Σφοδρή κριτική δέχεται η κυβέρνηση του Μπένζαμιν Νετανιάχου για το νέο πακέτο μέτρων που προωθεί στον χώρο της ενημέρωσης, σε μια περίοδο που η χώρα εισέρχεται σε προεκλογικό κλίμα ενόψει των βουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν έως τον Νοέμβριο του 2026. Οι μεταρρυθμίσεις αφορούν τρεις πυλώνες: την αναδιάρθρωση του κρατικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα KAN, την απαγόρευση ξένων τηλεοπτικών δικτύων και το κλείσιμο του ραδιοφωνικού σταθμού του στρατού.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ζητά από τον πρωθυπουργό να λογοδοτήσει για τον πόλεμο που ξέσπασε στις 7 Οκτωβρίου 2023, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο ευαίσθητο το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο προωθούνται τα νομοθετήματα.
Ενίσχυση κρατικού ελέγχου στο KAN και σύγκρουση με τη νομική σύμβουλο
Το σχέδιο νόμου του υπουργού Επικοινωνιών Σλόμο Κάρχι προβλέπει τη δημιουργία νέας αρχής εποπτείας με στόχο –όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση– την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Ωστόσο, η νομική σύμβουλος της κυβέρνησης, Γκάλι Μπαχαράβ-Μιάρα, προειδοποιεί ότι το νομοσχέδιο «θέτει σε κίνδυνο την ίδια την αρχή της ελευθερίας του Τύπου».
Η κυβέρνηση, σε μια κίνηση που προκάλεσε επιπλέον ανησυχία, έχει ήδη κινήσει διαδικασίες αποπομπής της Μπαχαράβ-Μιάρα, η οποία έχει επανειλημμένα ασκήσει κριτική στις πολιτικές πρωτοβουλίες του εκτελεστικού.
Απαγόρευση ξένων τηλεοπτικών δικτύων και αντιδράσεις
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται και η τροπολογία που επιτρέπει το κλείσιμο ξένων τηλεοπτικών δικτύων κρίσιμων για την ενημέρωση του διεθνούς κοινού, χωρίς την προϋπόθεση ότι η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου. Η ρύθμιση επεκτείνει τον νόμο του 2024 που είχε ως στόχο το κλείσιμο του δικτύου Al Jazeera στο Ισραήλ.
Η Μπαχαράβ-Μιάρα τάχθηκε εκ νέου κατά της τροπολογίας, επισημαίνοντας ότι θα επιτρέπει την παύση λειτουργίας ενός δικτύου χωρίς δικαστική απόφαση. Παρά τις επικρίσεις, η τροπολογία εγκρίθηκε σε πρώτη ανάγνωση και συζητείται ήδη σε επιτροπή της Κνεσέτ.
Διεθνείς οργανώσεις, όπως οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα (RSF), μιλούν για «καρφί στο φέρετρο της συντακτικής ανεξαρτησίας». Το Συνδικάτο Ισραηλινών Δημοσιογράφων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Γιαΐρ Λαπίντ έκανε λόγο για «εκστρατεία υποκίνησης σε μίσος και φίμωσης του ελεύθερου Τύπου» και για «επιθετική ανάληψη ελέγχου των μέσων ενημέρωσης».
Το κλείσιμο του στρατιωτικού ραδιοφώνου προκαλεί νέο κύμα ανησυχίας
Έντονες αντιδράσεις έχει πυροδοτήσει και η απόφαση του υπουργού Άμυνας Ίσραελ Κατς να κλείσει τον ιστορικό ραδιοφωνικό σταθμό Galei Tsahal στις αρχές Μαρτίου 2026. Ο σταθμός, που λειτουργεί από το 1950, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και εξαιρετικά επιδραστικός στο ειδησεογραφικό τοπίο, με μερίδιο ακροαματικότητας 17,7%.
Το Ισραηλινό Ινστιτούτο για τη Δημοκρατία (IDI) χαρακτήρισε την απόφαση «αντίθετη στις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου», υπογραμμίζοντας ότι πλήττει εκ νέου την ελευθερία του Τύπου. Ο μουσικός σταθμός Gal Galatz, ο δημοφιλέστερος στη χώρα, δεν επηρεάζεται από το νομοσχέδιο.
Παρατεταμένη απαγόρευση πρόσβασης δημοσιογράφων στη Γάζα
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να απαγορεύει την ελεύθερη πρόσβαση δημοσιογράφων στη Λωρίδα της Γάζας, περισσότερο από δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου. Η Ένωση Ξένου Τύπου (FPA) προσέφυγε στις 9 Δεκεμβρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο, καταγγέλλοντας μια κατάσταση «περισσότερο από παράλογη», καθώς οι δικαστές έδωσαν εκ νέου προθεσμία στην κυβέρνηση για να απαντήσει.
Η FPA προειδοποιεί ότι οι συνεχείς αναβολές στερούν από τη διεθνή κοινότητα μια ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση στη Γάζα, υπογραμμίζοντας ότι η ελευθερία πρόσβασης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας.
Κρίσιμο σταυροδρόμι για την ελευθερία του Τύπου
Οι σχεδιαζόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις, οι συγκρούσεις στους θεσμούς και η αμφιλεγόμενη διαχείριση της πρόσβασης στη Γάζα συνθέτουν ένα σκηνικό αυξανόμενης έντασης γύρω από την ελευθερία του Τύπου στο Ισραήλ. Καθώς η χώρα πλησιάζει σε μια κρίσιμη εκλογική χρονιά, οι επόμενες αποφάσεις της κυβέρνησης και της Κνεσέτ αναμένεται να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ενημέρωσης και της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Διαβάστε επίσης:
«Ελεύθερη οικονομική ζώνη» στο Ντονμπάς θέλουν οι ΗΠΑ σύμφωνα με τον Ζελένσκι











