Ο Φιντέλ Αλεχάντρο Κάστρο Ρους (Fidel Alejandro Castro Ruz) αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής του 20ού αιώνα, ένας σταρ της διεθνούς πολιτικής που κυβέρνησε την Κούβα από το 1959 έως το 2008, οπότε παρέδωσε την εξουσία στον αδελφό του Ραούλ. Η κληρονομιά του είναι διττή και προκαλεί φανατικούς φίλους και εχθρούς: για την παγκόσμια Αριστερά, ο Κάστρο συμβόλιζε το τελευταίο προπύργιο της κομμουνιστικής επανάστασης και τον αγώνα κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενώ για τους πάσης φύσεως αντικομουνιστές ενσάρκωνε τον στυγνό δικτάτορα και καταπιεστή του λαού του.
Από δικηγόρος των φτωχών επαναστάτης
Ο Φιντέλ Κάστρο γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1926 στην οικογενειακή φάρμα κοντά στο Μπιράν της ανατολικής Κούβας. Καταγόμενος από εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων, ο πατέρας του, Άνχελ Κάστρο, μετανάστευσε από τη Γαλικία της Ισπανίας. Ο Φιντέλ, που ήταν το δεύτερο από τα πέντε εξώγαμα παιδιά του πατέρα του με τη μαγείρισσα Λίνα Ρους Γκονσάλες, μεγάλωσε ως Καθολικός και φοίτησε σε ιησουιτικά σχολεία, συμπεριλαμβανομένου του κολεγίου Μπελέν της Αβάνας.
Το 1945 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αβάνας, όπου συμμετείχε ενεργά στους φοιτητικούς και πολιτικούς αγώνες. Από το 1950 έως το 1952 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αβάνα, αποκτώντας το προσωνύμιο «δικηγόρος των φτωχών», καθώς δεν απαιτούσε αμοιβή από όσους δεν μπορούσαν να του την προσφέρουν. Οι ασαφείς, ακόμα, σοσιαλιστικές του ιδέες τον ώθησαν στην πολιτική δράση, επιδιώκοντας να εκλεγεί βουλευτής. Ωστόσο, η στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Φουλχένσιο Μπατίστα, ο οποίος κατέλυσε τις δημοκρατικές διαδικασίες με πραξικόπημα στις 10 Μαρτίου 1952, έθεσε τέλος στα σχέδια αυτά και άλλαξε οριστικά την πορεία του Κάστρο προς την ένοπλη αντίσταση.
Στη φωτιά του αντάρτικου
Ο νεαρός δικηγόρος αποφάσισε να αντισταθεί ένοπλα. Στις 26 Ιουλίου 1953, συγκέντρωσε 120 άνδρες και οργάνωσε την επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα στο Σαντιάγο δε Κούβα. Παρά την παταγώδη αποτυχία, το εγχείρημα έγινε σύμβολο του αγώνα ενάντια στην δικτατορία. Ο Κάστρο συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη.
Στην ιστορική του απολογία, ο 27χρονος Φιντέλ εκφώνησε τη φράση που έμεινε στην Ιστορία: «Η Ιστορία θα με αθωώσει». Κατά τη διάρκεια των 22 μηνών στη φυλακή, εντρύφησε στα συγγράμματα του Μαρξ, του Λένιν και του εθνικού ήρωα Χοσέ Μαρτί. Αποφυλακίστηκε με αμνηστία τον Μάιο του 1955 και σχεδόν αμέσως εξορίστηκε στο Μεξικό. Εκεί, στις 8 Ιουλίου, γνώρισε τον Αργεντινό γιατρό Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, ο οποίος, ύστερα από μία νύχτα συζήτησης, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα «Μ-26-7» («Μονκάδα-26 Ιουλίου»).
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Νοεμβρίου 1956, 82 άντρες, στοιβαγμένοι στο μικρό ξύλινο γιοτ «Γκράνμα», απέπλευσαν από το Μεξικό με προορισμό την Κούβα. Η αποβίβαση στις 2 Δεκεμβρίου υπήρξε δραματική, με τον Τσε να τη χαρακτηρίζει «ναυάγιο». Οι επαναστάτες δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό του Μπατίστα και αποδεκατίστηκαν. Μόνο περίπου 20 αντάρτες επιβίωσαν, μεταξύ των οποίων ο Φιντέλ, ο Ραούλ και ο Τσε, οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα για να οργανώσουν το αντάρτικο.
