Το 2025 άλλαξε την πολιτική συζήτηση στη χώρα. Η ανάγκη διαχείρισης της καθημερινότητας μετατράπηκε σε ανάγκη καθορισμού νέων στρατηγικών προτεραιοτήτων. Όχι επειδή οι κρίσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στους θεσμούς, στην οικονομία και στα εθνικά θέματα είναι καινούργιες, αλλά επειδή είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ηγεσία του σήμερα δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις για το αύριο. Και αν η ένταση αυτών των κρίσεων δεν είναι ίδια με προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα έχουν τον πρόσθετο κίνδυνο κανονικοποίησης της στασιμότητας: το παραγωγικό μοντέλο παραμένει απαράλλαχτο, το κράτος παραμένει αργό, η κοινωνία πιέζεται και οι ανισότητες σταθερά βαθαίνουν.
Ένα κράτος που δεν αλλάζει δομή, δεν αλλάζει αποτελέσματα. Συνειδητά λοιπόν η Νέα Δημοκρατία επέλεξε να αντιμετωπίσει την εξουσία ως εργαλείο διαχείρισης και επικοινωνίας και όχι ως ευκαιρία μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Επένδυσε στη συγκέντρωση δύναμης και εξουσίας και, με την επίφαση της ταχύτητας, στην αποδυνάμωση των θεσμών που την ελέγχουν. Έτσι, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη σύγχρονη παθογένεια της χώρας, ανακυκλώνοντας επίμονα και μαζί όλες τις παθογένειες του παρελθόντος.
Εδώ ακριβώς γεννιέται η ανάγκη για πολιτική αλλαγή. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως προϋπόθεση επιβίωσης της χώρας σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα αλλαγή νοοτροπίας: από το «βολεύουμε τους λίγους» στο «χτίζουμε για όλους», από το «ελέγχουμε» στο «εμπιστευόμαστε», από το «επικοινωνούμε» στο «λογοδοτούμε».
Θεσμική, οικονομική και πολιτική αλλαγή
Για να υπάρξει νέο παραγωγικό μοντέλο χρειάζεται νέο διοικητικό μοντέλο, και για να υπάρχει ανάπτυξη, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί να μετατραπεί σε Πατριωτική. Δηλαδή, σε μια οικονομία που συνειδητά και ενεργά επενδύει στα εθνικά και τοπικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα κράτος σύμμαχο και όχι εχθρό, με εξουσίες αποσυγκεντρωμένες που αλληλοελέγχονται. Σημαίνει σταθεροποίηση των κανόνων του παιχνιδιού για όλους και ευκαιρίες μοιρασμένες με όρους αξιοκρατίας. Για να υπάρξει κοινωνική συνοχή, η πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κοινωνία ως συμμέτοχο και όχι ως ακροατήριο.
Αυτό σημαίνει ότι η αλλαγή που χρειάζεται η χώρα είναι θεσμική, οικονομική και πολιτική ταυτόχρονα. Αφορά το πώς λειτουργεί το κράτος, πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις, πώς αξιολογούνται οι πολιτικές, πώς χτίζεται εμπιστοσύνη. Αφορά τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, αλλά και τη σοβαρότητα στον δημόσιο λόγο. Χωρίς εύκολες υποσχέσεις και χωρίς φόβο απέναντι στην αλήθεια.
Γι’ αυτό, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μία πολιτική δύναμη που δεν θα έρθει να διαχειριστεί το σύστημα, αλλά να το ανατρέψει. Για να αλλάξουμε παράδειγμα στο πώς διοικείται αυτός ο τόπος, πώς παράγει πλούτο και πώς τον διανέμει. Με περισσότερη ανθεκτικότητα, δικαιοσύνη και δημοκρατία. Μία πολιτική δύναμη, πού όπως έχω αναλύσει στην πολιτική μου πρόταση «Αναγέννηση» εδώ και χρόνια, θα έρθει να σπάσει το υπερσυγκεντρωτικό κράτος του Μεγάρου Μαξίμου, δίνοντας εξουσία, πόρους, περιουσία, αρμοδιότητες και ευθύνες σε αναγεννημένους φορείς όσο το δυνατόν πιο κοντά στον πολίτη.
Έτσι θα χτίσουμε μία Πατριωτική Οικονομία. Που δημιουργεί πλούτο σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και τον μοιράζει δίκαια, κοινωνικά, γεωγραφικά και διαγενεακά. Αλλάζοντας το παραγωγικό πρότυπο της χώρας από ένα που βασίζεται στις εισαγωγές και στην κατανάλωση, σε ένα παραγωγικό μοντέλο επενδύσεων, εξωστρέφειας και καινοτομίας. Από ένα παραγωγικό μοντέλο που παράγει συνεχώς νεόπτωχους, που δουλεύουν όλο και περισσότερο αλλά το εισόδημα τούς φτάνει όλο και λιγότερο, σε ένα παραγωγικό πρότυπο που παράγει καλές θέσεις εργασίας με καλά εισοδήματα. Από ένα παραγωγικό μοντέλο που ερημώνει την Περιφέρεια και επιβαρύνει το δημογραφικό, σε ένα παραγωγικό πρότυπο, που επενδύει στις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε περιοχής, με τοπικά σχέδια ανάπτυξης, και δημιουργεί κίνητρα για να κάνουν τα νέα ζευγάρια οικογένεια. Δηλαδή, από ένα παραγωγικό μοντέλο που υπηρετεί τους ισχυρούς και οδηγεί νομοτελειακά στην επόμενη κρίση, σε ένα παραγωγικό πρότυπο, που ανοικοδομεί τη μεσαία τάξη, ενισχύει τους ασθενέστερους, στηρίζει τον καινοτόμο και τον μικρομεσαίο επιχειρηματία, τον αγρότη, τον μισθωτό, τον νέο, τον συνταξιούχο.
Αυτή η πολιτική δύναμη δεν μπορεί να είναι άλλη από το ΠΑΣΟΚ. Και αυτό αναδεικνύει την ιστορική ευθύνη του Κινήματός μας και στη σημερινή συγκυρία. Όχι απλώς να καταγράψει τη φθορά της κυβέρνησης, αλλά να αποδείξει ότι είναι έτοιμο να κυβερνήσει διαφορετικά. Να μιλήσει καθαρά για το τι πρέπει να αλλάξει – και πώς. Να το δείξει στον τρόπο που το ίδιο λειτουργεί και να ξαναχτίσει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, όχι με όρους νοσταλγίας, αλλά με όρους μέλλοντος.
Η πολιτική αλλαγή προϋποθέτει τη δυνατότητα να αλλάξουμε την πορεία της χώρας ως κυβέρνηση προς μία νέα, πιο δίκαιη κατεύθυνση. Και αυτό θα γίνει μόνο αν πείσουμε την κοινωνική πλειοψηφία ότι μάθαμε από τα λάθη μας και ότι έχουμε το σχέδιο και την ηγετική ομάδα να κρατήσουμε με στιβαρότητα το τιμόνι της Ελλάδας, με πίστη στις δυνατότητές της. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια άλλου χαμένου χρόνου. Η επιλογή είναι καθαρή: είτε θα συνεχίσουμε με μια πολιτική που ανακυκλώνει τα προβλήματα, είτε θα τολμήσουμε την πολιτική αλλαγή που μπορεί να τα λύσει. Και αυτή η αλλαγή θα έρθει με σχέδιο, τόλμη και πολιτική βούληση.











