Μεσημέρι του Απρίλη 2003 στη Βαγδάτη, οδηγούσαμε με το Μάχερ και το Άχμεντ στα περίχωρα της πόλης, όταν το δορυφορικό τηλέφωνο χτύπησε και στην οθόνη εμφανίστηκε ο αριθμός της ΕΡΤ από το γραφείο του τότε προέδρου.
Είχαν περάσει περίπου τρεις εβδομάδες από τη στιγμή που είχα φτάσει στην ιρακινή πρωτεύουσα και η πίεση των αμερικανικών δυνάμεων ήταν πλέον αισθητή παντού. Η πτώση της Βαγδάτης ήταν θέμα χρόνου. Η αντίσταση του στρατού του Σαντάμ Χουσείν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι περισσότερες πόλεις έπεφταν δίχως μάχη. Το καθεστώς είχε καταρρεύσει και στο ξενοδοχείο Palestine ο εκπρόσωπος τύπου περιέγραφε στους δημοσιογράφους μια εικονική πραγματικότητα αντίστασης και καθήλωσης των αμερικανικών στρατευμάτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με τρελούς ρυθμούς ανταποκρίσεων στα ραδιόφωνα της ΕΡΤ, την τηλεόραση απάντησα το τηλέφωνο εκείνης της ημέρας. Πρόεδρος τότε ήταν ο Γιώργος Χουλιάρας. «Ξέρεις έκανα μια σκέψη να έβγαινε για το δελτίο καθημερινά από τη Βαγδάτη μαζί σου κι ο Πίτερ Αρνέτ. Τον πήραμε τηλέφωνο και δέχτηκε. Ξεκινάτε μαζί από απόψε. Βρες τον και συνεννοηθείτε μεταξύ σας για το πως θα το πάτε στα ζωντανά».
Ήμουν ήδη για περίπου μια οκταετία στο πεδίο των ανταποκρίσεων από εμπόλεμες ζώνες. Είχα γνωρίσει αρκετούς από ξένα μέσα ενημέρωσης, ωστόσο με τον Αρνέτ δεν είχαμε συναντηθεί πουθενά. Τον είχα δει στην τηλεόραση, να μεταδίδει τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, είχα ακούσει ότι βρισκόταν ξανά στη Βαγδάτη και βεβαίως στις τάξεις των ανταποκριτών αποτελούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση, όχι τόσο για τη μετάδοση από το πεδίο και όχι από το ξενοδοχείο – που ήταν ένα χαρακτηριστικό που τον ξεχώριζε – αλλά κυρίως λόγω της ταχύτητας με την οποία αντιλαμβανόταν τα δεδομένα και τα ανέλυε σε πραγματικό χρόνο.
Συνάντησα τον Πίτερ Αρνέτ στις 20:30 στο σημείο των δορυφορικών μεταδόσεων της EBU στην ταράτσα του Palestine hotel. Σε μισή ώρα ήταν το ζωντανό. Έφτασε μόνος του, δίχως τους φίξερ που δούλευαν μαζί του, συστηθήκαμε μιλήσαμε για λίγο γενικά, μετά τον ρώτησα για την κατάσταση και τις πληροφορίες του, μου απάντησε επίσης γενικόλογα, με ρώτησε κι αυτός τι μάθαινα εγώ δεν του είπα το παραμικρό από αυτά που είχα και συνεχίσαμε στο δια ταύτα, δηλαδή στο τι θα πούμε στον αέρα. «Πάμε να χτίσουμε το ζωντανό, πες μου τι έχεις και τι θες να πεις εσύ για να δω πως θα το πάω εγώ» του είπα, μου απάντησε πάλι γενικόλογα ρωτώντας με ξανά τι έχω μαζέψει εγώ και η ώρα πέρασε δίχως καμία ουσιαστική συνεννόηση. Ξεκινήσαμε το ζωντανό σε συνθήκες απόλυτου αυτοσχεδιασμού. Ξεκίνησα εγώ μεταφέροντας τις δικές μου πληροφορίες, συνέχισε ο Πίτερ, μετά ξαναμπήκα στα δικά του λεγόμενα για να συμπληρώσω κάτι που έδενε με όσα μου είχαν μεταφέρει αλλά δεν είχα επιβεβαιώσει και πιάστηκε κι αυτός από αυτά που έλεγα για να το πάει ακόμα παραπέρα. Το ζωντανό της πρώτης μέρας κράτησε περίπου 20 λεπτά. Ήταν 20 λεπτά ειδήσεων που προέκυψαν από όσα μεταφέραμε στον αέρα και συμπλήρωναν τα κενά που είχαμε στο ρεπορτάζ. Ήταν ένα παζλ που το χτίσαμε ζωντανά εκείνη την ημέρα και αποτύπωνε τα δεδομένα.
