Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 δεν αποτέλεσε μία μεμονωμένη ημερομηνία, αλλά την κορύφωση μίας μακραίωνης, επίπονης διαδικασίας αποξένωσης που οδήγησε στην οριστική διχοτόμηση του αρχαίου χριστιανικού σώματος σε Ανατολική Ορθόδοξη και Δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ρήξη αυτή υπήρξε ένα σύνθετο μείγμα δογματικών, λειτουργικών, πολιτιστικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διαφορετικών κόσμων της πίστης, οι οποίοι έκτοτε βάδισαν χωριστούς δρόμους.
Η προϊστορία του ρήγματος
Η σταδιακή απομάκρυνση των δύο πνευματικών κέντρων, της Παλαιάς Ρώμης και της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης), ξεκίνησε με την ουσιαστική διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην Ανατολή, κυριαρχούσε ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα, με την Εκκλησία να είναι στενά συνδεδεμένη με τον Αυτοκράτορα, ο οποίος θεωρούνταν προστάτης και υπερασπιστής της πίστης. Αντιθέτως, στη Δύση, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τις βαρβαρικές εισβολές των γερμανικών φύλων, η λατινική Εκκλησία και ο Πάπας Ρώμης αναγκάστηκαν να αναλάβουν σταδιακά και κοσμική εξουσία, γεμίζοντας το πολιτικό κενό.
Αυτή η πολιτισμική διαφορά επιδεινώθηκε όταν η Παπική Έδρα στράφηκε προς τη Φραγκική Δυναστεία για πολιτική προστασία, ιδίως μετά τη στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα από τον Πάπα το 800 μ.Χ. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως ευθεία αμφισβήτηση της νομιμότητας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Αυτοκράτορα και ως απαρχή της δυτικής επιθυμίας για πολιτική και πνευματική ανεξαρτησία από το Βυζάντιο. Ήδη από τον 9ο αιώνα, η ένταση εκδηλώθηκε με το Σχίσμα του Φωτίου, όπου ο Πατριάρχης Φώτιος κατήγγειλε για πρώτη φορά τις δογματικές καινοτομίες της Δύσης, με κυριότερη το Filioque.
Τα θεμελιώδη αίτια: Δόγμα και εξουσία
Τα δύο μείζονα, αδιαπραγμάτευτα ζητήματα που έθεσαν τη βάση της οριστικής ρήξης ήταν το δόγμα του Filioque και η αξίωση του Παπικού Πρωτείου Εξουσίας.
Το Filioque (που σημαίνει «και εκ του Υιού» στη λατινική) είναι η προσθήκη που εισήχθη στο Σύμβολο της Πίστεως στη Δύση, σύμφωνα με την οποία το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο εκ του Πατρός, όπως ορίζει το αρχικό Σύμβολο, αλλά «εκ του Πατρός και εκ του Υιού». Η προσθήκη αυτή πρωτοεμφανίστηκε σε τοπικές Συνόδους στην Ισπανία τον 6ο αιώνα, αλλά έγινε επίσημα αποδεκτή από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία μόλις τον 11ο αιώνα, υπό την πίεση των Φράγκων.
Για την Ορθόδοξη Θεολογία, η προσθήκη αυτή αποτελούσε σοβαρή αιρετική απόκλιση, καθώς αλλοίωνε τη διδασκαλία για την Αγία Τριάδα, καταλύοντας τη Μοναρχία του Πατρός, δηλαδή τον Πατέρα ως τη μοναδική πηγή και αιτία της Θεότητας. Επιπλέον, θεωρήθηκε ως αυθαίρετη παραβίαση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες είχαν ρητά απαγορεύσει κάθε αλλαγή στο Σύμβολο της Πίστεως.
Το ζήτημα του Παπικού πρωτείου
Το δεύτερο, και ίσως πιο καθοριστικό, σημείο τριβής ήταν η αξίωση του Επισκόπου Ρώμης για πρωτείο εξουσίας έναντι ολόκληρης της Εκκλησίας. Ενώ η Ανατολή αναγνώριζε στον Πάπα «πρωτείο τιμής» ως επισκόπου της Παλαιάς Ρώμης, αρνιόταν κατηγορηματικά οποιαδήποτε αξίωση για καθολική δικαιοδοσία ή υπέρτατη νομοθετική εξουσία (plenitudo potestatis).
Ο Πάπας Λέων Θ΄ και οι διάδοχοί του διεκδικούσαν να είναι ο «Βικάριος του Χριστού» και κεφαλή της παγκόσμιας Εκκλησίας, με βάση, μεταξύ άλλων, και πλαστά έγγραφα της εποχής, όπως οι ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις, τα οποία ενίσχυαν τη μοναρχική του εξουσία έναντι των άλλων Πατριαρχών. Η Ανατολή, αντίθετα, υποστήριζε το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, όπου η ανώτατη αυθεντία ανήκει στην Οικουμενική Σύνοδο, η οποία εκπροσωπεί το σύνολο του χριστιανικού σώματος.
Η κορύφωση του 1054
Η τελική ρήξη εκδηλώθηκε με την εμφύλια αντιπαράθεση μεταξύ του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Α΄ Κηρουλαρίου, και του Παπικού απεσταλμένου, Καρδιναλίου Ουμβέρτου.
Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, ένας ισχυρός και δυναμικός ιεράρχης, είχε ήδη αντιδράσει στην εξάπλωση των λατινικών λειτουργικών εθίμων στη Νότια Ιταλία, κλείνοντας μάλιστα τους λατινικούς ναούς στην Κωνσταντινούπολη και επικρίνοντας τη χρήση του άζυμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία. Ως απάντηση, ο Πάπας Λέον Θ΄ απέστειλε αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, έναν άνθρωπο με έντονη αντι-ανατολική προκατάληψη.
Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν λόγω της αδιαλλαξίας του Ουμβέρτου, ο οποίος αντιμετώπισε τον Πατριάρχη με περιφρόνηση, αρνούμενος να του αποδώσει τον πρέποντα σεβασμό. Η κρίσιμη στιγμή έφτασε στις 16 Ιουλίου 1054, όταν ο Ουμβέρτος, με τους άλλους απεσταλμένους, εισήλθε στον Ναό της Αγίας Σοφίας και τοποθέτησε στην Αγία Τράπεζα ένα έγγραφο που περιείχε τον αναθεματισμό κατά του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου και των οπαδών του. Χαρακτηριστικά, αυτή η πράξη ήταν νομικά άκυρη, καθώς ο Πάπας Λέον Θ΄ είχε ήδη αποβιώσει τρεις μήνες νωρίτερα, ωστόσο η συμβολική της σημασία ήταν τεράστια.
Ο Πατριάρχης απάντησε άμεσα. Στις 24 Ιουλίου 1054, συγκάλεσε Σύνοδο η οποία προέβη στον ανταναθεματισμό των Παπικών απεσταλμένων και του περιεχομένου του Παπικού εγγράφου, σφραγίζοντας έτσι την πλήρη διάσπαση της Εκκλησίας.
Τραυματικές συνέπειες και κληρονομιά
Το Σχίσμα του 1054 δημιούργησε ένα τείχος καχυποψίας και αμοιβαίας εχθρότητας, το οποίο κορυφώθηκε τραγικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους Σταυροφόρους το 1204 κατά την Δ΄ Σταυροφορία. Αντί να κατευθυνθούν στους Αγίους Τόπους, οι Λατίνοι Σταυροφόροι λεηλάτησαν τη Βασιλεύουσα, βιαιοπράγησαν κατά του πληθυσμού και ίδρυσαν τη Λατινική Αυτοκρατορία, εγκαθιστώντας Λατίνο Πατριάρχη στην Αγία Σοφία.
Η Άλωση του 1204 υπήρξε το μεγαλύτερο ψυχικό τραύμα για την Ανατολή. Μετά από αυτή την πράξη, η ρήξη έγινε μη αναστρέψιμη στη συνείδηση του Ορθόδοξου λαού, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι η Δύση δεν επιθυμούσε τη θεολογική ένωση, αλλά την πολιτική υποταγή. Οι μεταγενέστερες προσπάθειες για ένωση, όπως στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), απέτυχαν παταγωδώς, καθώς αντιμετωπίστηκαν από τον κλήρο και το λαό ως πολιτικές συναλλαγές που γίνονταν υπό την πίεση του οθωμανικού κινδύνου, χωρίς γνήσια δογματική σύγκλιση.
Στο σύγχρονο κόσμο
Παρά τη μακρά περίοδο διχασμού, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών άρχισαν να βελτιώνονται αισθητά στα μέσα του 20ού αιώνα, στο πλαίσιο του Οικουμενικού Κινήματος. Το αποκορύφωμα αυτής της επαναπροσέγγισης ήταν η άρση των αμοιβαίων αναθεμάτων στις 7 Δεκεμβρίου 1965 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ . Η ιστορική αυτή πράξη δεν σήμανε την πλήρη ένωση, αλλά άνοιξε τον Διάλογο της Αγάπης και έθεσε τις βάσεις για τον επίσημο Διεθνή Μικτό Θεολογικό Διάλογο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με βασικό στόχο την επίλυση των δογματικών διαφορών γύρω από το Filioque και, κυρίως, γύρω από το κομβικό ζήτημα του Παπικού Πρωτείου στην ενωμένη Εκκλησία.
Η πορεία προς την πλήρη κοινωνία, ωστόσο, παραμένει δύσκολη και γεμάτη προκλήσεις, όπως αποδεικνύεται από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις (δείτε εδώ). Ειδικότερα, η επικείμενη πρώτη επίσημη επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ’ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αφορμή την επέτειο των 1.700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας.
Η αιτία ήταν η ισχυρή χειρονομία διαλόγου του Ποντίφικα, ο οποίος, μέσω της Αποστολικής Επιστολής «In Unitate Fidei» («Στην Ενότητα της Πίστης»), πρότεινε την επιστροφή στη χρήση του Συμβόλου της Πίστεως στην αρχική του μορφή, παραλείποντας τη λατινική προσθήκη του Filioque. Ο Πάπας κάλεσε εμφατικά τους Χριστιανούς να υπερβούν τις «θεολογικές διαμάχες» που «έχουν χάσει την ύπαρξή τους» (raison d’être), υπογραμμίζοντας ότι το Σύμβολο της Νίκαιας αποτελεί τη βάση για μια ανανεωμένη πορεία προς την ενότητα.
Παρόλο που η κίνηση αυτή είναι συνειδητή επιλογή για τη συμφιλίωση με τις Ανατολικές Εκκλησίες, προκάλεσε έντονη ανησυχία σε συντηρητικούς Καθολικούς κύκλους, οι οποίοι εξέφρασαν φόβους ότι δογματικές αλήθειες, όπως το Filioque ή ακόμη και το Παπικό Πρωτείο, καθίστανται διαπραγματεύσιμες, αναδεικνύοντας έτσι τις εσωτερικές εντάσεις που συνοδεύουν τον Οικουμενικό Διάλογο.
Διαβάστε επίσης:
Κίνηση συμφιλίωσης των Εκκλησιών από τον Πάπα – Αφαιρεί το Filioque











