Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε άμεση διπλωματική επαναδραστηριοποίηση στη Λιβύη, μέσω της επικείμενης επίσκεψης του Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη τόσο στην Τρίπολη όσο και στη Βεγγάζη, δείχνει επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης.
του Χρήστου Μυτιλινιού
Παράλληλα, όμως, αναδεικνύει και ένα βαρύ πολιτικό υπόλοιπο που έχει συσσωρευτεί την τελευταία δεκαετία, με τις ευκαιρίες που χάθηκαν και τις απουσίες που καταγράφηκαν.
Η διπλή πίεση: θαλάσσιες ζώνες και μεταναστευτικό
Το μέτωπο της Λιβύης δεν είναι καινούργιο για την Ελλάδα. Από το 2019, όταν υπογράφηκε το τουρκολιβυκό μνημόνιο, μέχρι σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν διαρκή γεωπολιτικό πονοκέφαλο. Ωστόσο, η απουσία μιας σταθερής και πολυδιάστατης πολιτικής απέναντι στη Λιβύη επέτρεψε στην Τουρκία να εδραιώσει την παρουσία της, να διατηρεί δίαυλο με όλα τα κέντρα εξουσίας και πλέον να επαναφέρει με πιο θεσμικό τρόπο τη διεκδίκηση του «Γαλάζια Πατρίδα».
Οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη για δραστική κινητοποίηση: η συμφωνία των κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών της Τουρκίας (TPAO) και της Λιβύης (NOC) για σεισμικές έρευνες σε τέσσερα οικόπεδα στη λιβυκή υφαλοκρηπίδα, σε συνδυασμό με τις κινήσεις της Αθήνας για την παραχώρηση ελληνικών θαλάσσιων οικοπέδων στη Chevron, έχουν επαναφέρει με ένταση το μνημόνιο στην επικαιρότητα.
Η Ελλάδα, με μονομερείς ενέργειες βάσει της μέσης γραμμής, επιδιώκει να κατοχυρώσει τα συμφέροντά της — ωστόσο οι αντιδράσεις από Τρίπολη και Βεγγάζη δείχνουν ότι η εδραίωση της ελληνικής θέσης προϋποθέτει ευρύτερη διεθνή αποδοχή και κυρίως διπλωματικές επαφές που μέχρι πρότινος δεν είχαν ενεργοποιηθεί επαρκώς.
Παράλληλα, το μεταναστευτικό επανέρχεται με ορμή, καθώς οι νέες ροές από την Ανατολική Λιβύη (Τομπρούκ) απειλούν να καταστήσουν την Κρήτη και τη Γαύδο νέους κόμβους άφιξης. Η απάντηση της κυβέρνησης, με εξαγγελίες περί αποστολής πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού και αυστηροποίησης των ελέγχων, φαίνεται περισσότερο ως αντίδραση στην πίεση παρά ως προληπτικός σχεδιασμός. Ειδικά όταν η Ιταλία έχει ήδη χαράξει παράλληλες πολιτικές ενεργειακής, πολιτιστικής και στρατιωτικής συνεργασίας με τη Λιβύη.
Σχέδιο για διάλογο — αλλά υπό χρονική πίεση
Η ελληνική πλευρά επιδιώκει με την επικείμενη επίσκεψη του κ. Γεραπετρίτη να αποκαταστήσει δίαυλο με αμφότερες τις κυβερνήσεις της Λιβύης. Η πρόταση για επανέναρξη διαλόγου γύρω από την οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι στο τραπέζι — και μάλιστα συνοδεύεται από το ενδεχόμενο, εάν δεν υπάρξει συμφωνία, να προταθεί παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η προοπτική αυτή, αν και φιλόδοξη, προϋποθέτει πολιτικό κεφάλαιο που η Ελλάδα δεν έχει επενδύσει όσο θα έπρεπε μέχρι σήμερα. Την ίδια ώρα, πληροφορίες θέλουν τον πρόεδρο της λιβυκής Βουλής Ακίλα Σάλεχ και τον στρατηγό Χαφτάρ να σκέφτονται σοβαρά την επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου, κάτι που θα υπονομεύσει ευθέως την ελληνική πρωτοβουλία.
Σε αυτό το ρευστό σκηνικό, η διπλωματία οφείλει να κινηθεί ταχύτατα και με σαφές στρατηγικό πλαίσιο. Το ζητούμενο δεν είναι η έκτακτη αποστολή, αλλά η οικοδόμηση σταθερών σχέσεων και η αξιοποίηση των επαφών που διατηρούνται σε υπηρεσιακό επίπεδο από την εποχή Καντάφι.
Παράθυρο ευκαιρίας ή χαμένη υπόθεση;
Παρά τις αρνητικές ενδείξεις, υπάρχουν ακόμη παραθυράκια διαλόγου: δηλώσεις Λίβυων αξιωματούχων, ανακοινώσεις των ΥΠΕΞ και της λιβυκής αποστολής στον ΟΗΕ δείχνουν προθυμία για συζήτηση επί του θέματος. Εάν η ελληνική κυβέρνηση κινηθεί με συντονισμό, θεσμική σοβαρότητα και αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, ίσως καταφέρει να «παγώσει» την επικύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου και να δημιουργήσει συνθήκες παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο.
Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζεται πολιτική βούληση και συνέπεια. Οι διαρκείς καθυστερήσεις και οι παθητικές προσεγγίσεις του παρελθόντος άνοιξαν τον δρόμο στην Άγκυρα. Αν αυτή τη φορά η Αθήνα περιοριστεί ξανά σε διπλωματικές φωτογραφίες χωρίς αποτελέσματα, το κόστος δεν θα είναι μόνο επικοινωνιακό. Θα είναι στρατηγικό.