Ο εκπρόσωπος τύπου της Νέας Αριστεράς, Κωστής Καρπόζηλος , σε ανάρτησή του στο Facebook, προχώρησε σε εκτενή κριτική των πρόσφατων κινήσεων της κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι η ηγεσία της χώρας ακολουθεί συνειδητά μια «στρατηγική της έντασης» με απώτερο πολιτικό στόχο τη συσπείρωση των «νοικοκυραίων» και της «σιωπηλής πλειοψηφίας».
Αναλυτικά η ανάρτηση:
Την Κυριακή ο Πρωθυπουργός προτείνει αυτό που προτείνει για το χώρο μπροστά από το κτίριο της Βουλής. Τη Δευτέρα το μεσημέρι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επικαλείται τη «σιωπηλή πλειοψηφία» -και στη συνέχεια μπας και δεν το καταλάβαμε τους «νοικοκυραίους»-που καταπιέζεται από τους λίγους που «κάνουν φασαρία». Τη Δευτέρα το απόγευμα, ο Άδωνις Γεωργιάδης (of all people) κατηγορεί το Κομμουνιστικό Κόμμα και την Αριστερά για «αντισημιτισμό». Την Τρίτη τα χαράματα, μέρα απεργίας, η αστυνομία εισβάλλει στο χώρο του Πολυτεχνείου σε ένα φοιτητικό στέκι. Να, ένα παραγωγικό κυβερνητικό 24ωρο.
Αν ενώσει κανείς τις κουκίδες του τελευταίου διαστήματος η εικόνα που προκύπτει είναι μια: η κυβέρνηση επιλέγει την ένταση. Την επιδιώκει. Έχοντας έναν πολιτικό στόχο: τη συσπείρωση των «νοικοκυραίων». Είναι μια στρατηγική που ακολουθεί το αμερικανικό textbook. Το 1969 ο πρόεδρος Νίξον απευθύνθηκε στη «σιωπηλή πλειοψηφία» ζητώντας τη στήριξή της απέναντι στη θορυβώδη μειοψηφία που είχε ξεσηκωθεί για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Κάποιοι λίγοι ασχημονούν. Οι πολλοί δυσφορούν –για «τυραννία των μειοψηφιών» είχε κάνει προφητικά λόγο ο πρωθυπουργός στη συζήτηση για τη woke agenda με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ. Η διαιρετική τομή αποκρυσταλλώνεται. Και αυτή με τη σειρά της παράγει πολιτική: ιδεολογική συμμόρφωση και καταστολή. Για περισσότερες πληροφορίες για το πως γίνεται αυτό, καλέστε στον Λευκό Οίκο ώρες γραφείου και ζητήστε τον πρόεδρο Τραμπ.
Με την επιλογή της αυτή όμως, η κυβέρνηση επιστρέφει στον βαθύτερο πυρήνα του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους: ταυτίζει την ιδεολογία της με τη λειτουργία του κράτους. Δείτε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Όταν η κυβέρνηση θέτει το ερώτημα αν η πολιτεία οφείλει να εξασφαλίσει τον επαναπατρισμό 27 Ελλήνων που κρατούνται σε μια φυλακή άλλου κράτους, προβάλλει τη δική της ιδεολογική θέση για τις πράξεις τους πάνω στην τυπική υποχρέωση του κράτους μας να προστατεύει τους πολίτες του- ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί με τις επιλογές τους. Αν μάλιστα πάρει κανείς τοις μετρητοίς διάφορες κυβερνητικές φωνές, η μόνη λογική συνεπαγωγή για το τι θα έπρεπε να κάνει το κράτος για τους 27 θα ήταν να τους αφαιρέσει την ιθαγένεια. Είναι με τους Παλαιστίνιους; Να πάνε να γίνουν Παλαιστίνιοι.
Κάποιοι έχουν -από αλαζονεία, από άγνοια, από πρόθεση- μπερδέψει τα επίπεδα. Πρόσφατα στη Δράμα, ο υφυπουργός Πολιτισμού είπε στην κινηματογραφική κοινότητα «δεν μπορείτε να με αποδοκιμάζετε, επειδή εγώ σας πληρώνω». Η τυπική δηλαδή υποχρέωση του κράτους -να στηρίζει την κινηματογραφική παραγωγή της χώρας- μετασχηματίζεται έτσι σε μηχανισμό πειθάρχησης. Αφού σας πληρώνω, εσείς οφείλετε να με ευχαριστείτε ή έστω να με ανέχεστε. Αυτό στην ανθρώπινη ιστορία το έχει πει κάθε εργοστασιάρχης που σέβεται τον εαυτό του. Γιατί είναι το μαγαζί «του». Αλλά εδώ υπάρχει μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Το κράτος δεν είναι μαγαζί του κυρίου Φωτήλα- όσο αν ο ίδιος και προφανώς και άλλοι λειτουργούν με τη λογική του νόμιμου και αιώνιου ιδιοκτήτη του.
Κλείνω με το εξής. Η λογική του ιδεολογικού κράτους κατασκευάζει εχθρούς. Μόνο έτσι μπορεί να εμπεδωθεί. Δεν κινδυνεύουμε προφανώς από ξερονήσια. Κινδυνεύουμε όμως από τη διολίσθηση σε μια συνθήκη όπου τα δικαιώματα -αυτά που κατοχύρωσε η μεταπολιτευτική συνθήκη ακριβώς εξαιτίας της οδυνηρής εμπειρίας του ιδεολογικού κράτους- να μετατραπούν σε προνόμια. Σε προνόμια που θα μπορούν να τα απολαμβάνουν μόνο όσοι και όσες ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του ελληνικού επιτελικού -ή όπως αλλιώς θα ονομαστεί- κράτους. Και αυτό είναι εξαιρετικά σοβαρό.