Δύο ακόμα θλιβερές πρωτιές έχει «κερδίσει» η Ελλάδα μία σε επίπεδο ΟΟΣΑ και μία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δείχνουν την απελπιστική κατάσταση στην Υγεία παρά τις προσπάθειες της Κυβέρνησης να μας πείσουν ότι συμβαίνει εντελώς το αντίθετο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον ΟΟΣΑ, οι Έλληνες είναι οι πιο δυσαρεστημένοι πολίτες μεταξύ των 38 χωρών του Οργανισμού σε ότι αφορά τις υπηρεσίες Υγείας.
Σύμφωνα με την έκθεση «Health at a Glance 2025», η ικανοποίηση των πολιτών από την πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες Υγείας φτάνει μόλις το 27%, ποσοστό που τοποθετεί τη χώρα στο χαμηλότερο σκαλί της κατάταξης. Συγκριτικά ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ αγγίζει το 64%.
Στον αντίποδα, πρωταθλήτριες χώρες στην ικανοποίηση των πολιτών είναι η Ελβετία με 89%, ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και τη Δανία (86%), την Ολλανδία (83%), τη Γερμανία (81%) και τη Νορβηγία και Ιαπωνία (80%).
Παράλληλα η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση σύμφωνα με τη Eurostat σε ποσοστό πολιτών που δήλωσαν πως δεν έλαβαν την απαραίτητη ιατρική φροντίδα το 2024.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 21,9% των Ελλήνων ηλικίας 16 ετών και άνω που είχαν ανάγκη από ιατρική εξέταση ή θεραπεία ανέφεραν ότι δεν μπόρεσαν να τη λάβουν. Οι βασικοί λόγοι που επικαλέστηκαν ήταν το υψηλό κόστος, οι μεγάλες λίστες αναμονής και η απόσταση από τις δομές υγείας.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανεκπλήρωτων αναγκών υγείας βρίσκεται στο 3,6%, γεγονός που αποτυπώνει το μέγεθος της απόκλισης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δεύτερη χώρα στη σχετική κατάταξη, η Φινλανδία, καταγράφει ποσοστό 12,4%, ενώ ακολουθεί η Εσθονία με 11,2%. Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στην Κύπρο (0,1%), τη Μάλτα (0,5%) και την Τσεχία (0,6%).
Υποχρηματοδότηση και περιορισμένη πρόσβαση
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ το ελληνικό κράτος κατευθύνει μόλις το 10% των συνολικών του δαπανών στον τομέα της υγείας — ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη νέα έκθεση.
Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Γερμανία διαθέτουν σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό (19%) για την υγεία. Από το ήδη περιορισμένο ελληνικό κονδύλι, το 43% κατευθύνεται στις νοσοκομειακές υπηρεσίες, ενώ μόλις το 20% στη φροντίδα εξωτερικών ασθενών. Ακόμη πιο χαμηλό είναι το ποσοστό για τη μακροχρόνια φροντίδα, που δεν υπερβαίνει το 2%.
Ιδιαίτερα υψηλή παραμένει η ιδιωτική χρηματοδότηση της υγείας στη χώρα μας: το 39% των συνολικών δαπανών καλύπτεται από την τσέπη των πολιτών, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 25%. Από αυτές τις ιδιωτικές πληρωμές, το 38% αφορά φάρμακα και ιατρικά είδη, το 17% υπηρεσίες εξωτερικών ασθενών – όπως διαγνωστικές εξετάσεις – ενώ το 11% αφορά οδοντιατρική περίθαλψη, που συχνά δεν καλύπτεται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα.
Παράλληλα, το 12,1% των Ελλήνων δηλώνει ότι ανέβαλε ή δεν πραγματοποίησε κάποια εξέταση ή θεραπεία, έναντι μόλις 3,4% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Το υψηλό κόστος αποτελεί τον βασικό αποτρεπτικό παράγοντα, ακολουθούμενο από τις μεγάλες λίστες αναμονής και τις δυσκολίες πρόσβασης, ιδιαίτερα σε απομακρυσμένες περιοχές.
Στα θετικά, η Ελλάδα φαίνεται να ενισχύει τις δράσεις πρόληψης, επενδύοντας πλέον το 3,1% των συνολικών δαπανών υγείας — ποσοστό κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (3,4%) και σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με το 2% που καταγραφόταν πριν από τρία χρόνια.










