Επιχειρήσεις σωτηρίας…
Από τις βόμβες στις χώρες τους, στην ασφάλεια της Ελλάδας.
Εξουθενωμένοι εκτοπισμένοι όλων των ηλικιών, άμαχοι με μωρά παιδιά στην αγκαλιά τους και ηλικιωμένοι που ψάχνουν ειρηνικά χώματα να αφήσουν την τελευταία τους πνοή.
Τώρα ο Λίβανος 33 Έλληνες και 38 Κύπριοι, το 2011 η Αίγυπτος και η Λιβύη, το 2006 πάλι ο Λίβανος, λίγα χρόνια πριν, το 1997 η Αλβανία. Εκατοντάδες Έλληνες «φωνάζουν» ότι θέλουν να ζήσουν. Επιτακτική φυγή για τους ομήρους των πολεμικών συγκυριών.
Επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας»
Κάποτε οι επιχειρήσεις επαναπατρισμών Ελλήνων, που οργάνωνε το ΓΕΕΘΑ, από εμπόλεμες ζώνες ήταν απόρρητο μυστικό. Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας», διεξήχθη κάτω από άκρα μυστικότητα τον Αύγουστο του 1993, κατά της διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ Αμπχαζίας και Γεωργίας, με την ελληνική κυβέρνηση να οργανώνει σχέδιο απεγκλωβισμού για τη διάσωση των Ελλήνων στην πόλη Σουχούμι. Πρόκειται για την μεγαλύτερη και πιο σύνθετη αποστολή εκκένωσης της χώρας μας.
Το πλοίο της σωτηρίας
Ο Αντώνης Χατζηαντωνίου, βατραχάνθρωπος του Πολεμικού Ναυτικού, μέλος της στρατιωτικής ομάδας που έλαβε μέρος στην αποστολή, μιλά στο «Non Paper», για τις τρεις ημέρες, που ως μεταμφιεσμένος σε πλήρωμα κατάφερε μαζί με τους συναδέλφους του να απελευθερώσουν Έλληνες από την εμπόλεμη Αμπχαζία.
«Υπηρετούσα στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού, κάποια άτομα από εμάς, που μας επέλεξε η διοίκηση για κάποια απόρρητη αποστολή, δεν μιλούσαμε ούτε μεταξύ μας, παρόλο το δέσιμο που είχαμε. Μας μάζεψαν όλους και βρεθήκαμε σε ένα σημείο που έγινε ο έλεγχος των υλικών μας και από εκεί μας αφαιρέθηκε οτιδήποτε μαρτυρούσε, ότι ήμασταν στρατιώτες. Ακόμα και οι ταυτότητες μας και οι μεταλλικές, τα έγγραφα μας, τα πάντα. Μας μας άφησαν μόνο κάποια συγκεκριμένα ρούχα και μας είχαν εκδώσει ναυτικά φυλλάδια. Μόνο το όνομά μας κρατήσαμε.
Φύγαμε και πήγαμε σ’ ένα καράβι «Viscountess», το οποίο την προηγούμενη βραδιά είχε αλλάξει από κυπριακή σημαία σε ελληνική και βρισκόταν στον Πειραιά. Για να αποφύγουμε την δημοσιότητα και καθότι η αποστολή ήταν μυστική δεν έπρεπε να διαρρεύσει τίποτα. Έτσι το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας είπε ότι θα έφευγε ένα καράβι με άλλο όνομα, πού βρισκόταν στην Πάτρα. Οπότε με το που διαδόθηκε αυτό, όλα τα επιτελεία των δημοσιογράφων κατευθύνθηκαν προς στην Πάτρα, ενώ εμείς επιβιβαστήκαμε στο καράβι, στον Πειραιά και αποπλεύσαμε», ανέφερε ο Αντώνης Χατζηαντωνίου.
Η μυστική εκκένωση
Αρχές του 1993 ξεκινούν στην Αθήνα μεγάλες διαμαρτυρίες και μαζικές διαδηλώσεις, κυρίως των ποντιακών οργανώσεων, αλλά και οργανώσεων που είχαν δημιουργηθεί από πρόσφυγες του Καυκάσου, ζητώντας την ελληνική παρέμβαση, έτσι ώστε να σωθούν οι ομογενείς της Αμπχαζίας. Έτσι στήθηκε η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας». Το πλοίο «Viscountess», ήταν γεμάτο με ανθρωπιστική βοήθεια, που έπρεπε να παραδοθεί στις αρχές που διοικούσαν το Σοχούμι. Ουσιαστικά ήταν μία ανταλλαγή.
