Με αφορμή τον εορτασμό των 1700 χρόνων από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος λαμβάνει χώρα σήμερα, Παρασκευή, στη Νίκαια της Τουρκίας παρουσία του Πάπα Λέων ΙΔ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ανατρέχουμε στην ιστορική αυτή στιγμή που καθόρισε το δόγμα και την ταυτότητα του Χριστιανισμού. Η κοινή παρουσία των δύο μεγάλων ιεραρχών υπογραμμίζει την προσπάθεια ενότητας, παρά το Σχίσμα που χώρισε την Ανατολή από τη Δύση πολλούς αιώνες αργότερα. Η Σύνοδος, που συνεκλήθη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, αποτέλεσε την πρώτη πανορθόδοξη (καθολική) συνάντηση των επισκόπων και είχε ως κύριο στόχο την αντιμετώπιση της Αρειανής αίρεσης, καθώς και τη διαμόρφωση των θεμελίων του Συμβόλου της Πίστεως.
Η καταδίκη του Αρείου και ο όρος «ομοούσιος»
Η καρδιά του προβλήματος, που οδήγησε τον Μέγα Κωνσταντίνο στη σύγκληση της Συνόδου, ήταν η διδασκαλία του πρεσβυτέρου Αρείου. Βασιζόμενος σε αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας (κυρίως της αριστοτελικής εντελέχειας), ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν το πρώτο κτίσμα της δημιουργίας του Πατρός, υποστηρίζοντας την φράση «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ότι υπήρξε χρόνος που ο Υιός δεν υπήρχε και ως εκ τούτου ήταν κτίσμα, δημιουργημένο διά της βουλήσεως και όχι γεννημένο κατά φύση. Αυτή η άποψη, που χαρακτήριζε τον Λόγο ως «ετερούσιο», «τρεπτόν» και «κτιστόν», απειλούσε να υπονομεύσει τη θεμελιώδη χριστιανική διδασκαλία περί της Θεότητας του Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας.
Οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου καταδίκασαν ομόφωνα τις Αρειανές θέσεις. Συνέταξαν τα πρώτα επτά (7) άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, το γνωστό «Πιστεύω», εισάγοντας κρίσιμες φράσεις όπως: «Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», «γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στον όρο «Ομοούσιος» («της αυτής ουσίας»), ο οποίος, όπως εξηγεί ο Μέγας Αθανάσιος στο έργο του «Περί της εν Νικαία Συνόδου», χρησιμοποιήθηκε για να αναιρέσει κάθε αμφιβολία περί της Θεότητας του Λόγου, τονίζοντας ότι είναι αδιαίρετος από τον Πατέρα, κάτι που δεν ισχύει για τα κτίσματα. Οι αποφάσεις επισφραγίστηκαν με σαφείς αναθεματισμούς κατά των Αρειανών δοξασιών.
Η θεολογική θαλασσοταραχή και οι Καππαδόκες πατέρες
Αντί να επέλθει ειρήνη, τα 56 χρόνια που ακολούθησαν (325-381 μ.Χ.) έως τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, χαρακτηρίστηκαν από οξύτατη θεολογική αναταραχή και συνεχείς Συνόδους (περίπου 50), όπου Αρειανοί, Πνευματομάχοι (που αρνούνταν τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος) και Απολιναριστές (που αρνούνταν την πλήρη ανθρώπινη φύση του Χριστού) διατύπωναν νέα Σύμβολα και εγείρονταν εναντίον της Νικαίας.
Σε αυτή τη «θεολογική ανεμοθύελλα», όπως την περιγράφουν πηγές, αναδείχθηκαν οι τρεις μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες: ο Μέγας Βασίλειος (γενν. 330, δηλαδή πέντε χρόνια μετά τη Σύνοδο), ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (γενν. 329) και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης (γενν. 335). Αν και δεν συμμετείχαν στην Α’ Σύνοδο, καθώς ήταν αγέννητοι ή νήπια, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εμπειρική θεολογική διατύπωση που επικράτησε. Οι Καππαδόκες, αντί να θεολογούν βάσει φιλοσοφικών προϋποθέσεων όπως οι αιρετικοί, βάσιζαν τη σκέψη τους στην αποκαλυπτική εμπειρία (ησυχασμός και θεωρία).
Η ολοκλήρωση του Συμβόλου της Πίστεως
Το έργο των Καππαδοκών ήταν κομβικό για την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη, 381 μ.Χ.). Ο Μέγας Βασίλειος, αν και κοιμήθηκε το 379, επηρέασε σημαντικά τις αποφάσεις της. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπήρξε για διάστημα Πρόεδρος της Συνόδου και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης διετέλεσε γραμματεύς, συμβάλλοντας στη διατύπωση των όρων.
Η κυριότερη προσφορά τους ήταν η σαφής διάκριση μεταξύ της ουσίας (φύσης), που είναι κοινή και μία για τα τρία Πρόσωπα, και της υποστάσεως (προσώπου), που είναι τρεις (Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα). Ο Μέγας Βασίλειος δίδαξε ότι ο Πατήρ είναι η «προκαταρτική» αιτία, ο Υιός η «δημιουργική» και το Άγιο Πνεύμα η «τελειωτική». Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τόνισε ότι η Θεότητα είναι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις», ενώ ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξήγησε τη διαφορά στα Πρόσωπα ως «αἴτιον» (Πατήρ) και «αἰτιατόν» (Υιός και Άγιο Πνεύμα).
Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, ολοκληρώνοντας το έργο της Νικαίας, αφαίρεσε τους αναθεματισμούς και κάποιες περιττές φράσεις από το αρχικό κείμενο, ενώ προσέθεσε τα άλλα επτά άρθρα που αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα (καταδικάζοντας τους Πνευματομάχους) και σε βασικά θέματα της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Ανάσταση νεκρών). Το τελικό αποτέλεσμα είναι το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως που απαγγέλλεται μέχρι σήμερα και αποτελεί προϊόν μαρτυρικών προσπαθειών, θεοπνευστίας και πνευματικής εμπειρίας.
Διαβάστε επίσης:
Η συνάντηση Πάπα και Βαρθολομαίου – Κοινή προσευχή 22 Εκκλησιών στη Νίκαια (βίντεο)
Το Filioque και το Σχίσμα των Εκκλησιών: Χίλια χρόνια χριστιανικού διχασμού











