Σταθερά αυξάνεται ο αριθμός των φορολογουμένων που αδυνατούν να καταβάλουν εμπρόθεσμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Στο τέλος Ιουλίου τα χρέη προς την Εφορία έφθασαν τα 111,8 δισ. ευρώ, ενώ περισσότεροι από 172.000 φορολογούμενοι εντάχθηκαν μέσα σε ένα χρόνο στη λίστα των οφειλετών. Η αύξηση αφορά τόσο μικρές οφειλές έως 10.000 ευρώ όσο και μεγάλα χρέη εκατομμυρίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 4,558 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος Ιουλίου 2024.
Από το συνολικό ποσό, το 23,57% – δηλαδή 26,35 δισ. ευρώ – έχει χαρακτηριστεί ως «ανεπίδεκτο είσπραξης». Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η είσπραξη είναι αδύνατη, καθώς οι οφειλέτες και οι συνυπόχρεοι δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε κινητή και ακίνητη περιουσία ή απαιτήσεις.
Από το υπόλοιπο θεωρητικά εισπράξιμο ποσό των 84,5 δισ. ευρώ, μόλις το 2,96% – δηλαδή 3,31 δισ. ευρώ – έχει ρυθμιστεί.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 76,32% των συνολικών οφειλών συγκεντρώνεται σε μόλις 9.946 φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία χρωστούν πάνω από 1 εκατ. ευρώ έκαστο, ενώ αντιστοιχούν στο 0,25% του συνόλου των οφειλετών. Αντίθετα, περισσότεροι από 3,6 εκατ. φορολογούμενοι χρωστούν ποσά έως 10.000 ευρώ.
Αναλυτικά στοιχεία από την ΑΑΔΕ
Τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως τα παρουσίασε το ΓΠΚΒ, δείχνουν ότι:
- Το 60,99% των μη ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών (συνολικά 85,47 δισ. ευρώ), δηλαδή 52,12 δισ. ευρώ, προέρχεται από φορολογικές οφειλές. Το υπόλοιπο αφορά πρόστιμα (28,57% ή 24,41 δισ. ευρώ) και άλλες μη φορολογικές οφειλές όπως δάνεια, δικαστικά έξοδα και καταλογισμοί (10,45% ή 8,92 δισ. ευρώ).
- Από τις φορολογικές οφειλές, 8,46 δισ. ευρώ προέρχονται από αφερέγγυους οφειλέτες και 15,86 δισ. ευρώ από χρέη με δόσεις που έχουν λήξει εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι απομένουν 27,3 δισ. ευρώ από τα οποία προέρχεται πάνω από το 90% των εισπράξεων της ΑΑΔΕ.
- Οι φορολογικές οφειλές ύψους 52,12 δισ. ευρώ κατανέμονται κυρίως στον ΦΠΑ (47,73% ή 24,88 δισ. ευρώ), στον φόρο εισοδήματος (41,70%) και σε φόρους περιουσίας (5,36% ή 2,79 δισ. ευρώ).
Αύξηση των οφειλετών
Στο τέλος Ιουλίου 2025, ο αριθμός των οφειλετών αυξήθηκε κατά 172.263 σε σχέση με τον Ιούλιο 2024, φτάνοντας τα 4.001.794 φυσικά και νομικά πρόσωπα. Η αύξηση αυτή αφορά κυρίως μικρές οφειλές έως 20.000 ευρώ, με 154.998 νέους οφειλέτες να προστίθενται στην κατηγορία αυτή.
Κατανομή οφειλών ανά κατηγορία
- Το 96,5% των χρεών αφορά ποσά άνω των 10.000 ευρώ. Εξ αυτών, το 76,32% αντιστοιχεί σε οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, 85,347 δισ. ευρώ από το σύνολο των 111,829 δισ. ευρώ οφείλονται από μόλις 9.946 φορολογούμενους.
- Αντίθετα, το 90,38% των οφειλετών – δηλαδή 3.616.881 φυσικά και νομικά πρόσωπα – χρωστούν έως 10.000 ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 3,88 δισ. ευρώ, μόλις το 3,47% του συνολικού υπολοίπου.
- Οι οφειλές των φυσικών προσώπων ανέρχονται σε 42,7 δισ. ευρώ (38,2% του συνόλου), ενώ των νομικών προσώπων σε 69,1 δισ. ευρώ (61,8%).
Φυσικά και νομικά πρόσωπα
Στις μικρές οφειλές, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους προέρχεται από φυσικά πρόσωπα. Ενδεικτικά, το 98% των οφειλών κάτω των 50 ευρώ και το 87,6% των χρεών έως 10.000 ευρώ βαρύνουν φυσικά πρόσωπα. Στο τέλος Ιουλίου 2025, 3.197.097 φυσικά πρόσωπα είχαν χρέη έως 10.000 ευρώ, δηλαδή το 88,4% των οφειλετών αυτής της κατηγορίας.
Αντίθετα, στις μεγάλες οφειλές, οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Για χρέη άνω του 1 εκατ. ευρώ, το 69,8% αφορά νομικά πρόσωπα, με συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο 59,54 δισ. ευρώ στο τέλος Ιανουαρίου 2025. Ο αριθμός των νομικών προσώπων που χρωστούν πάνω από 1 εκατ. ευρώ ανήλθε σε 6.151, δηλαδή στο 61,84% του συνόλου των μεγαλοοφειλετών.
Ρυθμίσεις οφειλών
Μόλις το 2,96% των ληξιπρόθεσμων χρεών – 3,31 δισ. ευρώ από τα 111,829 δισ. ευρώ – έχει ενταχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Το μεγαλύτερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών (16%) αφορά χρέη από 500 έως 10.000 ευρώ, με τα υψηλότερα ποσοστά (18,62%) να καταγράφονται για ποσά μεταξύ 2.000 και 3.000 ευρώ.