Με την αποφασιστικότητα του Τσε: «Ας είμαστε ρεαλιστές! Ας κυνηγήσουμε το ακατόρθωτο!», το αντάρτικο φούντωσε, κερδίζοντας τη στήριξη των φτωχών αγροτών. Οι επαναστάτες σημείωσαν μικρές νίκες και τελικά θριάμβευσαν την 1η Ιανουαρίου 1959, όταν ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε τη χώρα.
Σοσιαλισμός και Ψυχρός Πόλεμος
Στις 16 Φεβρουαρίου 1959, ο Κάστρο ανέλαβε καθήκοντα Πρωθυπουργού. Ένα από τα πρώτα και πιο κρίσιμα μέτρα του ήταν η εθνικοποίηση των μεγάλων αγροτικών εκτάσεων και των αμερικανικών επιχειρήσεων, προκαλώντας την άμεση αντίδραση των ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον επέβαλε οικονομικό εμπάργκο τον Οκτώβριο του 1960 και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις. Ο Φιντέλ Κάστρο έγινε προσωπικός στόχος της υπερδύναμης, με αποκορύφωμα την αποτυχημένη απόβαση των πρακτόρων της CIA στον «Κόλπο των Χοίρων» τον Απρίλιο του 1961, η οποία απέδειξε την ισχυρή λαϊκή υποστήριξη του «κομαντάντε». Λίγο αργότερα, την Πρωτομαγιά του 1961, ο Κάστρο διακήρυξε επίσημα ότι η Κούβα ήταν πλέον σοσιαλιστική χώρα, με μοναδικό νόμιμο πολιτικό σχηματισμό το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η Κούβα βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος το 1962, όταν ο Κάστρο συμφώνησε με τη Σοβιετική Ένωση να εγκαταστήσει βαλλιστικούς πυραύλους στο έδαφός της. Η «Κρίση των Πυραύλων» (15 – 28 Οκτωβρίου) παρ’ ολίγο να οδηγήσει τον κόσμο σε πυρηνικό ολοκαύτωμα, οδηγώντας τον Νικίτα Χρουστσόφ και τον Τζον Κένεντι να αποφασίσουν τη διάλυση των πυραυλικών βάσεων, εν αγνοία του Κάστρο. Παράλληλα, ο Κάστρο προσπάθησε να εξαγάγει την επανάσταση στο εξωτερικό, ιδίως στη Νότια και Κεντρική Αμερική, και υποστήριξε ενεργά ένοπλες δυνάμεις, όπως στον εμφύλιο πόλεμο της Αγκόλα (1975) και στην Αιθιοπία (1978), διατηρώντας σημαντικές μάχιμες δυνάμεις στο εξωτερικό.
Ο Φιντέλ Κάστρο, άνθρωπος μεγάλης ευφυΐας και συναρπαστικός ρήτορας, κατάφερε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο βιωτικό επίπεδο του κουβανικού λαού. Η κυβέρνησή του έκανε ανακατανομή του οικονομικού πλούτου και των εσόδων και καθιέρωσε τη δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας και παιδείας σε όλες τις βαθμίδες.
Τα τελευταία χρόνια
Λόγω σοβαρής εγχείρησης, ο Φιντέλ Κάστρο αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του Ραούλ, αρχικά προσωρινά (31 Ιουλίου 2006) και οριστικά στις 24 Φεβρουαρίου 2008. Από το 2008 αποτραβήχτηκε από την ενεργό πολιτική, κάνοντας μόνο σποραδικές δημόσιες εμφανίσεις. Η προσωπική του ζωή παρέμεινε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αν και είναι γνωστό ότι είχε αποκτήσει συνολικά εννέα παιδιά από τους δύο γάμους του και τις πολυάριθμες σχέσεις του.
Ο Φιντέλ Κάστρο πέθανε στην Αβάνα στις 25 Νοεμβρίου 2016, σε ηλικία 90 ετών. Τόσο ο κουβανικός λαός όσο και οι λαοί όλου του κόσμου τίμησαν τον ιστορικό ηγέτη. Ένα τεράστιο «ποτάμι» κόσμου συνόδευσε την πομπή με την τέφρα του, η οποία διέσχισε 13 από τις 15 επαρχίες της χώρας – σε αντίστροφη πορεία από το «Καραβάνι της Ελευθερίας» του 1959. Η τέφρα του αποτέθηκε στο κοιμητήριο της Σάντα Ιφιγένια στο Σαντιάγκο, δίπλα στους ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Διαβάστε επίσης:
Το Filioque και το Σχίσμα των Εκκλησιών: Χίλια χρόνια χριστιανικού διχασμού











