Το τελευταίο διάστημα η επίκληση της πολιτικής σταθερότητας έχει μετατραπεί στο βασικό κυβερνητικό επιχείρημα. Η ακόμα και σήμερα όμως εικόνα κυριαρχίας της ΝΔ πολύ δύσκολα μπορεί να πείσει ότι προσφέρει λύση για τις επόμενες εκλογές ακόμα και με όρους της σημερινής «σταθερότητας». Δεν είναι τυχαίο ότι κριτικές πως η χώρα είναι «μη διακυβερνήσιμη» έρχονται και από την μεριά συστημικών σχολιαστών. Η ΝΔ παραμένει λοιπόν κυρίαρχη αλλά σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι ηγεμονική όπως ήταν το 2019.
Αξίζει να σταθούμε σε κάποιες από τις μεταβλητές που ορίζουν την παραπάνω εικόνα. Η ελληνική οικονομία σήμερα τα πηγαίνει θαυμάσια ως προς το σκέλος της κερδοφορίας και ταυτόχρονα βρίσκεται στον πάτο ως προς το σκέλος των μισθών. Ας εξετάσουμε το αποτύπωμα που αφήνουν στο ΑΕΠ τα εισοδήματα από εργασία και τα κέρδη.
– Με βάση τα στοιχεία του ’24 αν θέλαμε να είμαστε στον μέσο όρο της Ε.Ε. τα εισοδήματα από εργασία θα έπρεπε να είναι αυξημένα κατά 31 δις, ενώ τα κέρδη θα έπρεπε να μειωθούν κατά 22 δις. Επαναλαμβάνω ότι οι παραπάνω μεταβολές θα συντελούσαν στο να πιάσουμε τον μέσο όρο της Ε.Ε. και όχι κάποιον φιλόδοξο στόχο κοινωνικού μετασχηματισμού. Κρίσιμο στοιχείο επίσης ότι ενώ το 2019 τα κέρδη ξεπερνούσαν το μερίδιο των μισθών κατά 21,3 δις αυτή η διαφορά το ’24 έφτασε τα 36,1 δις.
Συμπέρασμα πρώτο: Τα παραπάνω αποτυπώνουν την μεγάλη εικόνα, μία χώρα υπόδειγμα για τις ελίτ του χρήματος και την ίδια στιγμή λογαριασμοί που βγαίνουν με δυσκολία για τους πολλούς. Δεν έχουμε όμως μπροστά μας μια εικόνα φτωχοποίησης της χώρας αλλά μια εικόνα λεηλασίας και βίαιης αναδιανομής.
Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνεται από πλήθος στοιχείων:
– Ο μισθός σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ
– Αυτή την στιγμή 7 στους 10 μισθωτούς αμείβονται με λιγότερα από 1.000 καθαρά, ενώ το 50% με μόλις 820 ευρώ καθαρά.
Συμπέρασμα δεύτερο: η μείωση της ανεργίας καθώς και το κυρίαρχο μοντέλο δεν μπορούν να σπάσουν την εικόνα της φθηνής ανάπτυξης και μιας νέας γενιάς εργαζόμενων φτωχών. Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα αποτελέσματα συντελεί η διάλυση του εργατικού δικαίου και η απουσία συλλογικών διαπραγματεύσεων. Την στιγμή που στην ΕΕ το 60% των εργαζομένων καλύπτονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό κινείται στο 25%. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια αστοχία αλλά με συνειδητή πολιτική επιλογή.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ασφυκτική αν δούμε τα αποτελέσματα που επιφέρουν στο εισόδημα η κρίση του κόστους ζωής πχ στο στεγαστικό και στην ενέργεια:
– Σχεδόν 1/3 (28,9%) δαπανά άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για κόστος στέγασης. Ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 8,2%.
– Από το 2019 μέχρι σήμερα η τεράστια πλειοψηφία έχει δει αυξήσεις στο ρεύμα από 50% έως 120%.
