραηλινή σημαία, σαν να ήταν τρόπαιο πολέμου. Την κάθισαν σε μια γωνία, οι αστυνομικοί την περικύκλωσαν και έβγαζαν selfie μαζί της. Εκεί συγκέντρωσαν όλους. Λίγο πριν από μένα, είχε κατέβει η Γκρέτα, μια νέα γυναίκα 22 ετών, γενναία γυναίκα. Την έβαλαν σε μια γωνία, ένας αστυνομικός της έλεγε ότι ήταν «ειδικός χώρος για μια ειδική κοπέλα».
Μετά επιτέθηκαν σε μια άλλη κοπέλα, την Χανάν. Την ανάγκασαν να κάτσει μπροστά στην ισραηλινή σημαία για να την κοιτάζει. Χτυπούσαν ανθρώπους με κλωτσιές, μας έλεγαν να σκύψουμε το κεφάλι, να κοιτάμε κάτω, όποιος σήκωνε το βλέμμα γονάτιζε. Ένας πιο ηλικιωμένος ακτιβιστής έκανε κατούρημα πάνω του.
Οποιοδήποτε αντικείμενο θύμιζε Παλαιστίνη το έσκιζαν, το πέταγαν κάτω και το πατούσαν. Μας έβγαζαν όλα τα βραχιόλια από τους καρπούς. Μια κοπέλα την έσυραν στο έδαφος γιατί το βραχιόλι δεν έσπαγε. Δεν ήταν καν παλαιστινιακή σημαία, ήταν η σημαία της Σομαλίας. Έμεινα στο τσιμέντο για δύο ώρες περίπου, άλλοι πολύ περισσότερες, πέντε ή έξι ώρες. Ζήτησαν τα διαβατήρια των Ιταλών και μας πέρασαν από έλεγχο μετανάστευσης. Άνοιξαν το σακίδιο μου: ό,τι θύμιζε Παλαιστίνη το πήραν και το πέταξαν στα σκουπίδια. Στο σακίδιό μου βρήκαν και ένα αντίτυπο του Κορανίου και τρελάθηκαν, όπως σε ένα ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα: πίστεψαν ότι ήμουν μουσουλμάνος και επί δύο ώρες κάθε αστυνομικός που περνούσε με κορόιδευε.
Στο νεσεσέρ βρήκαν ροζ υγρά μαντηλάκια και μου είπαν «είσαι γυναίκα», γέλαγαν και χτυπιόντουσαν στην πλάτη. Μετά τον έλεγχο στα σύνορα, μας ανάγκασαν να γδυθούμε, αφήνοντάς μας μόνο με τα εσώρουχα. Υποστήκαμε δύο ανακρίσεις, μόνο σε μία ήταν παρούσα δικηγόρος. Μας ρώτησαν αν θέλαμε να απελαθούμε, και στο τέλος η ανακοίνωση: θα πάμε φυλακή. Εκεί ήρθε ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, ο υπουργός εσωτερικής ασφάλειας του Ισραήλ. Μας περίμενε στο Άσντοντ για να βεβαιωθεί ότι θα μας έβλεπαν και θα μας συμπεριφέρονταν ως τρομοκράτες, γιατί τέοιοιι πίστευε ότι ήμασταν.
Μας φώναξε ότι είμαστε τρομοκράτες. Τον είχα ακριβώς μπροστά μου. Ενώπιον του οι Ισραηλινοί αστυνομικοί ήθελαν να δείξουν σκληροί: μας έδεσαν τα μάτια και πέρασαν πλαστικές χειροπέδες στα χέρια, πολύ σφιχτές. Μας έβαλαν σε θωρακισμένο όχημα φορώντας μόνο ένα λεπτό μπλουζάκι: η κλιματιστική μηχανή ήταν στο μέγιστο, έκανε πολύ κρύο. Μέσα στο θωρακισμένο υπήρχε ένας Σκωτσέζος που κατάφερε να ξεδεθεί και με τη βοήθεια ενός Ιταλού, του Μάρκο, έλυσε τις χειροπέδες σε όλους. Όταν είδαμε τους συντρόφους μας να κατεβαίνουν από τα άλλα θωρακισμένα, είχαν τα χέρια τους μωβ. Κάποιοι είχαν τις χειροπέδες από την αναχαίτιση: κράτησαν τα χέρια τους δεμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς τις φυλακές. Από τις δύο τα ξημερώματα μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα.
Την πρώτη νύχτα δεν μας άφησαν να κοιμηθούμε: μας ξυπνούσαν και μας έκαναν να σηκωθούμε όρθιοι ή έπαιρναν από τους μεγάφωνα. Τη δεύτερη νύχτα μας άλλαξαν κελί. Ποτέ δεν μας έδωσαν εμφιαλωμένο νερό, μόνο νερό από τη βρύση που ήταν καυτό. Διαμαρτυρηθήκαμε, χτυπούσαμε τις πόρτες από σίδερο, φωνάζαμε «Ελεύθερη Παλαιστίνη», τραγουδούσαμε το «Bella Ciao».
