Η εφαρμογή του νόμου για τις διαγραφές φοιτητών από τα δημόσια ΑΕΙ δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση, αλλά πολιτική επιλογή με σαφές κοινωνικό πρόσημο. Μια επιλογή που δεν στοχεύει στη βελτίωση της εκπαίδευσης, αλλά στον αποκλεισμό χιλιάδων νέων ανθρώπων από το δικαίωμα στη γνώση. Μέσα σε αυτό το τοπίο, η παραίτηση του Κοσμήτορα της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Γιάννη Λεοντάρη, αποτελεί πράξη ακαδημαϊκής ευθύνης και όχι «μεμονωμένη αντίδραση», όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί.
Ο Γιάννης Λεοντάρης χαρακτήρισε το μέτρο των διαγραφών «επιστημονικά ατεκμηρίωτο, παιδαγωγικά απαράδεκτο και κοινωνικά άδικο», μιλώντας ανοιχτά για στοχοποίηση φοιτητών και φοιτητριών που προέρχονται κυρίως από εργατικές και λαϊκές οικογένειες. Ανθρώπων που δεν «εγκατέλειψαν» τις σπουδές τους, αλλά αναγκάστηκαν να δουλέψουν, να κάνουν οικογένεια, να παλέψουν με την επισφάλεια και τη ζωή και σήμερα τιμωρούνται γι’ αυτό.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η κριτική του στη φρασεολογία περί «καθαρισμού των καταλόγων», που χρησιμοποίησε ο υφυπουργός Παιδείας Νίκος Παπαϊωάννου. Πρόκειται για μια ρητορική που διαχωρίζει τους φοιτητές σε «επιθυμητούς» και «ανεπιθύμητους», μετατρέποντας τη φοίτηση σε στίγμα και τη γνώση σε προνόμιο για λίγους. Όπως τόνισε ο Λεοντάρης, αυτό το σχήμα σκέψης είναι ξένο προς κάθε έννοια δημόσιου πανεπιστημίου.
Στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, όπου διαγράφηκαν περίπου 300 φοιτητές, το παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό: φοιτητές που επέλεξαν συνειδητά να ολοκληρώσουν πρώτα τη φοίτησή τους σε δραματικές σχολές, να αποκτήσουν πρακτική και καλλιτεχνική εμπειρία και να επιστρέψουν αργότερα για να ολοκληρώσουν το θεωρητικό σκέλος των σπουδών τους. Δεν εγκατέλειψαν. Επένδυσαν στη γνώση με άλλον τρόπο. Και τώρα διαγράφονται.
Το ίδιο ισχύει για φοιτητές και φοιτήτριες που εργάστηκαν, συχνά ανασφάλιστοι, χωρίς να διαθέτουν τις τυπικές βεβαιώσεις που απαιτεί ο νόμος για να εξαιρεθούν από τις διαγραφές. Για όσους έκαναν οικογένεια. Για όσους επέστρεψαν μετά από χρόνια με στόχο να πάρουν το πτυχίο τους. Αν η ζωή σου δεν χωρά στο στενό καλούπι του νόμου, δεν έχεις θέση στο πανεπιστήμιο.
Ο ίδιος ο υφυπουργός Παιδείας παραδέχτηκε ότι οι λεγόμενοι «ανενεργοί» φοιτητές δεν επιβαρύνουν οικονομικά τα πανεπιστήμια. Παρ’ όλα αυτά, στις 31 Δεκεμβρίου τίθεται σε εφαρμογή η δεύτερη φάση του νόμου για τις διαγραφές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην παρούσα φάση θα διαγραφούν 250.000 έως 260.000 φοιτητές, ενώ με όσους προστεθούν τα επόμενα δύο χρόνια, ο αριθμός θα φτάσει περίπου τους 290.000. Μόλις 35.000 φοιτητές κατάφεραν να αξιοποιήσουν τη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία» και να ζητήσουν παράταση σπουδών.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι οι διαγραφές «βελτιώνουν την αξιολόγηση» και επιτρέπουν τον σωστό υπολογισμό αναλογιών φοιτητών, εισακτέων και διοικητικού προσωπικού. Όμως, όπως επισημαίνει ο Λεοντάρης, δεν υπάρχει κανένας στατιστικός δείκτης που να δείχνει ότι οι διαγραφές και όχι οι προσλήψεις μόνιμου διδακτικού προσωπικού, θα φέρουν την Ελλάδα πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η πιο αποκαλυπτική πλευρά του νόμου αφορά τη σχέση του με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Η ίδια διάταξη που διαγράφει φοιτητές από τα δημόσια ΑΕΙ, κατοχυρώνει τις πιστωτικές μονάδες (ECTS) που έχουν αποκτήσει, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εγγραφή σε ιδιωτικά ΑΕΙ. Τα ECTS που κρίνονται «ανεπαρκή» για το δημόσιο πανεπιστήμιο μετατρέπονται σε μπόνους πελατείας για το ιδιωτικό. Πρόκειται για έναν μηχανισμό έμμεσης ιδιωτικοποίησης, όπου ο αποκλεισμός από το δημόσιο γίνεται γέφυρα προς την αγορά.
Οι διαγραφές φοιτητών, φτωχαίνουν κοινωνικά, το πανεπιστήμιο, το συρρικνώνουν μορφωτικά και το μετατρέπουν σε προθάλαμο της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Διαβάστε επίσης:
Ξεπερνούν τις 11.000 οι διαγραφές φοιτητών -«Κύμα» αντιδράσεων στα πανεπιστήμια
Διαγράφουν φοιτήτρια μητέρα δύο παιδιών!
Ποια πανεπιστήμια άρχισαν να διαγράφουν τους «αιώνιους φοιτητές»











