Η σπουδαία εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Κάμαλα Χάρις και η επανεκλογή του ως 47ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργούν νέες ισορροπίες και προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, με το ενδιαφέρον να στρέφεται ιδιαίτερα στις σχέσεις των ΗΠΑ με στρατηγικούς εταίρους και αντιπάλους. Η θέση του στο διεθνές σκηνικό, καθώς και η στάση του απέναντι στην Ελλάδα και την Τουρκία, αποκτούν ιδιαίτερο βάρος για την ισορροπία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Τα πρόσωπα «κλειδιά»
Ένα κρίσιμο ζήτημα που αναμένεται να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι η επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν το υπουργείο Εξωτερικών, το υπουργείο Άμυνας και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Αυτές οι τοποθετήσεις θα διαμορφώσουν την κατεύθυνση της αμερικανικής διπλωματίας, με τη διεθνή κοινότητα να παρακολουθεί για ενδείξεις ως προς την αμερικανική προσέγγιση στα ζητήματα της Μεσογείου και την εξισορρόπηση των σχέσεων με την Άγκυρα και την Αθήνα.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Πομπέο
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση είχε προετοιμαστεί για κάθε πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας να αναλάβει ο Τραμπ ξανά την ηγεσία των ΗΠΑ. Η πρόσφατη επίσκεψη του Μάικ Πομπέο, πρώην υπουργού Εξωτερικών στην προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ, στην Αθήνα και η συνάντησή του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη δεν ήταν τυχαία. Οι φήμες θέλουν τον Πομπέο να έχει σημαντικό ρόλο στη νέα αμερικανική κυβέρνηση, κάτι που προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις συζητήσεις που έγιναν στην Αθήνα και που, κατά πάσα πιθανότητα, σχετίζονται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας.
Οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ και τα F-35
Ειδικότερα, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας παραμένουν εύθραυστες και περίπλοκες. Ο Τραμπ έχει δείξει ένθερμη υποστήριξη στο Ισραήλ και στον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, έναν πολιτικό σύμμαχο με τον οποίο διατηρεί στενούς δεσμούς. Αυτή η προσέγγιση συχνά δημιουργεί ένταση στις σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συχνά επιλέγει να ακολουθήσει διαφορετική πορεία από το Ισραήλ και την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η επανεκλογή του Τραμπ, λοιπόν, αναμένεται να διατηρήσει τη δυσπιστία και τις προκλήσεις στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας, ιδιαίτερα σε ζητήματα που άπτονται της ισραηλινο-τουρκικής διαμάχης και των στρατιωτικών επενδύσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα εξακολουθεί να ελπίζει πως η νέα αμερικανική διοίκηση μπορεί να δείξει ανοχή στην επιθυμία της Τουρκίας για τα αεροσκάφη F-35. Παρά τις κυρώσεις του νόμου CAATSA, η Τουρκία θεωρεί ότι θα μπορέσει να προσελκύσει το ενδιαφέρον της νέας ηγεσίας στην Ουάσιγκτον, τονίζοντας ότι η πώληση των F-35 θα είναι επωφελής για την αμερικανική αμυντική βιομηχανία.
Ο διάλογος Ελλάδας-Τουρκίας
Την ίδια στιγμή, η εκλογή Τραμπ συμπίπτει με την αναθέρμανση του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μια πρωτοβουλία που κρίνεται κρίσιμη για τη σταθερότητα στη Μεσόγειο. Η νέα αμερικανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι μπορεί να είναι ανοιχτά υποστηρικτική στην ενίσχυση της αποτροπής στην περιοχή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιδιώξει να διατηρήσει τον ελληνοτουρκικό διάλογο εν ζωή, προσπαθώντας να περιορίσει τις πιθανότητες ενός ανοικτού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών. Ο διάλογος αυτός άλλωστε εντάσσεται στο ευρύτερο πλάνο της Ουάσιγκτον να διατηρήσει τις ισορροπίες στη Μεσόγειο, ειδικά όταν η περιοχή παραμένει γεμάτη εντάσεις και στρατηγικά συμφέροντα.
Συνολικά, η επιστροφή του Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ θα επιφέρει αλλαγές που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια. Ωστόσο, το σίγουρο είναι πως η πολιτική του θα διαμορφώσει σημαντικά την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τον γεωπολιτικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε επιφυλακή, έχοντας προσαρμόσει τη στρατηγική της στα νέα δεδομένα, καθώς αναμένει να δει αν ο Τραμπ θα λειτουργήσει υπέρ της σταθερότητας στην περιοχή ή αν θα επιλέξει μια προσέγγιση που μπορεί να ενισχύσει τις εντάσεις με την Τουρκία.