Στο δεύτερο κελί μαζί μου ήταν ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας από την εποχή του Αχμέτ Νταβούτογλου. Είχε σπασμένο και πρησμένο χέρι. Το έκαψε μόνος του γιατί δεν του έδωσαν ούτε επίδεσμο ούτε παυσίπονα. Δεν έδωσαν φάρμακα σε κανέναν, ούτε σε έναν άντρα που έπασχε από επιληψία. Διαμαρτυρηθήκαμε και ζητήσαμε γιατρό.
Τη δεύτερη μέρα ήρθε η προξενική βοήθεια: η Ιταλίδα πρόξενος μας ρώτησε αν είχαμε υποστεί κακοποίηση και μας είπε ότι αν υπογράφαμε την απέλαση, θα μας έστελναν στην Ιταλία την επόμενη μέρα. Πολλοί υπέγραψαν, αλλά δεν ξέρω τι συνέβη σε όσους δεν υπέγραψαν, ακόμα παραμένουν δεκαπέντε Ιταλοί στο κελί. Εγώ υπέγραψα: ήταν ένα έγγραφο με το οποίο αποδεχόμουν να παραιτηθώ από τη δίκη και να απελαθώ μέσα σε 72 ώρες. Καμία ομολογία ενοχής. Έκαναν νέες ανακρίσεις. Οι ερωτήσεις γίνονταν από δικαστή, χωρίς δικηγόρο. Τον ζητήσαμε, είπαν ότι δεν χρειαζόταν, ήταν απλώς μια κουβέντα. Παρέμεινα σιωπηλός. Είπα μόνο ότι είμαι δημοσιογράφος, ασκώντας το επάγγελμά μου, και ότι δεν θα μιλούσα άλλο χωρίς δικηγόρο ή προξενική βοήθεια.
Μας ρώτησαν γιατί θέλαμε να πάμε στη Γάζα, αν δεν ξέραμε ότι υπάρχει αποκλεισμός στη Γάζα. Άλλους ρώτησαν πιο «πολιτικά» πράγματα, για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Το βράδυ μετά, οι φρουροί έγιναν πιο βίαιοι. Η Ιταλίδα πρόξενος είχε φύγει πριν λίγο, είχε έρθει να μαζέψει άλλες «υπογραφές» για την απέλαση, όταν έφτασαν οι ειδικές δυνάμεις. Άνοιξαν τα κελιά, έστρεψαν τα όπλα πάνω μας με λέιζερ και έκαναν καταμέτρηση. Σε κάποια κελιά έστρεψαν εναντίον μας σκύλους. Σε ένα κελί βρήκαν ένα γκράφιτι «Palestine»: το είχαν φτιάξει οι κρατούμενοι με κομμάτια πιπεριάς που είχαν περισσέψει και νερό από τη βρύση. Για να το σβήσουν, οι αστυνομικοί πέταξαν λεκάνες με χλώριο. Τη νύχτα οι κρατούμενοι κοιμήθηκαν με στρώματα μουλιασμένα.
Εκείνη τη νύχτα, ως αντίποινα, ξαναμοίρασαν τα κελιά, ήμασταν δέκα κι έγιναν δεκαπέντε, για να μην υπάρχει χώρος για όλους. Γύρισαν τα στρώματα για να έχουμε όλοι το κεφάλι μας πάνω. Στο κελί μου ήταν ο Μάσο Νοταριάνι και ένας σύμβουλος του Δημοκρατικού Κόμματος της Λομβαρδίας, ο Πάολο Ρομάνο. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν σε έναν πραγματικά βάρβαρο τόπο και ελπίζα πραγματικά να τελείωνε γρήγορα αυτή η βαρβαρότητα.
Χθες το πρωί, πολύ νωρίς, μας ξύπνησαν και μας φόρτωσαν στο ίδιο θωρακισμένο όχημα της διαδρομής της αναχώρησης. Φανταζόμασταν ότι μας πήγαιναν στο αεροδρόμιο, αλλά παρακολουθούσαμε τα σημάδια από τις σχισμές του οχήματος, φοβόμασταν ότι μπορεί να μας μετεγκαθιστούσαν σε άλλο κέντρο κράτησης.
Το ταξίδι διήρκεσε τρεις ώρες, έκανε πολύ ζέστη, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Ζητήσαμε νερό και μας είπαν ότι ήμασταν σχεδόν στον προορισμό. Στο αεροδρόμιο, στο Εϊλάτ, μας έβαλαν σε αεροπλάνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Εκεί μας υποδέχτηκαν με χαρά, μια προπαγάνδα τύπου Ερντογάν: μια βουλευτής του κόμματός του μας υποδέχτηκε με καινούργια ρούχα, παπούτσια για όλους και κεφίγιε. Αργά το βράδυ πήραμε το τελευταίο αεροπλάνο, προορισμός Ρώμη.