Βυθίζομαι στα βάθη του ωκεανού των μορφών
με την ελπίδα να κερδίσω
το τέλειο μαργαριτάρι του Άμορφου
(Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ, Λυρικά αφιερώματα, εκδ. Ηριδανός, μτφρ. Κ. Τρικογλίδης)
Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν δύο συμβάντα που έχουν καταπιαστεί να ερμηνεύσουν δημοσιολογούντες και ακαδημαϊκοί, ακριβώς γιατί από μόνα τους θέτουν σοβαρά ζητήματα για το που πάμε ως κοινωνία. Το πρώτο είναι η πρωτοβουλία της αλβανικής κυβέρνησης να θέσει σε λειτουργία τον πρώτο AI (τεχνητή νοημοσύνη) υπουργό. Σε μια περίοδο που η πλειοψηφία των πολιτών στη χώρα μας (70,4% σύμφωνα με την MRB) δεν εμπιστεύεται το σύστημα και τους θεσμούς, η ιδέα του να «αναλάβει» χαρτοφυλάκιο μια AI εφαρμογή και να έχει εκτελεστικές αρμοδιότητες, φαντάζει ελκυστική σε μερικούς που στοχεύουν να αρχίσει να επανακάμπτει η εμπιστοσύνη στο σύστημα. Το δεύτερο ζήτημα που συζητιέται αφορά το λανσάρισμα, από τον Sam Altman της OpenAI, μιας εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης που θα έχει «προσωπικότητα», θα στοχεύει στην «ερωτική» της χρήση, και θα φέρεται «στους ενήλικες ως ενήλικες». Εδώ προβάλλεται το επιχείρημα των «κακών» ερωτικών και άλλων σχέσεων που συνάπτονται στην εποχής μας, όπως και αυτό της μοναξιάς των υποκειμένων και ότι τελικά η εφαρμογή θα έρθει ως εκ μηχανής θεός, ή πιο σωστά η μηχανή θεός να βοηθήσει, αν όχι να «λύσει», αυτά τα ζητήματα.
Στην ιστορία της σκέψης, όπως και εν γένει στην ιστορία, υπάρχουν στιγμές και συμβάντα που έπαιξαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τον ρόλο τους στην εκτύλιξη του μέλλοντος, άρα και του κόσμου όπου ζούμε. Η υπενθύμιση μιας τέτοιας ταυτολογίας κρίνεται απαραίτητη, ακριβώς επειδή η εποχή μας τείνει να δίνει στους δρώντες την ψευδαίσθηση μιας μόνιμης και αδιαπέραστης συγχρονίας, μιας τυραννίας του παρόντος, που αποκλείοντας τις περιπλανήσεις στο παρελθόν, φράζει αναμφίβολα και τον προσανατολισμό του μέλλοντος. Το γεγονός ότι σήμερα θεωρείται, από πολλά υποκείμενα, κανονικό ή και επιθυμητό να υπάρχει AI υπουργός ή να συνάπτουμε «ερωτικές» σχέσεις με μηχανές που τρέχουν αλγόριθμους, έχει μια (προ)ιστορία στο πεδίο των ιδεών, από την άποψη ότι κάποιες κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, που μεταφράζονται και σε ιδέες στοχαστών ή ακαδημαϊκά προγράμματα, ώθησαν τα πράγματα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Αυθεντία και ποίηση στη Βιέννη
Ας δοκιμάσουμε τώρα να ταξιδέψουμε έναν αιώνα πίσω, στην Αυστρία της δεκαετίας του 1920. Ο Κύκλος της Βιέννης, τον οποίο απάρτιζαν μεταξύ άλλων οι Φλικ, Κάρναπ, Βάιζμαν, Φάιγκλ και Νόυρατ, είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη του Tractatus του Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Εκείνη την περίοδο ο «κύκλος» μαζευόταν κάθε Πέμπτη στην έπαυλη του Φλικ και, μέσω συζητήσεων και στοχασμού, προσπαθούσε να αναμορφώσει το ευρωπαϊκό θεωρητικό τοπίο δημιουργώντας το ρεύμα του λογικού θετικισμού/εμπειρισμού. Κατά τους λογικούς θετικιστές, οι προτάσεις που έχουν νόημα είναι μόνο όσες μπορούν να επαληθευτούν από την επιστήμη και την εμπειρία, δηλαδή κατά κύριο λόγο οι ταυτολογίες˙ οι ηθικές, αισθητικές, οντολογικές και λοιπές προτάσεις δεν είναι παρά σκέτες α-νοησίες και ασυναρτησίες. Με αυτήν τους την αξιωματική παραδοχή μετέτρεπαν τη φιλοσοφία, από βασίλισσα των επιστημών, σε θεραπαινίδα της επιστήμης και απλή κριτική της γλώσσας. Παρότι δεν ήταν αυτός ο ρητός τους στόχος, σε αυτή τους την κίνηση μπορούμε να εντοπίσουμε και την αρχή της απαξίωσης των κοινωνικοπολιτικών και ανθρωπιστικών σπουδών.