Την ίδια στιγμή όμως τα παραπάνω στοιχεία έχουν και την άλλη όψη, αυτή των κερδών, της συσσώρευσης και της λεηλασίας. Η έκρηξη της Golden Visa και του Airbnb μετατρέπει τα ενοίκια σε απλησίαστα. Μόνο στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν 16.000 διαθέσιμα διαμερίσματα σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, με την πλειοψηφία αυτών να ανήκει σε νομικά πρόσωπα ή σε φυσικά πρόσωπα που έχουν πάνω από 3 καταχωρήσεις. Μία μόνο εταιρία έχει σχεδόν 600 ακίνητα στον Δήμο Αθηναίων. Ταυτόχρονα τράπεζες, servicers και funds δρουν εντελώς ανεξέλεγκτα ενώ ο εξωδικαστικός μηχανισμός ουσιαστικά έχει καταρρεύσει από το 50% των ρυθμίσεων κοκκινίζει εντός τριμήνου.
Τα παραπάνω βέβαια αποτυπώνονται ως έκρηξη επενδύσεων, ένα μέγεθος στο οποίο το real estate, κατέχει την πρωτοκαθεδρία.
Η διαδικασία βίαιης αναδιανομής είναι ξεκάθαρη, μήπως όμως έστω και έτσι αυτό μπορεί να δομήσει μια εικόνα σταθερότητας; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται μέσα από τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό ότι περιμένει ανάπτυξη 1,3% το 2029. Δηλαδή παρά το γεγονός ότι περισσότερα από 60 δισ. ευρωπαϊκών πόρων έπεσαν στην Ελληνική οικονομία, το αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα δεν αντανακλά καμία «συστημική αναβάθμιση».
Η κρίση ηγεμονίας είναι εδώ, η απάντηση αναζητείται
Ανέφερα και παραπάνω ότι η ΝΔ αυτή την στιγμή παραμένει κυρίαρχη αλλά σε καμία περίπτωση ηγεμονική. Η κυριαρχία της μάλιστα ορίζεται κυρίως από την αδυναμία εναλλακτικού σχεδίου. Κάπως έτσι έχουμε οδηγηθεί σε μία αστάθεια που μοιάζει πολύ με κρίση πολιτικής ηγεμονίας. Κρίση όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει νομοτελειακά κατάρρευση, μπορεί να σημαίνει μετασχηματισμό και ανασύνθεση εντός του κυριάρχου οικονομικού και πολιτικού πλαισίου. Αν συνυπολογίσουμε και την στροφή της Ευρώπης στην πολεμική οικονομία και την όξυνση των εντάσεων το μόνο σίγουρό είναι ότι μπαίνουμε σε μία χρονιά με κυριαρχία των αστάθμητων παραγόντων.
Υπάρχει όμως και ένα παράδοξο, την ίδια στιγμή που έχουμε έναν ιδιαίτερα αρνητικό συσχετισμό για τις δυνάμεις της εργασίας και την Αριστερά βρισκόμαστε σε μία στιγμή που ένα εναλλακτικό πρόγραμμα είναι όχι μόνο αναγκαίο αλλά και απόλυτα εφικτό. Πολιτικές που θα φορολογήσουν τον μεγάλο πλούτο, τα κέρδη και τα μερίσματα, θα προστατεύσουν την κατοικία και τα κοινωνικά αγαθά, θα στηρίξουν τον κόσμο της εργασίας και θα αρνηθούν την αυτοκτονική βουτιά στην πολεμική προετοιμασία είναι σήμερα απόλυτα εφικτές, λαϊκά κατανοητές και ουσιαστικά ριζοσπαστικές. Αυτό απαιτεί δύο πράγματα για τις δυνάμεις της Αριστεράς ένα «νέο μαζί» αλλά και ένα «νέο αλλιώς». Με καθαρές πολιτικές επιλογές στα τρία μεγάλα πεδία α. κόστος ζωής, β. αίσθημα δικαίου και διαφθορά, γ. υπεράσπιση της ειρήνης, άρνηση των υπερεξοπλισμών η Αριστερά μπορεί να δώσει μια προωθητική λύση στην σημερινή κρίση ηγεμονίας.











