Αισθητές οικονομικές επιβαρύνσεις σε οικογένειες και επιχειρήσεις φέρνει η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που αφορά τη μείωση των εκπομπών άνθρακα σε κτήρια, στις οδικές μεταφορές και σε μικρές βιομηχανίες, η οποία πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή από το 2027.
Στο πλαίσιο του κανονισμού, πρόκειται να επιβληθεί φόρος άνθρακα στα ορυκτά καύσιμα, όπως η βενζίνη, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Εκτιμήσεις της αγοράς, βασισμένες στις τρέχουσες τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, κάνουν λόγο για πρόσθετη επιβάρυνση στη βενζίνη κατά 10,2 λεπτά ανά λίτρο, στο πετρέλαιο κίνησης κατά 11,3 λεπτά και στο μαζούτ κατά 14 λεπτά ανά λίτρο.
Εφόσον η ζήτηση παραμείνει στα ίδια επίπεδα, εκτιμάται ότι τα νοικοκυριά και οι μικρότερες επιχειρήσεις (καθώς οι μεγάλες ήδη καταβάλλουν αντίστοιχα τέλη για τις εκπομπές τους) θα κληθούν να πληρώσουν συνολικά 800 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον για καύσιμα.
Η νέα ευρωπαϊκή πολιτική έχει εντείνει τις συζητήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ για την ανάγκη μίας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης στην ενεργειακή μετάβαση, προκειμένου να μην πλήττεται η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αναφερόμενος στη χώρα μας, ο διευθύνων σύμβουλος της Ελίν και πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ, Γιάννης Αληγιζάκης, σημειώνει πως «θα πρέπει να προβληματιστούμε πόσο αυτές οι επιβαρύνσεις θα επηρεάσουν τις ελληνικές εξαγωγές και εάν και με ποιον τρόπο ο Έλληνας καταναλωτής που θα επηρεαστεί συνολικά από 1η Ιανουαρίου 2027, με βάση τις σημερινές του αγορές, κατά 800 εκατ. ευρώ ετησίως, θα μπορεί να αντεπεξέλθει. Η πράσινη στροφή της Ευρώπης πρέπει να γίνει με σύνεση, λογική και κυρίως με γνώμονα τη βιωσιμότητα των εταιρειών που θα κληθούν να την υλοποιήσουν», όπως γράφει η «Καθημερινή».
Για να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες στους οικονομικά ευάλωτους πολίτες, ιδίως σε νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα ή υψηλές ανάγκες μετακίνησης, η ανάλυση του Green Tank εισηγείται ένα μείγμα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων λύσεων συνολικού ύψους 11,9 έως 15,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, αξιοποιώντας το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα και άλλες διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, εισηγείται την παροχή άμεσων οικονομικών ενισχύσεων σε 1,15 έως 1,17 εκατομμύρια νοικοκυριά, καθώς και στους πολίτες που ανήκουν στις μεταφορικά ευάλωτες ομάδες και κατοικούν εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων της Αττικής και της Θεσσαλονίκης (448.000 έως 475.000 νοικοκυριά).
Η χρηματοδοτική απαίτηση για την εφαρμογή αυτών των μέτρων κυμαίνεται μεταξύ 742 εκατομμυρίων ευρώ και 1,42 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 15,5% έως 29,7% του συνολικού προϋπολογισμού του Κοινωνικού Ταμείου για το Κλίμα.
Για πιο μακροπρόθεσμη και ουσιαστική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, προτείνονται πιο δομικά μέτρα, όπως η επέκταση της κοινωνικής στέγασης, η εκτέλεση ενεργειακών ανακαινίσεων (είτε εκτεταμένων είτε μικρής κλίμακας), η αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης πετρελαίου με αντλίες θερμότητας, αλλά και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, προκειμένου τα νοικοκυριά να καλύπτουν τις ίδιες τους τις ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια, είτε μεμονωμένα είτε μέσω ενεργειακών κοινοτήτων.