Τελειώνοντας το ζωντανό με ρώτησε με ποιους μιλάω. Του είπα για μια πηγή μου και μου αποκάλυψε κι αυτός δύο δικούς του. Οι επόμενες ημέρες ήταν διαφορετικές. Ήδη από τη δεύτερη μέρα μιλούσαμε στο τηλέφωνο δυο και τρεις φορές μέχρι το ζωντανό. Πριν το ζωντανό αποτραβιόμασταν μακριά από τους υπόλοιπους για να μοιραστούμε το ρεπορτάζ της ημέρας και να χτίσουμε τη μετάδοση. Με τον Πίτερ δουλέψαμε μαζί για περίπου τρεις εβδομάδες. Ο χρόνος αυτός μπορεί να ακούγεται μικρός ωστόσο σε συνθήκες πολέμου, είναι τεράστιος για να κατανοήσεις τον άλλο. Η ταχύτητα των πραγμάτων και των σχέσεων στον πόλεμο μετριέται σε στιγμές, σε συμβάντα, σε εικόνες, πολλές φορές και σε δευτερόλεπτα. Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας και οι σχέσεις εκεί χτίζονται σε άλλες βάσεις.
Τον Αρνέτ τον γνώρισα στα 69 του χρόνια και ομολογώ ότι η ζωντάνια στο πεδίο και η αγωνία για το ρεπορτάζ ακόμα και σε αυτή την ηλικία ξεπερνούσαν το αντίστοιχο αρκετών νεότερων συναδέλφων. Ήταν γεννημένος ρεπόρτερ και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που όσες φορές βρέθηκε σε διευθυντικές θέσεις δεν μακροημέρευσε. Τα γραφεία δεν τον χωρούσαν. Οι ισορροπίες δεν ήταν κάτι που έβαζε ως αντιστάθμισμα στην είδηση. Αρκετοί δημοσιογράφοι της γενιάς του τον περιέγραφαν ως αποτυχημένο αφού δεν είδε προκοπή σε καμία από τις συνεργασίες του με τα μεγάλα δίκτυα μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου. Όμως για τον Πίτερ Αρνέτ, η μεγαλύτερη επαγγελματική επιτυχία και ικανοποίηση ήταν ότι σε αυτή την ηλικία μπορούσε να είναι εκεί έξω, στο δρόμο, στο πεδίο, στη συννεφιά του πολέμου και να μεταδίδει. «Αυτό λίγοι από όσους κάνουμε αυτή τη δουλειά μπορούν να το καταλάβουν κι ακόμα λιγότεροι από όσους εξ αποστάσεως, αναλύουν κάτι που ποτέ δεν είδαν και το περιγράφουν ενώ βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά» ήταν μια από τις φράσεις του, όταν έσβηναν τα φώτα και αράζαμε πίσω από τις κάμερες εκείνες τις ημέρες του πολέμου.
Είπαμε κι άλλα πολλά τότε καθώς και στις μετέπειτα συναντήσεις μας. Αλλά αυτή του η φράση, μετά από ένα ζωντανό στην ταράτσα του Palestine hotel, σε μια συζήτηση για το χθες και το σήμερα των μεταδόσεων από εμπόλεμες ζώνες ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πίτερ.
Διαβάστε επίσης