Αυτοί οι βιεννέζοι στοχαστές και επιστήμονες θεωρούσαν ότι είχαν εμπνευστεί, μεταξύ άλλων, από τον Βιττγκενστάιν και αναζητούσαν στο πρόσωπο του τελευταίου τον πραγματικά μεγάλο δάσκαλο που έλειπε από την ομάδα τους. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να τον συναντήσουν, το 1927 τελικά τα κατάφεραν. Στην πρώτη συνάντησή τους, ο Βιττγκενστάιν σηκώθηκε όρθιος, τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να απαγγέλει ποιήματα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Μπορούμε να φανταστούμε το σάστισμα των άτεγκτων θετικιστών της Βιέννης, που με κάθε ευκαιρία έβαλαν με μένος έναντι κάθε «μεταφυσικής» πρότασης, στο θέαμα του φιλοσόφου (που έβλεπαν ως δάσκαλο) να ξεκινάει το «μάθημα» απαγγέλοντας στίχους ενός από τους πιο μεταφυσικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Το σοκ τους ήταν ακόμη μεγαλύτερο όταν αργότερα άρχισε να τους αναλύει στα σοβαρά τις ιδέες του Χάιντεγκερ πάνω στο Είναι και την Αγωνία.
Τελικά ο «δάσκαλος» δεν κατάφερε «να δείξει στη μύγα τον δρόμο για να βγει από τη γυάλα με τις μύγες», καθότι μάλλον η κωφότητα του θετικισμού που είχε κατακλίσει τις «μύγες» ήταν το ίδιο βαθιά με οποιαδήποτε άλλη τυφλή πίστη. Επίσης και η μοντέρνα επιστήμη (π.χ. κβαντική φυσική), που τη «λογική» της κατ’ όνομα επικαλούνταν, φαίνεται να απέτυχε να τους πείσει για την οντολογική απροσδιοριστία του Είναι, όποτε και για τη θεωρητική αβεβαιότητα των λογικών προτάσεων με τις οποίες καμώνονταν ότι μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς τον κόσμο. Με τη σειρά τους δε εκείνοι, μεταλαμπάδευσαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, τις «βολικές» για το κλίμα της εποχής θεωρήσεις τους, σε όλο τον σύγχρονο κόσμο καθιστώντας τις, τρόπον τινά, κυρίαρχες. Ο τεχνοκρατικός κόσμος που ζούμε είναι το γνήσιο τέκνο τους.
Η θέα απ’ τη μυγοπαγίδα
Σήμερα, λοιπόν, που εξακολουθούμε να ζούμε στη σφαίρα επιρροής ενός κοντόφθαλμου θετικισμού και όπου η αλγοριθμική λογική των τεχνολογικών εφαρμογών φαντάζει ως το απαύγασμα του ανθρώπινου πολιτισμού, επόμενο είναι να θεωρείται κανονικό και «πρόοδος» από αρκετό κόσμο να μας κυβερνάει μία μηχανή ή να συνάπτουμε σχέσεις μαζί της. Είναι σαν να έχουμε μαγευτεί από το πιο άτεγκτο μέρος της χρηστικής λογικής μας, και όντας εγκλωβισμένοι μέσα σ’ αυτή, να ζούμε το παραλήρημα μιας απατηλής κυριαρχίας επί των πραγμάτων, των άλλων, του κόσμου κι εν τέλει του εαυτού.
Το να επιχειρηματολογήσουμε, λοιπόν, γιατί δεν είναι σώφρων αλλά άκρως επικίνδυνο να έχουμε έναν αλγόριθμό για υπουργό ή ως «ερωτικό σύντροφο» και «συνομιλητή», είναι το μόνο εύκολο εφόσον υπάρχει ακόμα αρκετός κόσμος δεκτικός στη συζήτηση. Το να στοχαστούμε, όμως, σοβαρά πάνω στην ιστορία μας, στις σημασίες και τις παραστάσεις που μας έχουν οδηγήσει τελικά να πρέπει να μπούμε σε μια τέτοιου είδους διαδικασία επιχειρηματολογίας και αντιπαράθεσης, δεν είναι εύκολο. Μια κανονικοποιημένη έννοια μέσα στη ζωή, όπως η πρόοδος, η επιστήμη, η τεχνολογία, η τεχνοκρατία, ο ορθολογισμός κ.ά., μπορεί να λειτουργεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, ως μάντρα, ως αναισθητικό, ως βάλσαμο ή ως φαρμάκι.
