Λίγους μόλις μήνες μετά την εκλογική νίκη του Εργατικού Κόμματος το 2024, ο Πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα κύμα ενδοκομματικής αμφισβήτησης, που αναδεικνύει την απουσία ουσιαστικής αριστερής πολιτικής και την απομάκρυνση από τη βάση του κόμματος.
Δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου, που επικαλούνται «συμμάχους» του Στάρμερ, έκαναν λόγο για φόβους επικείμενου «πραξικοπήματος» για την ηγεσία, πιθανόν μετά την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού στις 26 Νοεμβρίου. Το όλο ζήτημα ανέδειξε με τραγικό τρόπο την εικόνα ενός κόμματος που, παρά την εκλογική του επιτυχία, μοιάζει να καταβυθίζεται σε ατελείωτες εσωτερικές διαμάχες, αντί να επικεντρώνεται στα δεινά της βρετανικής εργατικής τάξης.
Ο Υπουργός Υγείας, Γουές Στρίτινγκ, αναγκάστηκε να προβεί σε διαδοχικές δηλώσεις, διαψεύδοντας κατηγορηματικά ότι θα διεκδικήσει τη θέση του Στάρμερ, τονίζοντας ότι ο Πρωθυπουργός «δεν αγωνίζεται για τη θέση του σήμερα το πρωί» και ότι η εστίαση πρέπει να είναι στη «βελτίωση της Βρετανίας». Μαζί με την Υπουργό Εσωτερικών Σαμπάνα Μαχμούντ, ο Στρίτινγκ είχε κατονομαστεί ως πιθανός αντικαταστάτης.
Αυτή η επίδειξη «ενότητας» φαίνεται, ωστόσο, να μην πείθει. Η είδηση της πιθανής αμφισβήτησης δεν προέκυψε από τη βάση ή την αριστερή πτέρυγα του κόμματος που παραδοσιακά αντιτίθεται στον μετατοπισμένο προς το κέντρο Στάρμερ, αλλά από τα ίδια τα συστημικά μέσα, υποδηλώνοντας είτε μια οργανωμένη διαρροή από αντιπάλους εντός του κόμματος, είτε μια συστηματική απόπειρα αποδόμησης της ηγεσίας.
Η αγωνία της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος δεν είναι αβάσιμη. Μόλις 16 μήνες μετά την ιστορική νίκη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν κατακόρυφη πτώση της δημοτικότητας του κόμματος και του ίδιου του Στάρμερ, ο οποίος φέρεται να είναι ένας από τους πιο αντιδημοφιλείς πρωθυπουργούς.
Ακόμη πιο ανησυχητικό για το Εργατικό Κόμμα είναι το γεγονός ότι βρίσκεται πλέον πίσω από το ακροδεξιό, λαϊκιστικό Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ. Αυτό καταδεικνύει τη βαθιά απογοήτευση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης Στάρμερ, η οποία δεν κατάφερε να προσφέρει μια πραγματική εναλλακτική στην κρίση του κόστους ζωής.
Η επερχόμενη κατάθεση του προϋπολογισμού στις 26 Νοεμβρίου αναμένεται να είναι η στιγμή της κρίσης. Η Υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς έχει ήδη προαναγγείλει ότι θα χρειαστεί νέα αύξηση φόρων για να καλυφθεί η «δημοσιονομική μαύρη τρύπα», μόλις ένα χρόνο μετά την αύξηση των φόρων κατά 40 δισεκατομμύρια στερλίνες, την οποία είχε χαρακτηρίσει ως «μοναδική».
Αυτή η επιλογή, η οποία επιβαρύνει ξανά τους εργαζόμενους και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα αντί να στραφεί στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων και τον πλούτο, δεν είναι παρά η φυσική συνέπεια της συντηρητικής στροφής του Εργατικού Κόμματος.
«Η συνεχής ενασχόληση με τις εσωκομματικές ίντριγκες, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση πολιτικών λιτότητας και φορολόγησης των αδύναμων, αποδεικνύει ότι η σημερινή ηγεσία του Εργατικού Κόμματος έχει αποκοπεί πλήρως από τις αρχές της και τον αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη», σχολιάζει πολιτικός αναλυτής.
Το μήνυμα είναι σαφές: όσο το Εργατικό Κόμμα συνεχίζει να κινείται προς το κέντρο και να διαχειρίζεται την κρίση με όρους που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους Συντηρητικούς, τόσο θα χάνει την εμπιστοσύνη της αριστερής βάσης και θα αφήνει χώρο στον λαϊκισμό.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Διαβάστε επίσης:
Η Λεπέν παραδίδει το προεδρικό χρίσμα στον Μπαρντελά αν «κοπεί» από το εφετείο
Ο Μπιλ Γκέιτς υπονομεύει την κλιματική δράση στην COP30
Γάζα: Οι εγκλωβισμένοι μαχητές της Χαμάς και το σχέδιο Τραμπ











