Εδώ και πολλά χρόνια η πολιτική ζωή στην Ελλάδα έχει την τάση να περιστρέφεται γύρω από ακραίους πόλους που αυτοπροβάλλονται ως ηθικά ανώτεροι από το «σύστημα». Εμφανίζουν, συλλήβδην, ένα «ηθικό πλεονέκτημα». Η Αριστερά –συχνά με επαναστατικό αέρα αλλά με κυβερνητικές ευθύνες στη «βαλίτσα» της– και η Άκρα Δεξιά –με το αντισυστημικό προσωπείο αλλά βαριές «ιστορικές αποσκευές»– συντηρούν εδώ και δεκαετίες έναν διαγωνισμό πολιτικής ηθικολογίας και ρητορικής καθαρότητας. Και οι δύο, όμως, σκοντάφτουν και πέφτουν στην ίδια παγίδα : την υποκρισία.
Του Μίλτου Σακελλάρη
Η Αριστερά στην Ελλάδα για χρόνια χτίζει το αφήγημά της πάνω στην έννοια του ηθικού πλεονεκτήματος. Από τα χρόνια της Αντίστασης μέχρι τις πορείες του Πολυτεχνείου, η ηθική κατοχύρωση της Αριστεράς έγινε σχεδόν εθνικό αφήγημα. Και όμως, όταν κλήθηκε να κυβερνήσει, είδαμε ένα κόμμα –όπως ο ΣΥΡΙΖΑ– να συνυπογράφει μνημόνια, να κλείνει τράπεζες, να στήνει πρόχειρα δημοψηφίσματα και να τορπιλίζει την έννοια της θεσμικής σοβαρότητας. Να υπογράφει την Συμφωνία των Πρεσπών που κατακρίθηκε. Ακόμα χειρότερα, σε πολλά πεδία εξουσίας, η ίδια Αριστερά που διακήρυσσε κοινωνική ευαισθησία εφάρμοσε πολιτικές με κυνισμό ή συνθηκολόγησε σιωπηλά με το κατεστημένο, το οποίο ευαγγελιζόταν πως πολεμούσε, επιβάλλοντας νέους φόρους, ροκανίζοντας μισθούς και οδηγώντας την ανεργία στα ύψη. Όλα αυτά σε συνεργασία με τον ακροδεξιό Πάνο Καμμένο.
Το σήμερα βρίσκει τον ΣΥΡΙΖΑ σε βαθιά κρίση ταυτότητας. Αντί να κάνει απολογισμό για την κυβερνητική του πορεία, προσπαθεί να διασώσει ψήγματα από ένα παλιό ηθικό αφήγημα, υποδυόμενος ξανά τον «αντισυστημικό παίκτη». Μόνο που πια δεν πείθει ούτε τους ίδιους τους ψηφοφόρους του. Οι εσωκομματικές συγκρούσεις, η αμηχανία μπροστά στις νέες κοινωνικές διεκδικήσεις και η διαρκής στροφή προς τα άκρα του λόγου φανερώνουν ένα κόμμα που προτιμά να περιχαρακωθεί σε παλιές βεβαιότητες παρά να κοιτάξει κατάματα την πραγματικότητα. Έτσι, αντί να λειτουργεί ως υπεύθυνη αξιωματική αντιπολίτευση, αναπαράγει τον εύκολο καταγγελτικό λόγο χωρίς ουσιαστικές προτάσεις. Ακολουθεί φυσικά και η άλλη έκφραση υβριδικής μορφής πολιτικού λόγου, αυτή της Πλεύσης Ελευθερίας, δια στόματος Ζωής Κωνσταντοπούλου. Μπορεί να λειτουργεί ως φωνή δημοκρατίας, λειτουργεί ως προσωποπαγές μόρφωμα με έντονη τάση προς τον θεσμικό βολονταρισμό.
