Με ρυθμούς 6% ετησίως τόσο σε όγκο όσο και σε αξία «τρέχει» η αγορά κοτόπουλου τη διετία 2024-5 καθώς κερδίζει συνεχώς μερίδια στην αγορά κρέατος έναντι των «ανταγωνιστών» του που είναι το χοιρινό, το μοσχάρι, το αρνί και το κατσίκι.
- Του Γιώργου Καλούμενου
Την ίδια ώρα οι τιμές στο μοσχάρι κυμαίνονται από 8,50 ευρώ έως 12,99 ευρώ στη Βαρβάκειο, ενώ στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και σε συνοικιακά κρεοπωλεία οι καταναλωτές πληρώνουν περί τα 19 με 20 ευρώ.
Επίσης οι κτηνοτρόφοι προειδοποιούν ότι η ελληνική παραγωγή μοσχαριού καταρρέει, καθώς καλύπτει μόλις 40.000 τόνους από τους 160.000 που καταναλώνονται ετησίως.
Έτσι λοιπόν η χαμηλότερη τιμή στα 4-6 ευρώ το κιλό σε σχέση με τα υπόλοιπα κρέατα, είναι από τους κυριότερους λόγους της ανάπτυξης του κοτόπουλου στην Ελλάδα, η οποία μένει και σταθερή τα τελευταία χρόνια, (δεν έχει αυξηθεί μετά τον covidσύμφωνα με τους ίδιους τους παραγωγούς).
Επίσης το κοτόπουλο έχει συνδεθεί με πιο υγιεινές διατροφικές επιλογές, σε σχέση τουλάχιστον με το κόκκινο κρέας κάτι που συντελεί ώστε να το επιλέγουν όλο και περισσότερα νοικοκυριά στο καθημερινό τους τραπέζι.
Μία γενική τάση του καταναλωτικού κοινού, λόγω και του σύγχρονου τρόπου ζωής, είναι η επιλογή σε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά έτοιμων ψημένων γευμάτων αλλά και του γύρου κοτόπουλου.
Πρόκειται για μία αγορά συνολικής αξίας 1,3 δις. ευρώ στην Ελλάδα με μεγαλύτερο «παίκτη» αυτή τη στιγμή την Πίνδο με μερίδιο 32-33%, ακολουθούμενου από τη «Νιτσιάκος» με 29% και την πρώτη τριάδα να συμπληρώνει η «Αμβροσιάδης» με 21%.
Είναι ένας κλάδος που ενώ μπορεί και καλύπτει τις εγχώριες ανάγκες κατανάλωσης προχωρά και σε εξαγωγές παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι μεγαλύτερο λόγω των ζωοτροφών που δεν παράγονται εδώ, ενώ και τα μεταφορικά κόστη είναι πολύ υψηλότερα λόγω απόστασης από τις χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης.
Προτεραιότητα οι εξαγωγές για την «Πίνδο»
Τα παραπάνω στοιχεία παρέθεσαν ανώτατα στελέχη του Αγροτικού Πτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων “Η ΠΙΝΔΟΣ” στο πλαίσιο παρουσίασης των ετήσιων αποτελεσμάτων, κατά την οποία επιβεβαιώθηκε η σταθερή αναπτυξιακή του πορεία.
Ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε €374.467.247, σημειώνοντας αύξηση 5,04%. Παράλληλα τα λειτουργικά κέρδη EBITDA, σημείωσαν εντυπωσιακή ανάπτυξη, ανερχόμενα σε €30.525.315 επαληθεύοντας τη σημαντική ικανότητα του Συνεταιρισμού να επιτυγχάνει με συνέπεια, λειτουργική αποδοτικότητα και συγκράτηση του κόστους.
Επιπλέον, τα καθαρά κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε €19.976.961, παρουσιάζοντας αλματώδη ανάπτυξη της τάξης του 178,5%, επιβεβαιώνοντας τον αποτελεσματικό στρατηγικό σχεδιασμό του Συνεταιρισμού. Επιπρόσθετα, η χρηματοοικονομική διάρθρωση ενισχύθηκε σημαντικά, καθώς ο δανεισμός μειώθηκε κατά 42,59%, διαμορφούμενος στα €31.000.000, όπου σε συνδυασμό με την συμπαγή κεφαλαιακή βάση ύψους €38.823.000, επιδεικνύει την βελτιωμένη ικανότητα του Συνεταιρισμού να προωθήσει επιπρόσθετες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Η οικονομική επιτυχία, συνοδεύτηκε από άνοδο της παραγωγικής δραστηριότητας, με αύξηση στην παραγωγή νεοσσών (+6,5%), ζωοτροφής (+5,5%), προϊόντων κοτόπουλου (+5,1) και εξαγωγών (+16,1%).
Η θετική χρήση πλαισιώνεται και από μία ακόμη εξαιρετική χρονιά της θυγατρικής εταιρείας Αγροζωή ΑΒΕΕ, η οποία με αμετάβλητο κύκλο εργασιών παρουσίασε υπερδιπλάσιο EBITDA της τάξης των €2.263.000, διατηρώντας τον δανεισμό της σταθερά μηδενικό, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ισχυροποίηση της θετικής εικόνας των ενοποιημένων μεγεθών του Συνεταιρισμού.
Στρατηγική προτεραιότητα για το έτος αποτελεί η περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς της παρουσίας, στοχεύοντας στην άνοδο των εξαγωγών κατά 20% σε ετήσια βάση, αντιπροσωπεύοντας το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών. Η σχετική επίδοση θα επιβεβαιώνει την επιτυχημένη διείσδυση του Συνεταιρισμού στις αγορές του εξωτερικού καθώς και στην διεθνή του πλέον αναγνώριση. Παράλληλα ο συνεταιρισμός στοχεύει σε 30% και 80% ανάπτυξη στους τομείς των έτοιμων ψημένων προϊόντων και των προϊόντων γύρου αντίστοιχα, τομείς που παρουσιάζουν υψηλή αναπτυξιακή δυναμική τα τελευταία χρόνια.