Σ΄ αυτή την πολυσύνθετη επιχείρηση συμμετείχε και ο Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, Βλάσης Αγτζίδης, που γνώριζε αρκετά καλά την χώρα, αφού την είχε επισκεφθεί ως ερευνητής στα τέλη του ‘89, επί Σοβιετικής Ένωσης. Πήρε μαζί του και μια ερασιτεχνική κάμερα και ό,τι κατέγραψε τότε, σήμερα αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο.
Σύμφωνα με τον Β. Αγτζίδη «Η σημαντική και διπλωματική δουλειά έγινε από το Προξενείο μας, στη Μόσχα, το οποίο είχε ενεργοποιήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό. Μία ολόκληρή ομάδα, είχε κατέβει καιρό πριν στην περιοχή και προσπαθούσε με επαφές και με τις δύο πλευρές και με τους Γεωργιανούς και με τους Αμπχάζιους, να επιτευχθεί ανακωχή έστω δύο ημερών, ώστε να ολοκληρωθεί η επιχείρηση απεγκλωβισμού. Γινόταν πόλεμος, ήταν πολύ επικίνδυνο ένα τεράστιο πλοίο να καταπλεύσει σε μια εμπόλεμη κατεστραμμένη περιοχή. Η πόλη βρισκόταν υπό τον Γεωργιανό έλεγχο και πάρα πολλών παρακρατικών ομάδων και γύρω γύρω περικυκλωμένη από τα στρατεύματα των Αμπχαζίων και των συμμάχων τους. Ήταν μία εγκλωβισμένη κοινότητα. Όταν μια αυτοκρατορία αποχωρεί από την ιστορία, τα έθνη επιχειρούν να ελέγξουν το δικό τους γεωγραφικό χώρο, ώστε να φτιάξουν τα δικά τους εθνικά κράτη».
«Φυγαδεύαμε ελληνικό αίμα»
Το πλοίο μετά από τρεις ημέρες πλου έφτασε στο Σουχάμι. Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» ήταν σε εξέλιξη. Η πόλη ήταν βουτηγμένη στον πόλεμο και στο χάος. Οι γυναίκες που είχαν απομείνει πίσω κουβαλούσαν τα σημάδια του πολέμου και την άγρια ιστορία η καθεμιά τους, αφηγείται
ο Αντώνης Χατζηαντωνίου:
«Όταν φτάσαμε είδαμε μία θλιβερή, τραγική κατάσταση. Έρημος τόπος χτυπημένα κτίρια, κατεδαφισμένα – σε κάποια μόνο οι τοίχοι ήταν όρθιοι – οβίδες σκασμένες κάτω στο έδαφος, πτώματα. Αυτοί που ήταν ζωντανοί, ήταν σκελετωμένοι, υπήρχε πολύ μεγάλο θανατικό καθότι βλέπαμε και κάποιες γυναίκες όλων των ηλικιών που είχαν καρφιτσωμένες κάποιες κονκάρδες πάνω τους, όπου αργότερα έμαθα ότι αυτές αποτύπωναν τις φωτογραφίες των μελών, των οικογενειών τους που χάθηκαν στον πόλεμο. Ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί η κάθε μία από αυτές φορούσε πολλές κονκάρδες, ήταν μεγάλο το νούμερο. Οι άντρες ήταν λιγοστοί ή σακατεμένοι, δεν βλέπαμε άντρες που θα μπορούσαν να πιάσουν όπλο. Δευτέρα, Τέταρτη, Παρασκευή χτυπούσαν το Σοχούμι. Οι Γεωργιανοί, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο το χτυπούσαν οι Αμπχάζιοι, την Κυριακή υπήρχε κατάπαυση του πυρός και μάζευαν τους νεκρούς από τους δρόμους. Φυγαδεύσαμε πάνω από 2.500 χιλιάδες Έλληνες παλιννοστούντες, όπως τους είχαν ονομάσει τότε».
Πολλοί ήταν οι Έλληνες που δολοφονήθηκαν σ΄ εκείνο τον πόλεμο, τους θεωρούσαν εύπορους και γίνονταν στόχος ληστών. Υπήρξαν πάρα πολλοί βιασμοί, βασανισμοί από παρακρατικές ομάδες. Ο κύκλος του αίματος είχε ήδη ανοίξει, σκοτάδι, καταστροφή και θάνατος. Ένοπλοι, παραστρατιωτικοί, πυροβολούσαν.
Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει: «Η εικόνα που συναντήσαμε ήταν εφιαλτική. Κατάφεραν να πείσουν τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές να σταματήσουν τις εχθροπραξίες έως ότου έρθει το πλοίο για δύο μέρες, ώστε να προλάβουν οι ομογενείς που θέλουν να φύγουν να συγκεντρωθούν στο λιμάνι του Σοχούμι και να επιβιβαστούν στο πλοίο και μέχρι να αναχωρήσει το πλοίο από κει και πέρα ήταν ελεύθεροι να συνεχίσουν της εχθροπραξίες μεταξύ τους.
Μία πόλη ακίνητη, πολεμικό σκηνικό στην προβλήτα, ήταν μαζεμένες εκατοντάδες ομογενείς με τα μπογαλάκια τους, θύμιζαν την μικρασιατική καταστροφή ο τρόπος που είχαν συγκεντρωθεί περιμένοντας το πλοίο από την Ελλάδα για να τους σώσει. Ήταν κατάσταση φρίκης, οι συγκρούσεις ήταν ακραίες. Το πλοίο γέμισε με ταλαιπωρημένους ανθρώπους από ένα πόλεμο που κρατούσε ενάμιση χρόνο, έγινε προσπάθεια οι οικογένειες να πάνε μαζί, να μη χωριστούν».
«Χόρευαν παρανοϊκά βακχικά γύρω από την λύρα»
Αποστολή εξετελέσθη. Οι Έλληνες ανέβηκαν στο πλοίο και οι στιγμές που ακολούθησαν, όπως αφηγείται στο «Non Paper» ο Βλάσης Αγτζίδης, ήταν εξαγνιστικές.
«Εκεί ζήσαμε μία σουρεαλιστική στιγμή που οι Γεωργιανοί στρατιώτες είχαν ανέβει στα κτίρια του λιμανιού και αποχαιρετούσαν το πλοίο που έφευγε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι με ριπές των καλάσνικοφ. Μόλις απομακρύνθηκε το «Viscountess», αυτός ο ταλαιπωρημένος, βασανισμένος πληθυσμός, ο οποίος γλίτωσε από τον πόλεμο, έστησε ένα τρελό, παρανοϊκό, βακχικό χορό γύρω από την ποντιακή λίρα. Ένας οργανοπαίκτης έπαιζε και όλοι χόρευαν, πάνω στο πλοίο. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Το αποτύπωσα τότε και σε φωτογραφίες και σε βίντεο με την κάμερα που είχα μαζί μου. Ήταν μία συγκλονιστική στιγμή».
«Αυτός ο άνθρωπος τελικά δεν χάθηκε»
Ο Αντώνης Χατζηαντωνίου, πλοιαρχος Π.Ν. ε.α. θυμάται:
«Τέσσερα χρόνια μετά στην Ελλάδα βρήκα τυχαία έναν από αυτός τους ανθρώπους που μεταφέραμε. Ήταν αδύνατον να τον ξεχάσω, γιατί είχε ένα σημάδι στο πρόσωπο, τον είχαν χτυπήσει με το κοντάκι ενός όπλου. Έτυχε να φύγω από την Κυψέλη για να πάω με ταξί στην Υπηρεσία μου και ήταν ο ταξιτζής. Φυσικά μιλήσαμε και θυμηθήκαμε εκείνες τη στιγμές. Χάρηκα γιατί τελικά αυτός ο άνθρωπος δεν χάθηκε».
O Βλάσης Αγτζίδης θυμάται:
«Η πιο συγκλονιστική στιγμή ήταν, όταν μιλούσα με μία κυρία η οποία ήταν νέα γυναίκα, θλιμμένη, μιλούσε άριστα τα ποντιακά…εγώ ήξερα λίγα, κάποια στιγμή τραβάει τα μαλλιά της και μου δείχνει το αυτί. Μόνο που το αυτί της ήταν κομμένο. Δεν μου είπε η ίδια τι είχε συμβεί, αλλά μου είπαν κάποιοι συντοπίτες της. Οχτώ παρακρατικοί την είχαν στο σπίτι της, την βίασαν και επειδή είχε αντισταθεί της έβαλαν το καλάσνικοφ στο αυτί και την πυροβόλησαν, για να την αδρανοποιήσουν».
Ανήμερα της Παναγίας το πλοίο έφτασε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.