Σε τροχιά σφοδρής αντιπαράθεσης εισέρχονται οι διαπραγματεύσεις για τον επόμενο πολυετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την κατηγορηματική άρνηση της Γερμανίας να αποδεχθεί την πρόταση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για κοινό ταμείο ύψους 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ την περίοδο 2028–2034.
Η φον ντερ Λάιεν, παρουσιάζοντας την πρόταση της Κομισιόν, μίλησε για έναν προϋπολογισμό που θα ανταποκρίνεται στη «νέα εποχή» και φιλοδοξεί να συνδυάσει φιλόδοξες επενδύσεις, αυστηρό έλεγχο δικαίου και σταθερές εισφορές. Προβλέπεται τριπλασιασμός των κονδυλίων για μετανάστευση και σύνορα, διπλασιασμός για την έρευνα και την καινοτομία μέσω του “Ορίζοντα”, καθώς και 35% του προϋπολογισμού για κλιματικά έργα. Ειδική πρόβλεψη 100 δισ. ευρώ περιλαμβάνεται για τη στήριξη της Ουκρανίας.
Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ρητή απόρριψη της πρότασης, χαρακτηρίζοντας την αύξηση «απαράδεκτη». Όπως σημειώνεται στην επίσημη τοποθέτηση του Βερολίνου, «σε μια περίοδο όπου όλα τα κράτη μέλη πιέζονται να εξορθολογήσουν τις δαπάνες τους, δεν είναι δυνατόν να ζητείται αύξηση των συνεισφορών τους στην ΕΕ».
Η στάση της Γερμανίας, μετά και την άνοδο του Φρίντριχ Μερτς στην καγκελαρία, προϊδεάζει για δύσκολες διαπραγματεύσεις, καθώς ο πολυετής προϋπολογισμός απαιτεί ομόφωνη έγκριση από τα 27 κράτη-μέλη και έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σημειώνεται ότι ήδη και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για τις προτεινόμενες δαπάνες, ειδικά για το σκέλος της αλληλεγγύης προς τρίτες χώρες.
Η Επιτροπή, από την πλευρά της, επιμένει ότι οι μεταρρυθμίσεις στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κρίνονται αναγκαίες για να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και να ανταποκριθεί η Ένωση στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις, από την Ουκρανία έως τη μεταναστευτική κρίση.
Τα επόμενα βήματα αναμένονται μετά το καλοκαίρι, με την εισήγηση της Επιτροπής να μπαίνει επίσημα στο τραπέζι του Συμβουλίου, και τα κράτη-μέλη να καλούνται να καταθέσουν τροποποιήσεις και παρατηρήσεις. Ωστόσο, η απόρριψη της Γερμανίας από την πρώτη κιόλας μέρα, αποτελεί σοβαρό πολιτικό πλήγμα για τη φον ντερ Λάιεν, η οποία ήδη δοκιμάζει τα όρια της επιρροής της ενόψει και της διαδικασίας επανεκλογής της στο τιμόνι της Κομισιόν.