Υψηλό παραμένει το Δημόσιο χρέος που σύμφωνα με το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού, καθώς της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 359 δισ. ευρώ ή 137,6% του ΑΕΠ το, από 362,8 δισ. ευρώ ή 145,4% του ΑΕΠ το 2025. Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης αναμένεται να μειωθεί στα 394,6 δισ. ευρώ ή 151,2% του ΑΕΠ, από 398,4 δισ. ευρώ ή 159,6% ένα χρόνο νωρίτερα.
Η αύξηση του ονομαστικού και πραγματικού ΑΕΠ σε συνδυασμό με τον περιορισμένο νέο δανεισμό και τις συνεχιζόμενες πρόωρες αποπληρωμές δανείων που ελήφθησαν στο πλαίσιο των μηχανισμών στήριξης, είναι οι κύριοι λόγοι της μείωση του δημόσιου χρέους, σύμφωνα πάντα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Υπήρξαν προηγούμενες αποπληρωμές δανείων άνω των 15 δις το περασμένο διάστημα ενώ τον προσεχή Δεκέμβριο προγραμματίζεται νέα πρόωρη αποπληρωμή ύψους 5,29 δισ. ευρώ από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου, με λήξεις μεταξύ 2033 και 2041.
Τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου που ξεπερνούν τα 44 δις ευρώ στηρίζουν μέχρι στιγμής τις πρόωρες αποπληρωμές. Επίσης το Δημόσιο προέβη σε κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων προς επενδυτών 10ετούς, 15ετούς και 30ετούς διάρκειας ύψους 7 δισ για να καλύψει χρηματοδοτικές ανάγκες.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους παραμένει διαχειρίσιμο: οι δαπάνες για τόκους εκτιμώνται σε περίπου 6–7 δισ. ευρώ ετησίως (περίπου 3% του ΑΕΠ) για την Κεντρική Διοίκηση και κοντά στα 5 δισ. ευρώ για τη Γενική Κυβέρνηση. Η συγκράτηση του κόστους αποδίδεται στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου (υψηλό μερίδιο σταθερού επιτοκίου και μεγάλη διάρκεια ωρίμανσης) και σε ευνοϊκές συμφωνίες αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου.
Για το 2026 ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προβλέπει συγκρατημένη δανειακή στρατηγική: διατήρηση παρουσίας στις αγορές με στοχευμένες εκδόσεις, συνέχιση της πολιτικής πρόωρων αποπληρωμών και ενεργή διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ, με στόχο τη σταθερότητα και τη μείωση μελλοντικών χρηματοδοτικών πιέσεων.