Τα όνειρα που έκανε η ανθρωπότητα, ήδη από την αρχαιότητα, για μια ζωή απαλλαγμένη από την εργασία και τον μόχθο με τη βοήθεια των μηχανών, αποδείχθηκαν, μέχρι στιγμής, απατηλά. Η πρόοδος της τεχνοεπιστήμης, γιατί πλέον μόνο αυτό κατανοείται ως πρόοδος, και η μαζική εκπαίδευση στη χρήση των τεχνολογικών εφαρμογών δεν απελευθέρωσε το πνεύμα όπως προφήτευαν, ούτε δημιούργησε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά έφερε στο προσκήνιο νέες μορφές εξάρτησης και δεσποτισμού – δεν υπάρχει, εξάλλου, τεχνολογία που να είναι ιδεολογικά ουδέτερη. Η λατρεία της τεχνοκρατίας και των «ειδικών» είναι δείγμα υποχώρησης των δημοκρατικών αντανακλαστικών της κοινωνίας και εν γένει της σκέψης. Από αυτή την άποψη, είναι επόμενο το ότι πλέον ως επιστήμη κατανοείται η τεχνική εφαρμογή, ειδικά αυτή που συνδέεται με την αγορά, και όχι η έρευνα και η θεωρία που στους περισσότερους κλάδους υποβαθμίζεται. Η βαθιά εμπιστοσύνη, που φθάνει τα όρια της πίστεως, ενός μεγάλου μέρους των μαζών σε ό,τι θεωρείται σήμερα επιστήμη και ορθολογικότητα, δεν είναι τυχαίο ότι οδήγησε στην άνοδο του φανατισμού την περίοδο της πανδημίας και στη μάχη κατά των «ψεκασμένων». Η αντικατάσταση της παλιάς και «σκοτεινής» με μια νέα και «φωτεινή» μυθική σκέψη μπορεί να έχει εξίσου, εάν όχι και περισσότερο, επικίνδυνα αποτελέσματα. Το πρόβλημα δεν είναι εγγενές στους μύθους καθαυτούς, καθότι στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού έχουν επιτελέσει έναν ρόλο βαθιά παιδαγωγικό, αλλά στους συγκεκριμένους μύθους και ειδικά στην πίστη ότι έχουμε απαλλαγεί από αυτούς ή ότι πρέπει πάση θυσία να το κάνουμε.
Στον μίτο της σκέψης και της ιστορίας
Πολλές φορές, λοιπόν, δεν είναι απλώς στραβός ο γιαλός, αλλά και εμείς στραβά αρμενίζουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Εστιάζουμε στο επιμέρους, και επείγον, για τη ζωή μας αποτέλεσμα χωρίς να διερευνούμε τους πραγματικούς λόγους που μας έφτασαν εδώ που είμαστε, οπότε με αυτόν τον τρόπο αδυνατούμε να ανοιχτούμε στην προοπτική ενός πιο απελευθερωμένου μέλλοντος. Όλα τα παραπάνω, όπως και πολλά άλλα που δεν αναφέρθηκαν, είναι κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους βρισκόμαστε στο σημείο να θεωρείται κανονικό να μας κυβερνάνε «έξυπνες» μηχανές ή να ερωτοτροπούμε μαζί τους. Η «αρχή» αυτής της ιστορίας που μας έχει φέρει στο σημείο που είμαστε σήμερα δεν ξεκίνησε με τους λογικούς θετικιστές αλλά πάει αιώνες πίσω, στην εποχή του Διαφωτισμού και ακόμη παλαιότερα. Είναι επείγον, λοιπόν, να στοχαστούμε, όχι μόνο το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο, αλλά και το ποια πορεία ακολουθήσαμε, ώστε να φτάσουμε στο σημείο να είναι αυτή η πραγματικότητα.
Όσο συνεχίζουμε απλώς να ξορκίζουμε -γενικά και αόριστα- για όλα μας τα δεινά, το κράτος, την κυριαρχία, την παγκοσμιοποίηση, τον καπιταλισμό κ.ά. δεν θα βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε υποπέσει, ούτε πρόκειται να μας βοηθήσει η απλή παράθεση ή μίμηση εμβριθών αναλύσεων και κριτικών του πιο κοντινού ή μακρινού παρελθόντος. Τον μίτο της ιστορίας και της σκέψης καλό θα ήταν να προσπαθήσουμε να τον πιάσουμε από την αρχή για να μην χαθούμε μέσα στους δαιδάλους του και να στοχαστούμε πάνω στα σημάδια που θα μας δείξει. Όπως και αν έχει πάντως, δεν υπάρχει ούτε και υπήρξε ποτέ κάποιος πατερούλης ή δάσκαλος για να μας πάρει όντως από το χέρι και να μας δείξει τον δρόμο για να βγούμε «από τη γυάλα με τις μύγες» που έλεγε ο Βιττγκενστάιν. Ή όπως τονίζει ο Λουκιανός στον Ερμότιμο:
«Σ’ όποιο δρόμο και να βρεθώ, στο ξεκίνημά του στέκεται κι ένα πολύ αξιόπιστο πρόσωπο, που μου απλώνει το χέρι και με καλεί ν’ ακολουθήσω τον δικό του δρόμο. Ο καθένας τους λέει πως μόνο αυτός ξέρει τον σωστό δρόμο και πως οι άλλοι οδηγοί είναι γελασμένοι…»
Ποτέ δεν υπήρξε ένας δρόμος για να ακολουθήσουμε, παρά μόνο μονοπάτια, που ανοίγουμε (ατομικά και συλλογικά) βαδίζοντας εδώ και εκεί, ψηλαφώντας το άγνωστο.
Πρώτη δημοσίευση στο epohi.gr