Στην άλλη άκρη, τα κόμματα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας, έχουν αποκτήσει παρουσία στη Βουλή. Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, η Νίκη, ακόμη και οι Σπαρτιάτες (για όσο κράτησε!) συνθέτουν έναν πολυκερματισμένο αλλά υπαρκτό δεξιό-αντισυστημικό χώρο. Τι κοινό έχουν όλα αυτά τα σχήματα; Ένα αφήγημα «αντισυστημικής κάθαρσης», συχνά ντυμένο με έννοιες όπως «πατρίδα», «Θεός», «παραδοσιακές αξίες» ή «λαϊκή βούληση».
Αλλά πόση αλήθεια και πόση συνέπεια υπάρχει σε αυτές τις θέσεις; Η Ελληνική Λύση εκτοξεύει πατριωτικές κορώνες αλλά συχνά φλερτάρει με την ανορθολογικότητα και τον συνωμοσιολογικό λόγο. Το είδαμε στην υπόθεση των Τεμπών, όπου ακούσαμε για χαμένα βαγόνια και παραπάνω νεκρούς. Η Νίκη υποδύεται το χριστιανικό ήθος, αλλά με ένα βλέμμα γεμάτο καχυποψία προς τη σύγχρονη κοινωνία, τα δικαιώματα και τον πλουραλισμό. Βουλευτής της έφτασε στο σημείο να τα κάνει «γυαλιά- καρφιά» στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι Σπαρτιάτες είναι απλώς το «φάντασμα» της Χρυσής Αυγής, σε νέα συσκευασία.Ένα φάντασμα που εξανεμίζεται.
Εδώ είναι που προκύπτει η βαθύτερη υποκρισία: οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις μιλούν για τον λαό, αλλά δεν εμπιστεύονται την κοινωνική ωριμότητα. Μιλούν για θεσμούς, αλλά τους αμφισβητούν όταν δεν τους βολεύουν. Άραγε, η Δικαιοσύνη είναι «καλή» όταν οι αποφάσεις της είναι βολικές και φοράει το μανδύα της «κατευθυνόμενης», την στιγμή που δεν μας αρέσουν τα όσα προτάσσει; Μιλούν για ελευθερία, αλλά εννοούν μια ελευθερία χωρίς ευθύνη. Και μιλούν για ηθική, αλλά εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, ανάλογα με το ποιος κατηγορείται, ποιος αδικείται και ποιος ωφελείται.
Και οι δύο πόλοι –Αριστερά και Άκρα Δεξιά– διατηρούν ένα ακόμα κοινό: την εργαλειοποίηση της οργής. Ο θυμός γίνεται το καύσιμο. Όχι για κοινωνική πρόοδο, αλλά για διχασμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ακρίβεια και την απογοήτευση των νέων για να επαναφέρει ένα πνεύμα «αντιμνημονιακής» αγανάκτησης. Τα δεξιότερα κόμματα της Βουλής, από την πλευρά τους, εκμεταλλεύονται την αίσθηση παρακμής ή απώλειας εθνικής κυριαρχίας, μιλώντας σε ένα κοινό που νιώθει εγκαταλελειμμένο ή προδομένο.
Το αποτέλεσμα; Ένας δημόσιος διάλογος που διαρκώς διολισθαίνει στον παραλογισμό. Μια κοινωνία που παγιδεύεται ανάμεσα σε παλιές πληγές και νέες αυταπάτες. Μια χώρα που, αντί να αναζητήσει τη σύνθεση, ζει με τις κραυγές.
Και όμως, η λύση δεν είναι η σιωπή ή η πόλωση. Είναι η εντιμότητα. Η παραδοχή ότι κανένα πολιτικό στρατόπεδο δεν έχει το μονοπώλιο της ηθικής. Ότι κάθε δύναμη που διεκδικεί εξουσία οφείλει να κρίνεται για τις πράξεις της, όχι για τα σύμβολά της.
Η υποκρισία των άκρων δεν είναι φαινόμενο της άγνοιας. Είναι πολιτική επιλογή. Και όσο δεν την αποκαλύπτουμε, τόσο θα μετατρέπεται σε κανονικότητα. Και τότε, δεν θα φταίνε πια τα άκρα. Θα φταίει το κέντρο που τα ανέχεται.